«Δεν περιμέναμε ότι θα ήταν τόσο έντονες, και θα είχαν τέτοια διάρκεια οι επιθέσεις στο Ιράκ», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC, αντιδρώντας στην τρομοκρατική επίθεση που είχε ως στόχο το ξενοδοχείο αλ Ρασίντ στη Βαγδάτη, όπου διέμενε ο αμερικανός υφυπουργός Αμυνας Πολ Γούλφοβιτς.
Ο αμερικανός διοικητής στο Ιράκ Πολ Μπρέμερ παραδέχτηκε στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC, ότι «οι τρομοκρατικές ομάδες είναι καλύτερα οργανωμένες και χρησιμοποιούν τώρα πολύ πιο εξελιγμένες προσεγγίσεις, ειδικότερα στη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών στους δρόμους όπου περνούν οι αυτοκινητοπομπές μας. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα», μετά το τέλος των μεγάλων συγκρούσεων που κηρύχθηκε την 1η Μαΐου από την Ουάσινγκτον.
Από πολλές πλευρές ακούγεται πλέον ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν οργάνωσε εγκαίρως τη μετα-σανταμική εποχή.
Από τότε που έστειλε τον στρατό του στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, ο Σαντάμ άρχισε τις προσπάθειες να αποκαταστήσει το διάλογο με την Ουάσινγκτον. Το 1993, ζήτησε από τον λιβανέζο δημοσιογράφο Αλί Μπαλούτ να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση Κλίντον ώστε να υπάρξει μια γενική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απάντηση που πήρε ο δημοσιογράφος ήταν: «Θέλουμε το σώμα του Ιράκ, αλλά όχι το κεφάλι». Από τη στιγμή εκείνη, ο Σαντάμ προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, αναδιοργανώνοντας το στρατό του.
Τον Ιούλιο του 2002, οκτώ μήνες πριν μάθει από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ότι ο πόλεμος θα γινόταν, έστελνε στους κυριότερους αξιωματούχους του κόμματος Μπάαθ ένα υπόμνημα με το οποίο τους έλεγε να προετοιμαστούν για μια αμερικανική επίθεση, που μπορεί να γίνει «ανά πάσα στιγμή». Το υπόμνημα αυτό προέβλεπε ότι το Ιράκ θα γνώριζε τη στρατιωτική ήττα, λόγω της μεγάλης διαφοράς ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις των δύο χωρών. Η διαφορά αυτή, όμως, θα αντισταθμιζόταν με την παγίδευση του αμερικανικού στρατού στις πόλεις, τα χωριά και την έρημο, και με τη χρησιμοποίηση μεθόδων του αντάρτικου.
Ο Σαντάμ Χουσεϊν προσπαθούσε ήδη επί τέσσερα χρόνια να προσαρμόσει το στρατό του στις μεθόδους του αντάρτικου, γράφει ο Αλί Μπαλούτ στην εφημερίδα «The Daily Star» της Βηρυτού. Ηξερε ότι η στρατιωτική ιεραρχία ήταν ξεπερασμένη και ότι χρειαζόταν νέο αίμα. Ο ίδιος στρατολόγησε τους αρχηγούς των νέων ομάδων του αντάρτικου, ανθρώπους 35 ετών στην πλειοψηφία τους, χωρίς να λείπουν όμως και οι 18χρονοι. Πριν από την αμερικανική εισβολή, ο Σαντάμ συγκρότησε στρατιωτικές εφεδρείες και μοίρασε όπλα σε όλη τη χώρα.
Μετά την αμερικανική εισβολή, ο Σαντάμ έκοψε κάθε επαφή με τους περισσότερους ανώτατους αξιωματούχους του κόμματος Μπάαθ. Εξαφανίστηκαν ακόμη και οι προσωπικοί του σωματοφύλακες. Ο πρώην ηγέτης του Ιράκ οργάνωσε την αντίσταση, ξεκινώντας από την αρχή ότι πρέπει να συγκεντρώνει εθνικιστικά, μπααθικά και ισλαμικά στοιχεία. Οι ομάδες που απαρτίζουν τον αόρατο στρατό του Σαντάμ είναι αυτόνομες, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά.
Η πρώτη, σύμφωνα με τον Αλί Μπαλούτ, είναι οι Μουτζαχεντίν, Ιρακινοί που δεν είναι μέλη του κόμματος Μπάαθ και εθελοντές ισλαμιστές που πολέμησαν στο Αφγανιστάν και στην Τσετσενία. Η δεύτερη ομάδα είναι η Αλ Ανσάρ (παρτιζάνοι), που αποτελείται από στοιχεία του κόμματος Μπάαθ τα οποία επέλεξε προσωπικά ο Σαντάμ, μυστικά από την παλιά φρουρά. Οι άνθρωποι αυτοί είναι παρόντες σε όλη τη χώρα και επικοινωνούν μεταξύ τους με πρωτόγονους, αλλά ασφαλείς τρόπους. Η τρίτη ομάδα είναι η Αλ Μουχατζιρούν (μετανάστες), που αποτελείται από μέλη της ελίτ, όπως γιατροί και ανώτεροι στρατιωτικοί.
Τα στελέχη του κόμματος Μπάαθ που αναζήτησαν καταφύγιο σε άλλες αραβικές χώρες μετά την πτώση της Βαγδάτης θα χρησίμευαν ως σύνδεσμος με τις αραβικές μάζες της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου, της Υεμένης, του Μαρόκου και της Μαυριτανίας, όπου το κόμμα Μπάαθ διατηρεί οργανώσεις από το 1968.