Πολιτική
Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (27/10/2003) Μέρος 1/5

ΔΙΚΗ 17Ν

ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΟΚΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Χρόνια πολλά σε όλους τους εορτάζοντες. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι Γεωργιάδης Διονύσιος και Τζωρτζάτος Βασίλειος θα έρθουν στην αίθουσα του Δικαστηρίου αργότερα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προσωπικά θα εκπροσωπηθούν από τον κ. Σοφό. Παράκληση της Έδρας: Σχετικά με εκείνο το 211, πήραμε πολύ απ’ αυτό και δεν αφορά και εσάς νομίζω το 211α, δεν σας πολυαφορά. Αλλά εν πάση περιπτώσει, όσο μπορούμε να τα συμμαζεύουμε αυτά.

Θ. ΣΟΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε θα προσπαθήσω να είμαι περιεκτικός όπως θέλω να πιστεύω ότι ήμουν και την Παρασκευή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το έχουμε καταλάβει πολύ καλά το 211α.

Θ. ΣΟΦΟΣ: Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, κ.κ. Εισαγγελείς, θα προσπαθήσω να παραθέσω με πολύ συνοπτικό και περιεκτικό τρόπο τη διάταξη του άρθρου 211α διότι αυτό που κυρίως μας απασχολεί, χωρίς να ξεπερνώ τα όρια που χαράχτηκαν από την αρχή της αγόρευσης του ομιλούντος, η σχέση μεταξύ του 211α και του Ν. 2928/2001. Και αυτό με τον σκοπό να μην επαναλάβω πράγματα τα οποία αφενός είναι γνωστά στο Δικαστήριό σας και αφετέρου διατυπώθηκαν από προλαλήσαντες συναδέλφους μου.

Με βάση την πρόταση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως σχετικά με το άρθρο 211α του Κ.Ποιν.Δ., το πρώτο που πρέπει να γίνει όπως ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς είπε, θα πρέπει να λάβουμε πρώτον το γράμμα της διάταξης υπόψη και δεύτερον εάν αυτό μας δημιουργεί αμφιβολίες να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα όπως λέει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, τί ήθελε ο νομοθέτης με τη θέσπιση αυτής της διάταξης.

«Έχω εδώ την εντύπωση ότι ποτέ μια νομική ερμηνεία›, λέγει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, «μια διάταξη, δεν μπορεί να οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα›. Και θα συμφωνήσω. Εξηγείται ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς με αυτή την διατύπωσή του ως εξής: Δε μπορεί να αποτελέσει βάση καταδίκης του κατηγορουμένου η κατάθεση ή η απολογία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη.

Για εμένα δεν είναι χωρίς σημασία η χρησιμοποίηση του ενικού. Διαβάζω επί λέξει αυτό που διατύπωσε ο κ. Εισαγγελεύς: «Αυτό πραγματικά αποτελεί τον ορισμό της γραμματικής ερμηνείας. Κατά το γράμμα του νόμου πραγματικά χρησιμοποιείται ενικός, ότι δεν μπορεί να αποτελέσει βάση καταδίκης του κατηγορουμένου η κατάθεση ή η απολογία συγκατηγορουμένου›. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή για τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα ότι δεν χρησιμοποιείται απλή ή αποκλειστική διάζευξη ή και συγκατηγορουμένων.

Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεδομένου ότι εδώ δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση που ένας μόνο συγκατηγορούμενος να εμπλέκει άλλον, έχει την άποψη ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς και αυτή εισηγείται στο Δικαστήριό σας, ότι εάν περισσότεροι του ενός συγκατηγορούμενοι καταθέτουν ή απολογούμενοι καταθέσουν σε βάρος συγκατηγορουμένου τους, τότε μπορεί το Δικαστήριό σας και σ’ αυτές και μόνο τις απολογίες να στηρίξει την τυχόν καταδίκη του και χωρίς κανένα άλλο στοιχείο.

Έτσι, σύμφωνα με τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα και ομοίως, σύμφωνα με τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα ο οποίος υιοθέτησε την ίδια άποψη, στηριζόμενος και στην γραμματική ερμηνεία του νόμου, σύμφωνα με τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα υπάρχει κι ένα άλλο πιο ενδιαφέρον σκεπτικό: Ότι υπάρχει μια σιωπηρά κατάργηση του άρθρου 211α προκειμένου για τις πράξεις τρομοκρατίας όπως το είπε ο ίδιος, κατά τον κανόνα ο νεότερος νόμος υπερισχύει του παλαιοτέρου και μάλιστα ο νεότερος ειδικώς.

Αν κ.κ. Δικασταί σας λέγει ο κ. Εισαγγελεύς δεν εφαρμοστεί το άρθρο 211α, τότε η διάταξη του αντιτρομοκρατικού νόμου η οποία δίνει ορισμένα ευεργετήματα εις τον μεταμεληθέντα κατηγορούμενο δεν θα έχει καμία πρακτική σημασία. Επομένως σ’ αυτές τις περιπτώσεις το άρθρο 211α δεν ισχύει, θεωρείται σιωπηρά καταργηθέν. Επανέλαβα την άποψη επί λέξει του κ. Τακτικού Εισαγγελέως.

Σχέση μεταξύ 211α του Κ.Ποιν.Δ. επομένως και του Ν. 2928/2001: Θεωρώ ότι η θέση καταρχήν που εκκινεί από το δεδομένο ότι με βάση τη γραμματική ερμηνεία θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ενικός στη διατύπωση του άρθρου αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου αυτού και σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων καταθέσεων ή απολογιών συγκατηγορουμένων, δεν θα πρέπει να υιοθετηθεί από το Δικαστήριό σας και για να μην επαναλαμβάνομαι μεταγενέστερα, το ίδιο ακριβώς περιέγραψε και ο καθηγητής κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, αναφερόμενος στην πρόταση του κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως όσον αφορά στη γραμματική ερμηνεία και συνετάχθην με αυτήν.

Θεωρώ λοιπόν ότι η γραμματική ερμηνεία είναι πάρα πολύ στενή κατά τον τρόπο με τον οποίον περιγράφηκε τόσο από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα όσο και από τον κ. Αναγνωστόπουλο, διότι το σκεπτικό ότι εάν ο νομοθέτης ήθελε θα είχε αναφέρει, έχει κριθεί παγίως ότι η υποθετική αιτιότητα στη βούληση του νομοθέτη κατά την διατύπωση επιχειρημάτων που άπτονται της γραμματικής ερμηνείας, είναι λίαν επισφαλής και επικίνδυνη.

Διότι η γραμματική ερμηνεία εν προκειμένω θα μπορούσε ευχερέστερα να αποδώσει το εξής νόημα: Ότι επειδή σκοπός του νομοθέτη είναι να μην λαμβάνονται υπόψη απολογίες συγκατηγορουμένων και εκκινώντας από αυτή την θέση που απετέλεσε και τη βάση για τη συζήτηση στη Βουλή της ψήφισης του Ν. 2408/96 με το οποίο τροποποιήθηκε και συνεπληρώθη το σχετικό άρθρο, τότε αίρεται κάθε επιχειρηματολογία όσον αφορά τη χρησιμοποίηση ενικού ή πληθυντικού.

Δε θα γίνω πιο αναλυτικός σ’ αυτό το σημείο, θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ στενή η ερμηνεία προκειμένου να στηριχθεί το Δικαστήριό σας σ’ έναν τέτοιο λόγο, η χρησιμοποίηση ενικού ή πληθυντικού.

Συνεχίζει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς λέγοντας ότι η διάταξη του άρθρου, ο περιορισμός ότι δεν αρκεί η απολογία συγκατηγορομένου κτλ., φέρεται να πλήττει και τη συνταγματική κατοχυρωμένη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών κατά το άρθρου 87 παρ. 2 του συντάγματος, της οποίας ουσιώδες περιεχόμενο είναι η αρχή της ηθικής αποδείξεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 177.

Φέρει προς προβληματισμόν ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς το επιχείρημα ότι τίθεται ένας νομικός κανόνας αποδείξεως με το άρθρο 211α, εν αντιθέσει με τις επιταγές του άρθρου 177 ότι δεν πρέπει να τίθενται κανόνες αποδείξεως και δεν νοείται δέσμευση του Δικαστή παρά μόνο από την συνείδησή του και την απροσωπόληπτη κρίση του.

Ανέφερα και στην αρχή της αγόρευσής μου ότι κατά την ταπεινή μου άποψη, η αρχή της ηθικής αποδείξεως δεν είναι τόσο ευρεία ερμηνεύσιμη, διότι από το άρθρο 93 του συντάγματος, το άρθρο 139 του Κ.Ποιν.Δ. και το άρθρο 510 παρ. 1δ το οποίο εν συναρτήσει με το 171 παρ. 1δ οδηγεί τον δικαστή στη δέσμευση και στην υποχρεωτικότητα να παραθέτει σε κάθε απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο επήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν.

Αυτός είναι ένας μετα-κανόνας, δεν είναι ένας κανόνας αποδείξεως, είναι ένας μετα-κανόνας, διότι ναι μεν δεν υποχρεούται κατ’ αυτό το σκεπτικό ο δικαστής να ακολουθήσει κάποιον συγκεκριμένο κανόνα αποδείξεως, αλλά υποχρεούμενος να διατυπώσει στην απόφασή του το νομικό συλλογισμό βάσει του οποίου ήχθη η κρίση του, έμμεσα δεσμεύεται από έναν κανόνα αποδείξεως, έναν μετα-κανόνα όπως ανέφερα αποδείξεως, ο οποίος περιορίζει την αρχή της ηθικής αποδείξεως πολύ περισσότερο απ’ όσο έχει αυτή ερμηνευθεί.

Θεωρώ λοιπόν και καταλήγω ότι και αυτό το επιχείρημα του κ. Τακτικού Εισαγγελέως ότι το 211α περιορίζει την αρχή της ηθικής αποδείξεως, θέτοντας έναν κανόνα αποδείξεων, με βάση τις διατάξεις που ανέφερα ανωτέρω, δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τον κ. Ηλία Αναγνωστόπουλο, αναφέρθηκε την 15/9/2003 σχετικά με την αποδεικτική οδηγία πάλι του άρθρου 211α και είπε το εξής: «Δε νομίζω ότι ο νομοθέτης του 2928/2001 θέλησε να τροποποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το άρθρο 211α. Το εγνώριζε και το αφήνει να λειτουργεί όπως λειτουργεί›.

Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για δύο λόγους: Πρώτον διότι έχω σκοπό κατά την διάρκεια της αγόρευσής μου σήμερα κ. Πρόεδρε να αναφέρω μερικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της Βουλής τα οποία είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα, χωρίς να σας κουράσω και δεύτερον διότι με το σκεπτικό αυτό, αυτονόητα πλέον θεωρείται ότι το άρθρο 211α δεν έχει καταργηθεί όπως επρότεινε ο αξιότιμος κ. Τακτικός Εισαγγελέας.

Εάν ο νομοθέτης του ν. 2928 που δημοσιεύθηκε στις 27/6/2001 ήθελε να καταργήσει το 211α, θα είχε γίνει σχετική συζήτηση και θα είχε αναφερθεί έστω και στον αριθμό του άρθρου. Έψαξα όλα τα πρακτικά με εξαντλητική λεπτομέρεια, δεν υπάρχει πουθενά οποιαδήποτε επιχειρηματολογία σχετικά με την άρση των θετικών για τον κατηγορούμενο συνεπειών του περιορισμού του άρθρου 211α.

Συνεχίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος: «Απλώς όπως και η διατύπωση του 211α έτσι και η διατύπωση του νέου άρθρου 187 δείχνει ότι το αποδεικτικό μέσο που λέγεται μαρτυρία κατηγορουμένου εις βάρος συγκατηγορουμένου του, είναι ένα σοβαρό αποδεικτικό μέσο το οποίο ο νόμος μας αναγνωρίζει ως τοιούτο και αναθέτει στο Δικαστήριο να το συνεκτιμήσει μαζί με τα υπόλοιπα›. Καμία αντίρρηση, έτσι ακριβώς. Το πρόβλημα είναι όμως εάν είναι μόνο αυτές οι καταθέσεις.

Και πάλι δε θα αναφερθώ στη χρήση του ενικού από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα. Το σκεπτικό όπως ανέφερα και πριν είναι μόνες αυτές οι καταθέσεις. Εκεί είναι λοιπόν ο προβληματισμός, εάν υπάρχουν μόνες αυτές οι καταθέσεις ή απολογίες τί γίνεται.

Συνεχίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος: «Η ύπαρξη περισσοτέρων απολογιών κατηγορουμένων με τις οποίες επιβαρύνεται ένας ή περισσότεροι άλλοι συγκατηγορούμενοι, αποτελεί ένα εριζόμενο θέμα, αν ο νόμος όταν στο 211α χρησιμοποιεί ενικό, θέλει να μην περιλάβει τις περιπτώσεις που έχουμε περισσότερους ή εάν εξεφράσθη στον ενικό διότι έτσι συνήθως εκφράζεται. Νομίζω ότι και αυτό το ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί όποια θέση και αν λάβει κανείς γι αυτό το ζήτημα› -και τα επιχειρήματα του κ. Εισαγγελέως είναι πολύ σοβαρά όπως λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος, «αλλά ακόμα και αν δεν τη δεχθεί, ένα είναι βέβαιο: ότι όσο περισσότερες απολογίες κατηγορουμένων έχουμε, τόσο η ανάγκη άλλων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα εξανεμίζεται›.

Από πού αρύεται το συγκεκριμένο σκεπτικό δε μας εξηγεί ο κ. Αναγνωστόπουλος, προφανώς θα εννοεί εδώ ότι η ύπαρξη περισσοτέρων απολογιών συγκατηγορουμένων δημιουργεί τόσες πολλές εντυπώσεις που πλέον τα αποδεικτικά μέσα όπως αυτά προσδιορίζονται από το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. είναι πλέον περιττά και γι αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό. Σχηματικά, θα έλεγα, το είπε ως εξής: «Είναι αυτό που λέει ο λαός μας, ότι αν σε πει ένας γάιδαρο, να αδιαφορήσεις. Αν σε πουν δύο να αρχίζεις να το σκέφτεσαι και αν σε πουν τρεις, τότε μάλλον είσαι›.

Στις πόσες φορές αν μας κατονομάσουν «γάιδαρο› θα πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε εμείς ειδικά; Διότι εδώ δεν πρόκειται περί τέτοιας εξύβρισης, πρόκειται περί κατηγορίας σοβαρής. Στις πόσες φορές λοιπόν, στις τρεις, στις πέντε, στις επτά ή στις εννιά θα πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε; Θεωρώ ότι η ποινική επιστήμη είναι μια δογματική επιστήμη η οποία δεσμεύεται από τον δικανικό συλλογισμό και θα πρέπει να έχει μια επιχειρηματολογία, οποιοδήποτε συμπέρασμα στο οποίο άγεται κανείς και ειδικά σε τόσο λεπτά ζητήματα όσον αφορά στον αριθμό των απολογιών από τον οποίον και έπειτα θα πρέπει κανείς πλέον να αρχίσει να ανησυχεί ότι είναι περιττό οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο.

Ειλικρινά δε μπόρεσα να βρω κάποιο επιχείρημα που να τεκμηριώνει κάποια διαχωριστική γραμμή στον έναν, δύο ή τρεις συγκατηγορουμένους που αναφέρεται ο κ. Αναγνωστόπουλος.

Και περνώ στον κ. Βασιλακόπουλο στου οποίου την αγόρευση επίσης αναφέρομαι και ο οποίος λέγει ότι «η διάταξη του 211α έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα παρά πρακτικό χαρακτήρα αξιοποιήσιμο›. Ειλικρινά δεν έχω επιλέξει αποσπάσματα για να εντυπωσιάσω και πάλι ειλικρινά αναζητώ επιχειρηματολογία απεγνωσμένα, την οποία δε βρίσκω. Επιχειρηματολογία η οποία ενδεχομένως να είναι σε θέση να τεκμηριώσει αυτόν τον περίφημο συμβολικό χαρακτήρα της διατάξεως του 211α.

Τί συμβολίζει δηλαδή συγκεκριμένα η διάταξη του 211α; «Τί τα θέλουμε όλα αυτά κ.κ. Δικασταί;› συνεχίζει ο κ. Βασιλακόπουλος. «Έστω ότι το 211α βάζει μια μείζονος ή ελάσσονος εκτάσεως αποδεικτική απαγόρευση. Εδώ έχουμε έναν νεότερο και ειδικότερο νόμο›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε, ας αφήσουμε τί είπαν οι άλλοι. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις; Τους άλλους τους ακούσαμε, μάλλον ξεμπερδέψαμε απ’ αυτούς. Πείτε τα δικά σας επιχειρήματα, τα θυμόμαστε όλα ό,τι έχουν πει, τα έχουμε σημειώσει, μην τρώμε το χρόνο μας. Εσείς πείτε τα δικά σας. Αρκεί μία απολογία, χρειάζονται περισσότερες ή είναι αδιάφορο αυτό;

Πείτε τα επιχειρήματά σας, άστε τους άλλους. Ούτε τα ονόματα δε θέλω να ακούω των άλλων. Και οι κ.κ. Εισαγγελείς είπαν τα επιχειρήματά τους. Πείτε τα δικά σας, να πείσετε το Δικαστήριο. Δε χρειάζεται να αναφέρεστε τους άλλους, δε μας νοιάζουν οι άλλοι τώρα. Να κερδίζουμε και χρόνο, έχουμε χάσει πάρα πολύ χρόνο.

Θ. ΣΟΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε θεωρώ ότι και τα δικά μας επιχειρήματα προβάλλονται αλλά είναι αναγκαίο να απαντάμε και στους ισχυρισμούς της Πολιτικής Αγωγής και των κ.κ. Εισαγγελέων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε εκπροσωπώ δύο κατηγορουμένους και νομίζω ότι ο συνολικός χρόνος που θα δείτε ότι θα αναλωθεί για τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι, τουλάχιστον σε σύγκριση με όλη τη διαδικασία επιβαρυντικός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ σας κάνω μια σύσταση, δε θέλετε, δε μ’ ακούτε, όπως δε μ’ ακούει κανένας.

Θ. ΣΟΦΟΣ: Εν τέλει, εάν 130 δικηγόροι απεχώρησαν μέσα σε 8 ημέρες κ. Πρόεδρε, δε νομίζω ότι έχουμε την ίδια ανησυχία όλοι και την ίδια αγωνία όλοι και την ίδια βιασύνη όλοι.

Συνεχίζω λοιπόν στη σχέση γενικού και ειδικού, όπως αναφέρθηκε ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς και ο κ. Βασιλακόπουλος επαναλαμβάνει: Ότι έχουμε έναν νεότερο και ειδικότερο νόμο. Αν ο ειδικότερος και ο νεότερος νόμος καταργεί τον παλαιότερο και γενικότερο, θα πρέπει και εδώ να εξηγηθεί ότι για να ισχύσει αυτή η αρχή,

Θα πρέπει να υπάρχει μια ομοιογένεια ως προς τα στοιχεία του νόμου και φυσικά ταυτότητα σκοπού. Θεωρώ ότι και ο Ν. 2928 και το άρθρο 211α έχουν απολύτως διαφορετικό σκοπό. Δεν έχουν καμία σχέση ο ένας με τον άλλον και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να συγκριθούν στο μέτρο κατά το οποίο επιτάσσει η ανωτέρω αρχή.

Ο Ν. 2928/2001 θεσπίστηκε για την αντιμετώπιση πράξεων εγκληματικών Οργανώσεων και ο Ν. 2408/96 που θέσπισε το 211α ψηφίστηκε για να αρθεί η επιβλαβής για τον κατηγορούμενο συνέπεια απολογιών συγκατηγορουμένων μόνο και μόνο για να αποσείσουν ενδεχομένως ή να περιορίσουν τη δική τους ευθύνη. Η εισηγητική έκθεση του 211α διατυπώνει το εξής σκεπτικό και δε θα αναφερθώ σε όλη την εισηγητική έκθεση κ. Πρόεδρε, μόνο ένα σκεπτικό το οποίο είναι συντομότατο.

Λέγει το εξής: «Η διάταξη αυτή μπαίνει για να αποφευχθούν ενδεχόμενες αποδεικτικές πλάνες και η ανασφάλεια δικαίου που μπορεί να προκαλείται. Προτείνεται η εισαγωγή ενός ήπιου αποδεικτικού περιορισμού. Οι καταθέσεις αυτές μπορούν να αξιολογούνται αλλά όχι και ναι αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης›. Αυτό είναι όλο το σκεπτικό του νόμου και δε θ’ αναφερθώ περισσότερο.

Είναι ξεκάθαρο, η εισηγητική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 211α είναι απόλυτα σαφής και ο σκοπός διατυπώνεται σε μία πρόταση: Μπορούν να αξιολογούνται οι καταθέσεις αυτές αλλά όχι και να αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης.

Δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει σαφέστερη διατύπωση του νομοθέτη στο συγκεκριμένο παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι στην ψήφιση του Ν.2928/2001 ειπώθηκε από τους περισσοτέρους βουλευτές που συμμετείχαν, ότι αποτελούσε τη συνεδρίαση με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην ιστορία του ελληνικού Κοινοβουλίου. Συμμετείχαν όλοι. Το λέω διότι στην εισηγητική έκθεση του 2928 δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει την ίδια σαφήνεια που έχει η διατύπωση αυτής του 211α.

Φεύγω από το θέμα της σχέσης γενικού προς ειδικού λοιπόν καταλήγοντας στο ότι ουδεμία σχέση, ούτε ως προς τα στοιχεία, μηδέ ως προς τον σκοπό των δύο νόμων, επομένως δεν είναι δυνατό να συναρτηθούν οι δύο διατάξεις με τη σχέση γενικού προς ειδικό.

Θα αναφερθώ τέλος στον κ. Αριστομένη Τζανετή ο οποίος λέει ότι «ο λόγος για τον οποίον θεσπίστηκε η διάταξη του 211α είναι ότι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο η προσπάθεια ενός κατηγορουμένου να αποσείσει την ευθύνη για την πράξη την οποία τέλεσε, αποτελεί κίνητρο προκειμένου να μετατοπίσει την ευθύνη αυτή σε κάποιον άλλον συγκατηγορούμενο. Ο νομοθέτης αντιμετωπίζει με δυσπιστία εκείνη την περίπτωση στην οποία κάποιος για να απαλλαγεί των δικών του ευθυνών, μεταθέτει την ευθύνη της πράξεως σε κάποιον άλλον συγκατηγορούμενο›.

Επαναλαμβάνει ο κ. Τζανετής ότι η χρησιμοποίηση του ενικού πάλι θα πρέπει να είναι δεσμευτική και συνεχίζει: «Ειδικότερα το άρθρο 187 έχει την ιδιομορφία ότι από τη φύση του είναι μια μορφή συμπεριφοράς η οποία χαρακτηρίζεται από συνωμοτικότητα και μυστικότητα. Είναι μια μορφή συμπεριφοράς η οποία εκτυλίσσεται εν κρυπτώ και παραβύστω. Είναι εντελώς απίθανο να βρεθεί κάποιος τρίτος ο οποίος να είναι σε θέση να γνωρίζει ποιοι συμμετέχουν στην Οργάνωση και πώς έδρασε καθένας απ’ αυτούς;›

Λέγοντας, με αυτό το σκεπτικό, ότι συναρτάται η διάταξη του άρθρου 187 με το 211α, με τους σκοπούς του οποίου πλέον αντιβαίνει. Πράγματι, εισάγει έναν ατελή κανόνα αποδείξεων το 211α κ. Πρόεδρε και λέγει ο κ. Τζανετής ότι δε συνδέεται με κάποια δικονομική κύρωση, δεν τάσσει ρητά ακυρότητα σε περίπτωση παραβιάσεώς του και δε περιέχει τίποτα περισσότερο παρά από μία οδηγία στο Δικαστήριο.

Ακούσαμε λοιπόν συμβολικό χαρακτήρα της διάταξης του 211α, οδηγία στον δικαστή, μια οδηγία για να αναζητήσει κάποια πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, μια οδηγία η οποία δεν έχει και καμία κύρωση σε περίπτωση παραβιάσεώς της. Έχω την εντύπωση ότι απέχουν μακρά αυτές οι σκέψεις από την πρακτική του Αρείου Πάγου ο οποίος σε αρκετές αποφάσεις του έχει διατυπώσει το σκεπτικό της χρησιμοποίησης του άρθρου 211α και της σχέσης του με την αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση.

Λέγει λοιπόν ο ¶ρειος Πάγος στην απόφαση 156/2002: «Η κρίση για την ενοχή του κατηγορουμένου για την πράξη που του αποδίδεται, προκύπτει όχι μόνο από την κατάθεση του συγκατηγορουμένου του, αλλά και από τις καταθέσεις των τάδε και τάδε μαρτύρων κατηγορίας. ¶λλωστε και άσχετων τούτων, η διάταξη των άρθρου 211α δεν καταλύει την όμοια διάταξη του άρθρου 177 του ιδίου κώδικα με την οποία θεσπίζεται η αρχή της ηθικής αποδείξεως. Ειδικότερα, δεν στηρίχθηκε η απόφαση προκειμένου περί της ενοχής του στην κατάθεση του συγκατηγορουμένου του αναιρεσειόντα, αλλά και στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας›.

Είναι σαφές το σκεπτικό. «Επίσης για να υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας› -σύμφωνα με την απόφαση 876/2002 του Αρείου Πάγου, αδημοσίευτη ακόμα- «της απόφασης εξαιτίας λήψεως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας προσώπου συγκατηγορουμένου καταδικαστέου για την ίδια πράξη, πρέπει η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου να στηρίχθηκε αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία›.

Αυτά ως προς τις κυρώσεις και ως προς το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει καμία κύρωση. Λέει στην ίδια απόφαση: «Το Εφετείο για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του ως προς την πρώτη πράξη, στηρίχθηκε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και στη συνεκτίμηση αυτών χωρίς να στηριχθεί προς τούτο σε μαρτυρική κατάθεση ή απολογία του συγκατηγορουμένου› .

Στην απόφαση υπ’ αριθμ. 892/2002 του Αρείου Πάγου αναφέρεται ομοίως το ίδιο σκεπτικό τεκμηριώνοντας αυτή την δικονομική κύρωση της έλλειψης αιτιολογίας, όπως επίσης και στην υπ’ αριθμ. 916/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, αδημοσίευτη ακόμη: «Το πενταμελές Εφετείο, για να καταδικάσει τον πρώτο αναιρεσείοντα δεν στηρίχθηκε μόνο στις καταθέσεις και απολογίες των συγκατηγορουμένων αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, ανέγνωσε δε και έλαβε υπόψη και τα πρακτικά της Πρωτοβάθμιας Διοίκησης.. κτλ.›.

Στην υπ’ αριθμ. 1553/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου λέει ρητά: «Για την παράβαση της διάταξης αυτής δεν απαγγέλλεται ρητά ακυρότητα›. Είναι αυτό το οποίο ανέφερε ο κ. Τζανετής και άλλοι. «Πλην όμως, η παράβασή της επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας διότι δεν τηρείται διάταξη που καθορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του Κ.Ποιν.Δ. και επομένως ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1α›.

Η απόφαση αυτή, η 1553/2002 έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, έτος 2003, σελίς 530. Όμοιες αποφάσεις είναι η υπ’ αριθμ. 23/2001, αδημοσίευτη, η υπ’ αριθμ. 264/2001, η υπ’ αριθμ. 507/2000, η υπ’ αριθμ. 668/2000 η οποία έχει το εξής σκεπτικό: «Στην περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για πλαστογραφία κτλ. Κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε παραδεχθεί ο αναιρεσείων ότι είχε δώσει σχέδια αποφάσεων κτλ. Τον ισχυρισμό αυτόν του κατηγορουμένου δε δέχθηκε το Δικαστήριο, τονίζοντας στο τέλος του σκεπτικού του, ότι δεν δύναται να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός παρέδωσε δήθεν σχέδια αποφάσεων. Ακολούθως τον κήρυξε ένοχο. Δεν στηρίχθηκε επομένως το Εφετείο για την περί ενοχής κρίση του σε μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένης κι έτσι δεν εκχώρησε παράβαση του άρθρου 211α και ουδεμία ακυρότητα απ’ όσες αναφέρει ο αναιρεσείων δεν επισυνέβη›.

Επίσης η υπ’ αριθμ. 802/2000, η υπ’ αριθμ. 1049/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, τις οποίες έχω στη διάθεση του Δικαστηρίου σας, η υπ’ αριθμ. 1185/2000. Ακριβώς το ίδιο σκεπτικό ακολουθεί ο ¶ρειος Πάγος με ποινή πλέον απ’ ότι βλέπουμε, απολύτου ακυρότητας. Ποια έλλειψη δικονομικής κύρωσης; Ποια οδηγία του 211α; Για ποιο λόγο συμβολικός ο χαρακτήρας του 211α; Νομίζω ότι το σκεπτικό του Αρείου Πάγου είναι σαφέστατο και μάλλον, όπως νιώθω, κρούω ανοιχτάς θύρας. Απλώς το αναφέρω για να απαντήσω στους ισχυρισμούς και να αρθεί το δυσμενές κλίμα που έχει διαμορφωθεί σε βάρος αυτής της διατάξεως η οποία εν πάση περιπτώσει συναρτάται άμεσα με το 171 παρ. 1δ και με την απόλυτη ακυρότητα που καθιδρύει το 510 παρ. 1α.

Καταλήγω στο εξής: Το άρθρο 211α δεν μπορεί να οδηγήσει στην ερμηνεία με βάση το γράμμα αυτού, ότι η χρησιμοποίηση του ενικού αίρει οποιαδήποτε εφαρμογή του σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων απολογιών συγκατηγορουμένων. Δεύτερον, δεν υπάρχει σχέση γενικού προς ειδικό εν συναρτήσει με το Ν. 2928/2001 διότι ως προς τα στοιχεία δεν υπάρχει ομοιογένεια και δεν υπάρχει επίσης και καμία ταυτότης σκοπού μεταξύ των δύο νόμων. Τρίτον, ούτε συμβολικό χαρακτήρα έχει ούτε οδηγία αποτελεί πολλώ δε μάλλον αποτελεί διάταξη ουσιαστικότατη που αφορά τα δικαιώματα του κατηγορουμένου όπως αυτά προστατεύονται στο 171 παρ. 1δ και πολλώ δε μάλλον επίσης επιφέρει ακυρότητα, επιφέρει δικονομικές κυρώσεις η παραβίασή του.

Αυτά περί του 211α και ελπίζω να μην εξέφυγα της συστάσεώς σας να είμαι περιεκτικός. Όσον αφορά τώρα στο Ν. 2928/2001, όπως σας ανέφερα και πριν, έχω κάποια αποσπάσματα από τα πρακτικά της Βουλής, τα οποία θεωρώ ότι θα βοηθήσουν το Δικαστήριό σας σχετικά με αρκετούς προβληματισμούς που θα το απασχολήσουν και συγκεκριμένα και ειδικότερα και κυρίως σε αυτόν που αναφέρθηκα την Παρασκευή ως προς το υποκειμενικό στοιχείο της διάταξης του άρθρου 187, αυτό του δόλου που θα πρέπει να έχει ο δράστης, της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

Πραγματικά, τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάλογος μεταξύ του κ. Σταθόπουλου, Υπουργού Δικαιοσύνης τότε κατά την ψήφιση του νόμου και της κας Μπενάκη, η οποία έθεσε τα προβλήματα που έχει αυτή η διάταξη και για να είμαι συνεπής στη διατύπωση περίπου στην αρχή της αγόρευσής μου, ότι ο νομοθέτης δεν βοηθά τη δικαστική εξουσία, θα μου επιτρέψετε να τις αναγνώσω αυτές τις αποσπασματικές αναφορές των πρακτικών και να θυμίσω για ποιο λόγο δε σας βοήθησε ο νομοθέτης αφού απαιτεί να διαπιστωθεί η πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του 187 ως προς την συγκρότηση, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, σε ομάδα δηλαδή με δομημένη και διαρκή δράση.

Αυτά όπως προανέφερα είναι κανονιστικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης τα οποία πρέπει να επικαλύπτονται από το δόλο του δράστη και επιδιώκει τη διάπραξη των περιοριστικά αναφερομένων κακουργημάτων. Αυτό λοιπόν το «και› κ. Πρόεδρε προκάλεσε τεράστια συζήτηση στη Βουλή, αν θα έπρεπε να είναι «και› ή αν θα έπρεπε να είναι «που›.

Η άποψη της κας Μπενάκη ήταν ότι θα έπρεπε η διάταξη αυτή να λέει «που επιδιώκει› και ο κ. Υπουργός επέμενε στο «και επιδιώκει›. Θα αναφερθώ όμως αναλυτικά σε αυτό. Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου αυτού στις 5/6/2010, στην επί της αρχής συζήτηση του νομοσχεδίου, ο κ. Δαμιανάκης που ήταν και ο εισηγητής της πλειοψηφίας τότε, ανέφερε ότι «τον Δεκέμβριο του 2000 125 κράτη απ’ όλες τις ηπείρους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ υπέγραψαν στο Παλέρμο τη γνωστή διεθνή σύμβαση κατά του οργανωμένου εγκλήματος› και έδωσε το στίγμα του πνεύματος και του σκοπού του νόμου, ότι πράγματι η διεθνής Κοινότητα ενδιαφέρεται για τη θέσπιση ειδικοτέρων διατάξεων για την τρομοκρατία να ακολουθηθεί το ίδιο πνεύμα ακριβώς και από το ελληνικό κράτος.

Είχε προηγηθεί και το γνωρίζει και ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας που συμμετέχει σε τέτοιες συνεδρίες, όπως κι εσείς κ. Πρόεδρε, το συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και της Εταιρείας Ποινικού Δικαίου στην Κομοτηνή τότε για το οργανωμένο έγκλημα, είχαν προηγηθεί φυσικά διαλέξεις στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και το συμπέρασμα όσον αφορά αυτά τα δύο, Εταιρεία Ποινικού Δικαίου και Δικηγορικό Σύλλογο, ήταν μια οδηγία προς τον νομοθέτη: προσοχή κατά τη διατύπωση αυτής της διάταξης.

Ειδικά στο συνέδριο της Κομοτηνής, η τάση –εάν μου επιτρέπεται να διατυπώσω σεβόμενος την εταιρεία Ποινικού Δικαίου- ήταν ότι έχουμε επαρκές νομοθετικό καθεστώς, δε χρειάζεται η θέσπιση ειδικών διατάξεων. Αυτό ήταν το πνεύμα, αυτό ήταν ένα από τα πορίσματα του συνεδρίου. Υπήρχε βέβαια επιχειρηματολογία πλούσια για την αναγκαιότητα πολλών διατάξεων του Ν. 2928 όπως αυτός ψηφίστηκε μετά, αλλά η επιφυλακτικότητα ήταν σαφέστατη ως προς την αναγκαιότητα της θέσπισης της ειδικότερης διάταξης περί της εγκληματικής οργάνωσης.

Καταλήγει ο εισηγητής της πλειοψηφίας στη Βουλή: «Κύριε Υπουργέ δε θα πρέπει να παραγνωρίσετε αυτό το οποίο κατά κόρον ακούστηκε, ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα θα κληθούν να το εφαρμόσουν οι υπάρχουσες αρχές δίωξης με τις αδυναμίες που έχουν. Είναι δηλαδή υπαρκτός ο κίνδυνος αυθαίρετης και αυταρχικής εφαρμογής των σχετικών διατάξεων›.

Αυτά ο ίδιος ο εισηγητής της πλειοψηφία τα είπε. Αναφέρθηκε ομοίως ο κ. Μαρκογιαννάκης και στις προηγούμενες απόπειρες του νομοθέτη να θεσπίσει τέτοιου είδους διατάξεις, η πρώτη το 1978 με το Ν. 774 και το 1990 με τον 1916. Λέει λοιπόν ο κ. Μαρκογιαννάκης ότι «λυσσωδώς το κυβερνητικό κόμμα πολέμησε εντός και εκτός Βουλής τα νομοσχέδια αυτά και εν συνεχεία οι νόμοι ψηφίστηκαν. Είναι απίστευτης σφοδρότητας και συκοφαντικής επιχειρηματολογίας, οι φιλιππικοί που απηγγέλθησαν τότε στη Βουλή. Μέχρι και χιτλερικής έμπνευσης χαρακτηρίστηκαν τα νομοσχέδια αυτά από τον εισηγητή της τότε μειοψηφίας›.

Έχει σημασία, γιατί η μεταγενέστερη πλειοψηφία ακολούθησε την ψήφιση αυτών των διατάξεων. «Πρώτον, το νομοσχέδιο δεν το φέρατε κ. Υπουργέ της Δικαιοσύνης στη βουλή οικεία βουλήσει, προσπάθησε προηγουμένως ο εισηγητής της πλειοψηφίας να υποστηρίξει και να θεμελιώσει το αντίθετο. Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι πιεστήκατε ασφυκτικά από παράγοντες του εξωτερικού›.

Γιατί το λέω αυτό; Γιατί δεν πρέπει να νιώθει κανένας άσχημα σ’ αυτή την αίθουσα όταν αναφέρονται τέτοια επιχειρήματα. Αυτά διατυπώθηκαν στη Βουλή πρώτα. «Γνωστές άλλωστε είναι› συνεχίζει ο κ. Μαρκογιαννάκης «και οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί αλλά και οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις του Υπουργού Δημόσιας Τάξης με αρμόδιους παράγοντες των χωρών αυτών στα πλαίσια συνεργασίας για την πάταξη της τρομοκρατίας›.

Δε θα μείνω περισσότερο σ’ αυτό το θέμα, απλή αναφορά έκανα. Και η ιστορική βούληση του νομοθέτη έχει κάποιο ρόλο για κάποια συμπεράσματα. Ο κ. Κουβέλης όταν πήρε το λόγο και αναφέρθηκε επίσης και στη σύμβαση του Παλέρμο, λέγει: «Διακεκριμένοι καθηγητές του Ποινικού Δικαίου απεχώρησαν από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων κατέγραψε με έντονο τρόπο την αντίθεσή της γι αυτό το νομοσχέδιο, καθώς και οι δικηγορικοί σύλλογοι και αρμόδιοι άλλοι επιστημονικοί φορείς. Επικαλείσθε› αναφέρεται ο κ. Κουβέλης στον τότε Υπουργό της Δικαιοσύνης «κάποιες μεμονωμένες απόψεις προκειμένου να δικαιολογήσετε αυτή την απαράδεκτη νομοθετική τροποποίηση.

Ο καθηγητής Μανωλεδάκης όταν αποχώρησε από την Επιτροπή προειδοποίησε με λόγο δημόσιο και είπε ότι όλοι οι πολίτες μπορούν κάτω από κάποιες συγκυρίες να γίνουν δυνάμει ύποπτοι και να υποστούν τις συνέπειες των ανελεύθερων ρυθμίσεων του σχεδίου αυτού αν γίνει νόμος του κράτους. Με το νομοσχέδιο καθιερώνεται ο λεγόμενος θεσμός των μέτρων επιεικείας για εκείνους οι οποίοι καταδίδουν πράξεις αναγόμενες στην εγκληματική συμπεριφορά της συμμορίας.

«Έχουμε ουσιαστικά› λέει ο έγκριτος νομικός, ο κ. Κουβέλης «μια διεύρυνση της αρχής της διαπραγμάτευσης. Με άλλα καθιερώνεται έτσι η δυνατότητα να δημιουργούνται ύποπτοι, να προκαλείται ο χαφιεδισμός, να αλληλοεξοντώνονται και οι πολίτες, να υποχωρούν σε κάποιες πιέσεις για να δικαιολογήσουν τις δικές τους παραβατικές συμπεριφορές, καταδίδοντας και ονομάζοντας ως υπόπτους κάποιους άλλους. Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά κύριοι συνάδελφοι, λέγει ο κ. Κουβέλης, που θα λειτουργήσουν με την επικινδυνότητα τους›.

Ένα επιχείρημα, το οποίο μόνο αυτό βρήκα να έχει κάποια συνάρτηση με το 211α που σας έλεγα πριν κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου αυτού, ήταν αυτό που αναφέρθη για την εξέταση του DNA, όταν δεν προβλέπεται με έναν εξειδικευμένο τρόπο τι θα γίνει για την καταστροφή του DNA, μέσα από ποιες διαδικασίες, με ποιες εγγυήσεις και κυρίως με ποιες εγγυήσεις ότι το καταστρεφόμενο DNA είναι του συγκεκριμένου πολίτη ή κάποιου άλλου.

Πολύ περισσότερο καθίσταται εξαιρετικά αρνητική η διάταξη, αφού παρέχεται η δυνατότητα να διατηρείται, να μην καταστρέφεται το γενετικό υλικό αν και εφόσον κρίνεται ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ελέγχεται ή κατηγορείται για άλλες πράξεις. Επομένως η δημιουργία της τράπεζας γενετικού υλικού είναι σαφής, λέει εδώ ο κ. Κουβέλης.

Και σε ποια συνάρτηση έρχεται αυτό το σκεπτικό με το σκεπτικό προηγουμένως που ανεφέρθη για τον Ν.2408 που θέσπισε το 211α. Αν λαμβάνονται μόνο τέτοιες καταθέσεις - απολογίες συγκατηγορουμένων για την καταδίκη ενός κατηγορουμένου κι αυτό είναι μια τράπεζα υλικού πρόσφορου για μία άδικη καταδίκη.

Περνάω στο θέμα του υποκειμενικού στοιχείου γρήγορα – γρήγορα. Κατά την απάντηση του κ. Υπουργού στα παραπάνω, «μένουν απέξω›, λέει, «από την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης δραστηριότητες πολιτών απεργίες Συνδικάτων, αν επιδιώκουν και πετυχαίνουν φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Αυτό είναι αυτονόητο›.

Δεν είναι και τόσο αυτονόητο, διότι τρία άτομα θέλει ο νόμος, η απεργία ενός Συνδικάτου έχει πολύ περισσότερα. Ενδεχομένως σε αυτές τις συγκεντρώσεις ή στα συλλαλητήρια ή στις συλλογικές εκδηλώσεις των πολιτών, να δίνεται η εικόνα προς τα έξω που αποτελεί και το προαπαιτούμενο και το κριτήριο της διαπίστωσης του επιδιώκειν του άρθρου 187, ότι αυτή η ομάδα τελικά επιδιώκει τη διάπραξη κακουργημάτων. Κινδυνεύει σε κάθε περίπτωση η εξωτερίκευση της βούλησης του πολίτη για τέτοιες εκδηλώσεις.

Τον λόγο πήρε ο κ. Λαμπρόπουλος, ο κ. Ιωαννίδης, δεν θα αναφερθώ σε δηλώσεις διάφορες και πολύ ενδιαφέρουσες. Ο κ. Βαλυράκης είχε πάρα πολύ ενδιαφέρουσες δηλώσεις, του κ. Καστανίδη. Αναφέρθηκε επίσης στη διατήρηση της ανωνυμίας του μάρτυρα, όπου το κυριότερο επιχείρημα που προβλήθηκε στη Βουλή τότε ήταν ότι θα μπορούσε να μην εμφανιστεί καν ο μάρτυρας στο ακροατήριο.

Θα αναφερθώ επίσης στις δηλώσεις που έκανε η κα Μπακογιάννη τότε στη Βουλή για το θέμα των ενόρκων. «Κανένας ένορκος δεν υπάρχει περίπτωση να καταδικάσει εγκληματία οργανωμένου εγκλήματος και το γνωρίζετε πάρα πολύ καλά› είπε στη Βουλή. «Και επειδή εγώ έχω μια μικρή εμπειρία στο θέμα, σας διαβεβαιώ› συνεχίζει η κα Μπακογιάννη, «ότι δεν υπάρχει περίπτωση ένας ένορκος να λάβει τηλεφώνημα και να του λεχθεί ότι το τηλεφώνημα αυτό γίνεται από τη 17Ν και μετά να προχωρήσει σε καταδίκη του οποιουδήποτε υπόπτου και γνωρίζετε πολύ καλά ότι αυτά συμβαίνουν.

Τον λόγο έλαβε μετά η κα Μπενάκη για να αναφερθώ στο θέμα που σας εξέθεσα προηγουμένως και είπε το εξής: «εκεί που λέτε ότι τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών όποιος μετέχει, εντάσσεται σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα και επιδιώκει την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που απαριθμούνται, θα βάλετε πού;› Απαντάει ο κ. Σταθόπουλος «το είπατε και το σημείωσα›.

Η κα Μπενάκη «το είπα και θέλω να σας το ξαναπώ και να σας το εξηγήσω ξανά, επειδή ξέρω ότι είστε πολύ επίμονος στις απόψεις σας. Όταν λέτε «και επιδιώκει›, πρέπει να διαπιστωθούν δύο πράγματα. Η ύπαρξη της Οργάνωσης που επιδιώκει αυτά και η επιδίωξη από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δηλαδή τι είδος δόλου. ¶μεσος δόλος 1ου βαθμού, γνώση και επιδίωξη των εγκλημάτων αυτών. Αυτός δηλαδή που μετέχει εν γνώσει χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για τους συγκεκριμένους επιλεγμένους στόχους, λέει «εγώ δεν θέλω ανθρωποκτονίες π.χ., αλλά αν γίνουν τέλος πάντων, ας γίνουν›, δηλαδή ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο ως προς τα εγκλήματα αυτά, θα βγει απέξω;›

Αυτό είναι το σκεπτικό της κας Μπενάκη όσον αφορά τη σημασία του και στο επιδιώκειν. Αυτό δεν το θέλουμε, λέει η κα Μπενάκη, διότι περιορίζει πάρα πολύ την εφαρμογή της διάταξης. Δεύτερον, διότι σας αναγκάζει να κάνετε αυτό για το οποίο σας κατηγόρησε ο κ. Κουβέλης, να αναζητήσετε το προσωπικό φρόνημα, να βρείτε τι επιδίωκε αυτός ο συγκεκριμένος. Ενώ με το πού, που σας λέω, γίνεται κάτι πολύ απλό. Ο δόλος που πρέπει να διαπιστωθεί στον δράστη, που συμμετέχει, είναι διπλός. Είναι αυτή η διπλή αναγωγή για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως στη γνώση της επιδίωξης της ομάδας. Ο δόλος, επαναλαμβάνω που λέει η κα Μπενάκη, που πρέπει να διαπιστωθεί στον δράση είναι διπλός. Πρώτα να ξέρει ο δράστης ότι εντάσσεται σε μία Οργάνωση και δεύτερον ότι η Οργάνωση επιδιώκει την τέλεση αυτών των εγκλημάτων. Αν αυτός τα επιδοκιμάζει ή τα αποδοκιμάζει, εμάς δεν μας ενδιαφέρει. Το αξιόποινο είναι η ένταξη του στην εγκληματική οργάνωση, με γνώση ότι η εγκληματική οργάνωση σκοπεύει όλα αυτά›.

Και απαντά ο κ. Σταθόπουλος, ο κ. Υπουργός τότε, «τον δόλο μπορεί να τον έχει μόνο φυσικό πρόσωπο. Όχι η Οργάνωση. Έτσι δεν είναι; Κα Μπενάκη: «Ναι›. Κος Υπουργός: «¶ρα εσείς λέτε να έχουν άλλα μέλη της Οργάνωσης τον άμεσο δόλο 1ου βαθμού και όχι ο ενεχόμενος για τον οποίον μιλάμε. Κα Μπενάκη: «Δεν μιλάω για δόλο›. Κύριος Υπουργός: «Τα πρόσωπα πρέπει να έχουν τον δόλο. Εν πάση περιπτώσει δεν έχει η Οργάνωση τον άμεσο δόλο 1ου βαθμού, αλλά τον έχουν τα μέλη›. Κα Μπενάκη: «Όσοι είναι στην Οργάνωση; Κύριος Σταθόπουλος. «Φυσικά ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει τον άμεσο δόλο›.