Πολιτική
Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (27/10/2003) Μέρος 2/5

Εδώ λοιπόν το «και› παρέμεινε και ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει άμεσο δόλο 1ου βαθμού. Αν είχε περάσει η πρόταση της κας Μπενάκη, ο εφαρμοσθείς του δικαίου θα ήταν σε πολύ ευχερέστερη θέση να διαπιστώσει το υποκειμενικό στοιχείο του άρθρου 187.

Και συνεχίζει η κα Μπενάκη: «Κύριε Υπουργέ, ως προς την Οργάνωση, αρκούμεθα στο αντικειμενικό γεγονός ότι είναι δομημένη και ότι έχει διαρκή δράση. Ως προς τον δράστη υποκειμενικά απαιτούμε να γνωρίζει ότι εντάσσεται σε μια τέτοια Οργάνωση και ότι η Οργάνωση έχει ως στόχο την τέλεση αυτών των εγκλημάτων. Η Οργάνωση δηλαδή πρέπει να έχει τον στόχο. Το δεύτερο είναι ότι τελικά δεν ξέρουμε ποιο είναι το βασικό πλαίσιο ποινής αυτής της διάταξης, λέει η κα Μπενάκη. Εμείς πιστέψαμε ότι κάνατε κακούργημα αυτή την πράξη με την πρώτη παράγραφο, που αναφέρει με κάθειρξη.

Όταν όμως λέτε ότι εάν δεν τελεστεί κάποιο από τα εγκλήματα υπάρχει ελαφρυντική περίσταση -και με ενδιαφέρει προσωπικά και για τους εντολείς που εκπροσωπώ, επιβάλλεται μειωμένη ποινή, εμείς δεν συμφωνούμε. Θέλουμε να τιμωρείται η εγκληματική Οργάνωση που έχει αυτούς τους στόχους με κάθειρξη, ανεξάρτητα από το εάν η Οργάνωση πραγματοποίησε τους στόχους. Αυτό είναι το πλαίσιο της ποινής. Αν τώρα τελεστεί και η ανθρωποκτονία, η αρπαγή κ.ο.κ., τότε εφαρμόζεται η κάθειρξη του άρθρου 187 και η κάθειρξη της ανθρωποκτονίας κλπ. και εφαρμόζονται οι κανόνες της συρροής. Αυτά τα δύο τουλάχιστον για μένα είναι εκ των ουκ άνευ για να ψηφίσω τη διάταξη›.

Δεν ξέρω κατά πόσο συνεισέφερα κ. Πρόεδρε από την ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος του διαλόγου του τότε Υπουργού της Δικαιοσύνης και της κας Μπενάκη, αλλά φρονώ ότι η αξιολόγηση αυτού του διαλόγου αποδίδει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα ως προς τις δυσχέρειες και τους προβληματισμούς της διαπίστωσης του μέτρου της υπαιτιότητας, του μέτρου του δόλου που θα πρέπει να έχει ο δράστης του άρθρου 187, ποια θα είναι η σχέση του υποκειμενικού στοιχείου με την επιδίωξη της ομάδας, ανεξάρτητα από το αν φυσικά πρόσωπα επιδιώκουν, ο νόμος λέει ‘και επιδιώκει’ και φυσικά τον τρόπο διαπίστωσης της, δηλαδή ποια είναι εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα βοηθήσουν τον εφαρμοστή του δικαίου να καταλήξει στην κρίση ότι πληρούται το υποκειμενικό στοιχείο.

Θεωρώ ότι θα εμμείνω στην αρχική μου θέση ότι το υποκειμενικό στοιχείο εν προκειμένω είναι διττό, όπως είπε και η κα Μπενάκη. Δηλαδή θα πρέπει το Δικαστήριο σας να διαπιστώσει πρώτον ότι ο κατηγορούμενος για συγκρότηση και συμμετοχή σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα έχει άμεσο δόλο 1ου βαθμού ως προς την επιδίωξη των κακουργημάτων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό.

Γιατί λέει ‘επιδιώκει‘ και η χρησιμοποίηση του ρήματος ’επιδιώκω’ στο ουσιαστικό μέρος και στο ειδικό μέρος του Ποινικού Κώδικα ανάγεται σε άμεσο δόλο 1ου βαθμού. Δηλαδή όχι μόνο προέβλεψα ως αναγκαία συνέπεια της πράξης μου και την αποδέχτηκα, αλλά η πράξη μου η συγκεκριμένη ήταν και η κύρια επιδίωξη μου.

Αν υπεισέλθω σε αυτό το ζήτημα, φοβάμαι ότι θα καταναλώσω περισσότερο από τον χρόνο τον οποίον προέβλεψα για το συγκεκριμένο άρθρο, διότι αν απαιτείται επιδίωξη στην πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του 187, τότε θα πρέπει κάθε πράξη να μην είχε κανένα άλλο κίνητρο, κανένα άλλο ελατήριο, παρά μόνο την ίδια την τελεσθείσα πράξη.

Καθότι η επιδίωξη συνήθως, όπως έχει διατυπωθεί και στη θεωρία και στην ομολογία -νομίζω θα συμφωνήσει ο κ. Μαρκής, ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας- η σχέση άμεσου δόλου 1ου βαθμού και 2ου βαθμού είναι η σχέση κινήτρων και βούλησης για την κύρια πράξη. Δηλαδή ο άμεσος δόλος 1ου βαθμού ανάγεται στο βασικό μου κίνητρο και ο άμεσος δόλος 2ου βαθμού έχω άλλο κίνητρο, αλλά προβλέπω ως αναγκαία συνέπεια το αποτέλεσμα της πράξης μου και την αποδέχομαι.

Ένα παράδειγμα. Μπορεί ενδεχομένως να υπήρχε ερωτικό πάθος, το οποίο αφορά τα κίνητρα, την επιδίωξη του δράστη σε μία από ερωτικό πάθος τελεσθείσα ανθρωποκτονία, αλλά ο δόλος που είχε ήταν άμεσος δόλος 2ου βαθμού, δηλαδή προέβλεψε ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του, του πυροβολισμού, τον θάνατο της παθούσης ή του παθόντος και το αποδέχτηκε.

Και εν προκειμένω, για να επιστρέψω στο άρθρο 187, αν η επιδίωξη είναι το απαιτούμενο για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης στο άρθρο 187, τότε θεωρώ ότι θα πρέπει να κάνετε δεκτό σε περίπτωση που καταφανθεί από σας το ερώτημα της υποκειμενικής υποστάσεως, ότι ουδέν έτερο κίνητρο υπήρχε παρά μόνο η ίδια η πράξη. Το κίνητρο του συγκεκριμένου κατηγορουμένου ήταν η πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αυτή ήταν η αποκλειστική και μοναδική επιδίωξη του.

Σε περίπτωση δε που κάνετε δεκτό ότι υπήρχε άμεσος δόλος 2ου βαθμού, δεν μπορείτε να είστε εντός των πλαισίων και των προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 187. Δηλαδή αν πείτε ότι πράγματι είχε άλλα κίνητρα ο δράστης, αλλά χάριν των κινήτρων του προέβλεψε ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του το εγκληματικό αποτέλεσμα και παρά ταύτα το αποδέχτηκε, τότε δεν πληρούται το απαιτούμενο που θέτει η υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 187.

Μετά θα πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη ομάδα έχει διαρκή και δομημένη δράση, αλλά να γνωρίζει ότι η ομάδα επιδιώκει. Είναι αυτή η διαφορά του ‘και’ και του ‘πού‘ που αναφέρθηκε η κα Μπενάκη στον τότε Υπουργό της Δικαιοσύνης. Δηλαδή η σαφής ανάγνωση του άρθρου, ότι όποιος συγκρατεί ή εντάσσεται ως μέλος σε κλπ. ομάδα και επιδιώκει τη διάπραξη.

Για να ρωτήσουμε κάτι εδώ. Εάν ο κατηγορούμενος συμμετέχει και επιδιώκει και η λοιπή ομάδα δεν επιδιώκει, αναφέρει κάτι σχετικό ή προβλέπει κάτι σχετικό η συγκεκριμένη διάταξη; Είναι πάλι αυτό το ‘και‘, η διαφορά μεταξύ ‘και‘ και ’πού‘, που αναφέρθηκε η κα Μπενάκη. Διότι αν το ’και’ που αναφέρει η διάταξη στοχεύει στον κατηγορούμενο, στον δράστη δηλαδή του συγκεκριμένου εγκλήματος, τότε η ομάδα δεν έχει σκοπό. Αν αναφέρεται όμως στην ομάδα, τότε θα πρέπει να έχει ο δράστης αυτόν τον διπλό δόλο.

Θεωρώ ότι κουράζω με αυτές τις σκέψεις όπως βλέπω. Θεωρώ όμως επίσης κ. Πρόεδρε, θα μου επιτρέψετε να σας πω, ότι είναι αναγκαίες. Είναι αναγκαίοι οι προβληματισμοί και επειδή ο σχετικός προβληματισμός που προέκυψε από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής και την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ κας Μπενάκη και κ. Σταθόπουλου είναι ακατέργαστος και αν μου επιτρέπετε την έκφραση ανώριμος ακόμη επιστημονικά.

Δεν έχει δηλαδή ωριμάσει η έννοια του υποκειμενικού στοιχείου του άρθρου 187 και γι’ αυτό θεωρώ ότι το Δικαστήριο σας βρίσκεται ενώπιον της δυσχερούς θέσεως να αιτιολογήσει τη σχέση και επικάλυψη των πραγματικών περιστατικών από τον δόλο του κατηγορουμένου και να αναφέρει και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους θα αχθεί σε οποιαδήποτε κρίση.

Καταλήγω για να ξεκαθαρίσω το σκεπτικό. Ή, θα πρέπει λοιπόν ο δράστης να γνωρίζει και να αποδέχεται ότι συμμετέχει σε μια ομάδα με διαρκή και δομημένη δράση και να επιδιώκει ο ίδιος με το ‘και‘ που έχει η διάταξη, γιατί αυτό μάλλον πρέπει να εφαρμοστεί. Τα είπε η κα Μπενάκη αλλά δεν την άκουσε κανείς. Και επιδιώκει επομένως. ¶ρα άμεσος δόλος 1ου βαθμού ή θα πρέπει το «και› εδώ, το οποίο είναι υποστηρίξιμη θέση, να αναφέρεται στην ομάδα και όχι στον δράστη.

Δηλαδή όποιος συγκροτεί ομάδα και η ομάδα η οποία είναι δομημένη κι έχει διαρκή δράση κτλ., και επιδιώκει. Αν λοιπόν αναφερθεί η επιδίωξη στην ομάδα, τότε αρκεί και χαμηλότερο μέτρο του δόλου, άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού ή ενδεχόμενος δόλος. Δηλαδή προβλέπει σαν ενδεχόμενο ο δράστης ότι μπορεί και να επιδιώκει η ομάδα τη διάπραξη κακουργημάτων και το αποδέχεται.

Αυτά τα δύο λοιπόν είναι οι εναλλακτικές. Προσπαθώ κ. Πρόεδρε να συνεπικουρήσω στη θεωρητική τεκμηρίωση των περιπτώσεων εκείνων που καλύπτουν την πλήρωση υποκειμενικής υποστάσεως. Εάν μου ζητήσετε να λάβω κάποια θέση, θεωρώ ότι επειδή εξέλαβα ως δεδομένο από την αρχή της αγόρευσής μου ότι το άρθρο αυτό απέτυχε, θα πρέπει πιστά και συνεπώς το «και› αυτό να εφαρμοστεί όπως το ήθελε ο κ. Υπουργός τότε, ο κ. Σταθόπουλος και να αναφέρεται στον δράστη και όχι στην ομάδα.

Θα πρέπει λοιπόν να απαιτηθεί άμεσος δόλος πρώτου βαθμού για τον δράστη ο οποίος κατηγορείται ότι συγκροτεί ομάδα με διαρκή και δομημένη δράση, δηλαδή επιδίωξη και ναι αποκλειστεί από το Δικαστήριο σε όποια κρίση του, όποιο κίνητρο άλλο. Θα πρέπει δηλαδή μοναδικό κίνητρο να είναι η πράξη για την οποία κατηγορείται.

Κλείνω αυτή την αναφορά στα πρακτικά της Βουλής για την ιστορική βούληση του νομοθέτη κυρίως σε μία παρατήρηση του κ. Παυλόπουλου τότε στη Βουλή. Είπε ο κ. Παυλόπουλος: «Πρέπει να πω ότι δεν είναι εκείνοι που ψηφίζουν το νομοσχέδιο λιγότερο ευαίσθητοι, είμαστε υπερευαίσθητοι σε ό,τι αφορά την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε από τη μια πλευρά την ύπαρξη ενός μεγάλου κενού και από την άλλη να πούμε πως δεν είναι ο νόμος η αιτία που μπορεί να δημιουργήσει τα προβλήματα σε βάρος των δικαιωμάτων του ανθρώπου›.

Αυτά περί του Ν. 2928 και της συζήτησης που είχε γίνει στη Βουλή. Ελπίζω να συνεισέφερε στο Δικαστήριό σας. Θα συνεχίσω πλέον επί της ουσίας και όσον αφορά τον κ. Καρατσώλη, τον κατηγορούμενο που εκπροσωπώ, έναν εκ των δύο. Αναφερόμενος στην αγόρευση του κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως, ο οποίος, όπως επανέλαβε και στην αρχή της εισήγησής του, της προτάσεώς του, επαναλαμβάνεται πάλι σε κάτι που μου κάνει πραγματικά πολύ μεγάλη εντύπωση και τον ευχαριστώ ειλικρινώς.

Λέει λοιπόν: «Πραγματικά λυπάμαι γιατί ο Καρατσώλης που δεν έχει βάψει τα χέρια του με αίμα, ούτε ακόμη υπό τη μορφή του απλού συνεργού σε μία ενέργεια›. Η στάση του δεν μου επιτρέπει να σκεφτώ κάποιο ελαφρυντικό, αν και αυτό είναι ένα θέμα το οποίο απασχολεί τον συνάδελφό μου. Αλλά θα έλεγα η συμμετοχή του στην Οργάνωση δεν προκύπτει μονάχα από αυτά που ο ίδιος έχει πει ή οι συγκατηγορούμενοί το

Μιλάμε λοιπόν για το αποτύπωμα. Βρέθηκε και κατασχέθηκε κάποιο αποτύπωμα του Καρατσώλη, το οποίο είναι το πειστήριο με αριθμό 466 και είναι τρία τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων και ένα τμήμα παλαμικού αποτυπώματο› που βρέθηκαν σε τρία φύλλα λεπτής λαμαρίνας εντός της ντουλάπας δωματίου νο 6 σε διαμέρισμα της οδού Πάτμου αρ. 84.

Σχετικά με αυτό το αποτύπωμα λοιπόν, το οποίο στο άρθρο 178 και συνεπώς σκεπτόμενος ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς συνδυάζει πλέον και γι αυτό λέει ότι δεν είναι το μοναδικό στοιχείο το οποίο έχουμε για τον κ. Καρατσώλη, γι αυτό θα πρέπει και η Υπεράσπιση να ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Κατά την κύρια διαδικασία προβλήθηκε ο πραγματικός ισχυρισμός που συνιστά άρνηση της κατηγορίας ουσιαστικά, δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός και γι αυτό το Δικαστήριό σας δεν έχει υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης δικαιολογίας και γι αυτό αναφέρομαι αναλυτικώς σε αυτό, ότι το συγκεκριμένο αποτύπωμα είναι απολύτως δικαιολογημένο να έχει βρεθεί στα φύλλα αυτά της λαμαρίνας, διότι είχε πραγματοποιηθεί αποδεδειγμένα κλοπή λαμαρίνων από το τυπογραφείο στο οποίο εργαζόταν ο κ. Καρατσώλης.

Λέει λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς: «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό που βρίσκεται εκεί, συνδέεται άμεσα με την επαγγελματική ενασχόληση του Καρατσώλη κατά το κρίσιμο διάστημα αυτό›. Αναφερόμενος στον ισχυρισμό της Υπεράσπισης, στην άρνηση της κατηγορίας δηλαδή, ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς είπε ότι αντιμετωπίστηκε με καθαρά δικαστικά κριτήρια, προσπαθώντας σε κάθε μια από αυτές τις υποθέσεις να μας βάλει σε έναν προβληματισμό με βάση κάποιο άλλοθι ή κάποιον ισχυρισμό που φαίνεται να αμφισβητεί κάποια πράγματα.

Ο κατηγορούμενος και η Υπεράσπισή του δεν ισχυρίστηκαν δηλαδή την εκδοχή της συνωμοσίας, ότι δηλαδή η αστυνομία τα έβαλε εκεί. Εδώ θα έπρεπε να υπάρχει ενδεχομένως κάποιο ενιαίο στην υπερασπιστική γραμμή του Καρατσώλη ως προς τον ισχυρισμό περί της αστυνομίας; Δηλαδή θέλω να πω εδώ ότι μάλλον, αν έχω αντιληφθεί σωστά, εδώ ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς σκέφτεται και λέγει, «αφού σε σχέση με την προανακριτική κατάθεση του Καρατσώλη δεν αναφερθήκατε σε δικαστικά κριτήρια και είπατε ότι μας τα έδωσε η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία ύστερα από την κόπωση και τα υπογράψαμε, γιατί δεν είχαμε την ίδια στάση και μεταγενέστερα;›

Μα δεν υπάρχει καμία απολύτως υποχρέωση ή μάλλον συνάρτηση της μίας με την άλλη κατάσταση, καθότι το πρώτο πράγμα που είπε ο Καρατσώλης όταν άκουσε για αποτύπωμα, ήταν «μα, τσίγκους ή λαμαρίνες, μπορεί να βρει κανείς και έξω από τα τυπογραφεία και ενδεχομένως να βρείτε κι άλλα αποτυπώματα δικά μου. Εξάλλου είχαν κλαπεί οι τσίγκοι από το τυπογραφείο. Τί πιο φυσικό να βρέθηκε το αποτύπωμά μου;›

Θα θέσω ένα ερώτημα εδώ το οποίο μάλλον δεν απασχόλησε το Δικαστήριο. Βρέθηκαν αποτυπώματα άλλων συγκατηγορουμένων στις ίδιες λαμαρίνες; Όχι. Δεν βρέθηκαν αποτυπώματα άλλων συγκατηγορουμένων στις ίδιες λαμαρίνες. Τί σημασία έχει αυτό; Τεράστια, διότι εάν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα στην οδό Πάτμου, είχαν τη φυσική εξουσία σε άλλα πρόσωπα ενδεχομένως, θα έπρεπε λογικά να έχει κάποιο αποτύπωμα κάποιου άλλου.

Ερώτημα δεύτερο: Βρέθηκαν ή απασχόλησε το Δικαστήριο καθόλου εάν βρέθηκαν αποτυπώματα άλλων προσώπων άσχετων με τη συγκεκριμένη υπόθεση; Όχι. Εκεί όχι μόνο δε βρέθηκαν δεν αναζητήθηκαν διότι είναι πάρα πολύ πιθανόν, μέχρι βεβαίου, είναι η λεγόμενη πιθανότητα εγγίζουσα τη βεβαιότητα, ότι εάν αναζητούσε κανείς αποτυπώματα άλλων προσώπων, θα έβρισκε μετά βεβαιότητος του κ. Γιαννόπουλου, του κ. Μήτση, της κας Μαστραντώνη ενδεχομένως. Είναι οι μάρτυρες οι οποίοι ήρθαν εδώ και κατέθεσαν αναλυτικά και με λεπτομερή τρόπο ότι «μη στέκεστε σε αυτό το αποτύπωμα, διότι ο άνθρωπος εκεί πάνω ξημεροβραδιαζόταν στη δουλειά του, πάνω στους τσίγκους και είναι πολύ λογικό να βρέθηκαν αποτυπώματά του›.

Εξάλλου αν θυμάμαι καλά η κα Μαρία Σαμοθράκη ερωτηθείσα είπε «μα αν ψάξετε θα βρείτε και τα δικά μου αποτυπώματα›. Για ποιο λόγο τότε δεν αναζητήθηκαν ή εάν αναζητήθηκαν για ποιο λόγο δεν αναφέρθηκαν ποια αποτυπώματα βρέθηκαν και αν βρέθηκαν, γιατί δεν είχε και άλλη εξέλιξη η υπόθεση αυτή και με άλλα πρόσωπα;

Συνεχίζει λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς στο ενδιαφέρον σκεπτικό του: «Προσπάθησαν να εξηγήσουν την παρουσία τους με έναν άλλον τρόπο. Είπαν δηλαδή ‘ξέρεις, εκεί που δούλευε ο Καρατσώλης έγινε μια κλοπή, κάποιοι άγνωστοι ήρθαν και πήραν μεταχειρισμένους τσίγκους από αυτούς που ήταν πεταμένοι έξω, αλλά και κάποια κουτιά με τσίγκους, ολόκληρα κουτιά, ολόκληρη τη συσκευασία. Συμπτωματικά, μετά κατά έναν άγνωστο τελείως τρόπο, τρία από τα κλεμμένα αυτά αντικείμενα βρέθηκαν στη γιάφκα της 17Ν στη λειτουργία της οποίας εμπλέκεται από άλλα στοιχεία ο Καρατσώλης αλλά χωρίς ο Καρατσώλης να ξέρει τίποτα›.

Μα, ένα σκεπτικό, όταν θεωρεί ως δεδομένες τις προηγηθείσες διατυπώσει, όπως αυτό έχει διατυπωθεί τώρα από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα, φαίνεται λογικό σαφώς, αλλά εάν θεωρήσει κανείς όπως προανέφερε ο ομιλών ως δεδομένο ότι τελικά –να θυμηθούμε λίγο την κατάθεση του κ. Κονδύλη- «δεν είναι αυτός ο Στέλιος της Οργάνωσης, δεν έχει καμία σχέση, γι άλλον Κώστα μιλούσα, για τον Αβραμίδη›, αν θεωρήσουμε ως δεδομένα λοιπόν ότι τα προηγούμενα, τα οποία αποτελούν αναγκαία παραρτήματα ή συστατικά του σκεπτικού που οδηγεί στην αξιολόγηση του αποτυπώματος, τότε μπορεί να δει κανείς με διαφορετικό τρόπο το συγκεκριμένο αποτύπωμα.

Εάν έχει πειστεί ή αν έχει έστω αμφιβολίες ως προς τα προηγούμενα, οι οποίες διετυπώθησαν αναλυτικώς, τότε μπορεί να ασχοληθεί κατά τρόπον επαρκή και πειστικό με το επιχείρημα της Υπεράσπισης, με την άρνηση της κατηγορίας ότι ο άνθρωπος αυτός δούλευε εκεί. Τί πιο φυσιολογικό εάν βρεθεί αποτύπωμα δικό μου από τον χαρτοκόπτη που έχω στο γραφείο μου ο οποίος απωλέσθη από εμένα και βρέθηκε στην Πάτμου 84;

Το πρώτο πράγμα που θα πει κανείς είναι ότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί με αυτό το στοιχείο, δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε καν ένδειξη όταν ο άνθρωπος εκεί έχανε μέρος των χεριών του καθημερινά πάνω στους τσίγκους. Προχωρώ στο σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα λέγοντας το εξής: Το ότι δεν μπορούν αυτοί οι τρεις τσίγκοι που βρέθηκαν μέσα στη γιάφκα να προέρχονται από την κλοπή, αποδεικνύεται από το εξής γεγονός: Ότι έχουν τα αποτυπώματα του Καρατσώλη επάνω τους.

Η κλοπή ήταν 50 ολόκληρες συσκευασμένες και προσέθεσαν και πεταμένους μεταχειρισμένους τσίγκους, αλλά οι μεταχειρισμένοι δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να λειτουργήσουν ως τσίγκοι, δηλαδή να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για να γίνει η εκτύπωση. Μα και τί μας αφορά εμάς για ποιον σκοπό προοριζόταν ο συγκεκριμένος τσίγκος στη συγκεκριμένη γιάφκα; Λαμβάνουμε πάλι ενδεχομένως το ζητούμενο ως δεδομένο, διότι το γεγονός ότι δεν προοριζόταν για εκτύπωση διότι ήταν μεταχειρισμένος, λαμβάνει ως δεδομένο το ζητούμενο ότι ο Καρατσώλης βοήθησε σε κάποια εκτύπωση. Μα αυτό πάμε να αποδείξουμε, αυτό προσπαθούμε να αποδείξουμε ή να μην αποδείξουμε.

«Οι τσίγκοι αυτοί που βρέθηκαν στη γιάφκα›, λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, «δεν είναι μεταχειρισμένοι. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι από τον έναν έχει κοπεί ένα κομμάτι για να το χρησιμοποιήσουν, το οποίο δεν βρέθηκε, πετάχτηκε ενδεχομένως όταν χρησιμοποιήθηκε, γιατί δεν είχε να προσφέρει τίποτα παρακάτω. Αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του Καρατσώλη δεν μπορεί να ευσταθήσει, δηλαδή η κλοπή αυτή, υπαρκτή ή όχι, πραγματική ή όχι›.

Για να σταθούμε λίγο σ’ αυτό, τί σημαίνει πραγματική ή όχι, υπαρκτή ή όχι. Ελληνική δημοκρατία, Ελληνική αστυνομία, Δ/νση Μεταμόρφωσης, Βάρναλη 57, η από 3/6/2003 αίτησή σας την οποία έτυχε και επιμελήθηκε ο ομιλών: «Σε απάντηση της ανωτέρω αιτήσεώς σας, σας γνωρίζουμε ότι όπως προκύπτει από το αρχείο της Υπηρεσίας μας, σε εξερεύνηση του τυπογραφείου σας από τη Δ/νση Εγκληματολογικών Ερευνών την 9/6/98, στην οδό Χλόης 87 στη Μεταμόρφωση, όπου κατά δήλωσή σας είχε λάβει χώρα κλοπ,ή αποτυπώματα ή άλλα ίχνη κατάλληλα για παραβολή δεν βρέθηκαν. Περί της εξερεύνησης του χώρου, έχει καταχωρηθεί σχετική εγγραφή στο Τμήμα Εξερευνήσεων της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών›.

Μήπως επινόησε η Υπεράσπιση αυτή την κλοπή; Μήπως την κατασκεύασε κιόλας; Διότι θέλω να μείνω στο προηγούμενο σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως και αυτό να σχολιάσω ενδεχομένως ή να απαντήσω. Αλλά όχι και να σκεφτεί κανείς ότι η κλοπή αυτή είναι υπαρκτή ή όχι ή πραγματική ή όχι.

Προχωρώ στο συγκεκριμένο σκεπτικό, ότι πέραν της κας Μαρίας Μαστραντώνη, η οποία ήρθε στο Δικαστήριό σας και περιέγραψε κατά τρόπον αναλυτικότατο την κλοπή που επισυνέβη 9/6/98 ξημερώματα του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα επιβεβαίωσε το γεγονός ότι αυτή η κλοπή κατηγγέλθη από τον σύζυγό της στο Α.Τ. Μεταμορφώσεως.

Δε θα παραμείνω περισσότερο σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, απλώς αρνούμαστε την αποδεικτική αξιοποίηση κατά το 178 του συγκεκριμένου αποτυπώματα, διότι αυτό το αποτύπωμα είναι δικαιολογημένο. Από τις 7 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ, ο Καρατσώλης ήταν στο τυπογραφείο και προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του. ¶φηνε δηλαδή αποτυπώματα για να ζήσει τα παιδιά του. Δεν άφηνε αποτυπώματα για να κατηγορηθεί σήμερα από την ελληνική δημοκρατία ότι είναι μέλος της 17Ν. ¶φηνε αποτυπώματα για να δώσει τροφή στα παιδιά του. Και τα άφηνε πάνω σε τσίγκους. Αυτή τη δουλειά διάλεξε, αυτή τη δουλειά έμαθε και την έκανε επιτυχώς.

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές θα ήθελα επιγραμματικώς να αναφερθώ λίγο σε κάποια διατύπωση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, ο οποίος είπε ότι κανένας ηγέτης απελευθερωτικού κινήματος δεν θα κολακευόταν με τον παραλληλισμό του με τους κατηγορουμένους. Ειδικώς δε, ο μηδέποτε ποριστείς τα προς το ζην δια ληστειών, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αργία το όνειδος, εργασία ουδέν όνειδος. Σωστόν. Αντιθέτως, κρεοπώλης κ. Δικαστές και όχι τροτσκιστής και σουλατσαδόρος, παίχτης του Χρηματιστηρίου και ληστής τραπεζών αποκλειστικής απασχόλησης.

Οι άνθρωποι όμως ήσαν διαφορετικοί. Έλεγαν, είμαστε ληστές και δεν φορούσαν μάσκες, ούτε κουκούλες. Εδώ θα υπενθυμίσω αυτά που ο ίδιος ο κ. Εισαγγελεύς ανέφερε και συγκεκριμένα επί λέξει, δεν σκέφθηκε να υποβάλει καμία μήνυση κατά των συντρόφων του και να επιδιώξει να παραπλανήσει την δικαιοσύνη, για να δημιουργήσει κατά το φαινόμενο, δικονομικές πράξεις.

Ούτε και αυτό δεν τόλμησε ουδείς, να κάνει μήνυση. Μήπως λοιπόν σκέπτομαι, χωρίς να γίνομαι σοφιστής, θα έπρεπε οι κύριοι κατηγορούμενοι, τους οποίους εκπροσωπώ τουλάχιστον και δεν εξειδικεύσατε, για τους προσβλητικότατους ισχυρισμούς αυτούς, μήπως θα έπρεπε να υποβάλουν και μήνυση εναντίον σας, για να αποδείξουν ότι όσοι αρνούνται αυτές τις κρίσεις, κάνουν μήνυση;

Συνεχίζει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς: Ο πέλεκυς της δικαιοσύνης πρέπει να είναι βαρύς. Εδώ δεν χωράει επιείκεια λέτε κ. Τακτικέ Εισαγγελεύ. Μόνο έτσι μπορεί η κοινωνία των πολιτών, να προστατευθεί από τα εγκληματικά τους ένστικτα και τα εγκληματικά τους σχέδια.

Εδώ λοιπόν τώρα έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό του κ. Τακτικού Εισαγγελέως για την θεωρία του περί της ποινής. Τι σκοπό εξυπηρετεί η όποια ποινή. Εδώ ακούμε μια επιχειρηματολογία θετικής γενικής προλήψεως. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω, γιατί από την διατύπωσή σας, μόνο γενικής και μόνο θετικής γενικής προκύπτει, εκτός αν θέλετε να πείτε κάτι άλλο.

Έχει ήδη ξεχαστεί η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι η γενική πρόληψη εν προκειμένω, ο παραδειγματισμός και η προστασία της κοινωνίας από εγκληματικά ένστικτα και εγκληματικά σχέδια.

Πρέπει να πω κ. Τακτικέ Εισαγγελεύ, κύριε Αναπληρωτέ Εισαγγελεύ, κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, ότι η θεωρία αυτή του κ. Τακτικού Εισαγγελέως είναι πάρα πολύ ευρέως διαδεδομένη, πράγματι γενικοπροληπτική, ή θετική γενικής προλήψεως και στη Γερμανία πάρα πολύ ανεπτυγμένη και σχολιασμένη.

Διότι γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της έννοιας του ατόμου και της έννοιας του προσώπου. ¶λλο in dividoum και άλλο person στην Γερμανία αυτή τη στιγμή στη θεωρία. Και μάλιστα το ποινικό δίκαιο σύμφωνα μ’ αυτή την θεωρία, δεν το ενδιαφέρει η προσωπικότητα του δράστη, δεν τον ενδιαφέρει ο ψυχικός του κόσμος, δεν τον ενδιαφέρουν οι ευαισθησίες του, δεν τον ενδιαφέρουν οι ανησυχίες του, οι ιδέες του, τα κίνητρά του, καθόλου, παρά μόνο η ιδιότητά του, ως προσώπου. Το άτομο το ξεχνάμε, σύμφωνα με την θεωρία αυτή της θετικής γενικής προλήψεως.

Είναι ένα κοινωνικό μόρφωμα το πρόσωπο το οποίο επιτελεί ένα συγκεκριμένο οργανωτικό ρόλο. Θα μνημονεύσω εδώ την διατριβή του συναδέλφου που μνημόνευσε και ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς του κ. Κωνσταντίνου Βαθειώτη, εξαίρετου συναδέλφου και νομικού, ο οποίος δεν την υιοθετεί απ’ ότι έχω καταλάβει αλλά τουλάχιστον την παρουσιάζει και παραπέμπω σ’ αυτή την θεωρία.

Το πρόσωπο λοιπόν εν προκειμένω είναι το μόνο που μας ενδιαφέρει. Είναι ένα κοινωνικό μόρφωμα, και το επίκεντρο του ποινικού δικαίου σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω γιατί όχι μόνο η θεωρία ή η νομολογία, αλλά η Διεθνής Κοινότητα, η ίδια η διεθνής έννομη τάξη έχει αποδείξει στο παρελθόν, ότι έχει σφάλει. Θα παρακαλούσα να μου επιτρέψετε να εξηγήσω τι εννοώ. Η διεθνής έννομη τάξη έχει αποδείξει πολύ πρόσφατα ότι έσφαλε, και ομολογημένως έσφαλε και δεν ομιλώ πολιτικά, μιλώ νομικά, με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το ’93 αποφασίστηκε η σύσταση του at hoc δικαστηρίου, για την εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Το μόνο που θα πω και θα στενοχωρήσει τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα, είναι ότι έχει άμεση συνάρτηση αυτός ο λόγος με την παρούσα δίκη, διότι η θεωρία περί της ποινής και περί του σκοπού της ποινής, πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένη στην συνείδηση, τόσο του εισαγγελικού λειτουργού, όσο και του εφαρμοστή του δικαίου, ώστε να περιλαμβάνει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ως άτομο και όχι ως πρόσωπο, όχι ως κοινωνικό μόρφωμα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Ναι αλλά ο Χωραφάς κ. Τακτικέ Εισαγγελεύ δεν έγραψε, «μόνο έτσι μπορεί η κοινωνία των πολιτών να προστατευθεί›. Ούτε ο Χωραφάς έγραψε ότι «δεν χωράει επιείκεια›.

Θεωρώ ότι η επιείκεια επιβάλλεται, ίσως και με μια ακραία διατύπωση, επιβάλλεται από το ίδιο το τεκμήριο της αθωότητας. Διότι αλίμονο και εάν δεν χωράει επιείκεια μέχρι την καταδίκη.

Κλείνω αυτή την αναφορά στην εισήγηση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, απ’ ότι καταδεικνύει έχει μάλλον και ικανότητες πρόβλεψης των αιτημάτων της υπεράσπισης, αφού προεξοφλεί την υποβολή αιτήματος, ότι τα κίνητρα συνιστούν την διαλαμβανόμενη στο άρθρο 84 ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων.

Είπατε ότι δεν συνιστούν, αλλά προβλέψατε ότι εμείς θα ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Και ο τονίζω σαν πλεονέκτημα του κ. Τακτικού Εισαγγελέως.

Στο σημείο αυτό θα αναφέρω μόνο, - διότι δεν είναι η παρούσα συζήτηση – για τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αν και κ. Πρόεδρε έχει κριθεί παγίως από την νομολογία του Αρείου Πάγου ότι πρέπει για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί ελαφρυντικών περιστάσεων, να αναφερθούν εξαντλητικά εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που τον τεκμηριώνουν.

Αλλά δεν είναι της παρούσης και εύχομαι να μην κάνουμε τέτοια συζήτηση. Στο σημείο αυτό επίσης θα ήθελα να αναφερθώ σε μια άλλη θεωρία για την αντικειμενική αξιολόγηση μιας φερομένης ως δοθείσης προανακριτικής καταθέσεως. Είναι μια θεωρία η οποία ειλικρινά απασχόλησε τον ομιλούντα και δεν την αντλώ από βιβλιογραφία, και ούτε θα βρείτε σχετική διατύπωση πουθενά σε κανένα σύγγραμμα ούτε σε απόφαση του Αρείου Πάγου, ούτε σε δικαστήρια της ουσίας.

Γι’ αυτό θα παρακαλούσα να την σημειώσει το Δικαστήριό σας, όπως ακριβώς την διατυπώνω, γιατί διατυπώνεται για πρώτη φορά. Η αντικειμενική αξιολόγηση μιας φερομένης ως δοθείσης καταθέσεως του κατηγορουμένου, σε συνάρτηση με τους σκοπούς του νόμου 2928/2001. Ο νόμος 2928/2001 θεσπίστηκε για να δώσει κίνητρα, κάποιες διατάξεις αυτού, για να δώσει κίνητρα σε έναν κατηγορούμενο να συμβάλει, να συνδράμει στην εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργάνωσης.

Θεωρώ ότι το Δικαστήριό σας, παρότι έγινε αξιολόγηση από την υπεράσπιση και πιστεύω και παρακαλώ γι’ αυτό ότι θα ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί, μπορεί ενδεχομένως να λάβει υπόψη του τόσο την προανακριτική κατάθεση του Καρατσώλη, όσο και την ανακριτική απολογία του Παύλου Σερίφη.

Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, προβληματιζόμενος ο ομιλών λέγω, καλά, εφαρμόζοντας το άρθρο 187 με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις που είχε ο νομοθέτης του 2928/2001, τελικώς η όποια κρίση θα είναι εφόσον ληφθεί υπόψη, αν θα είναι καταδικαστική, θα έχει λάβει το Δικαστήριο της ουσίας ένα πολύτιμο δώρο από κάποιον κατηγορούμενο, ο οποίος σας ανέφερε ρητά, ότι δεν ήθελε να το κάνει.

Τι γίνεται λοιπόν με κάποιον που λαμβάνει ένα δώρο, από κάποιον που δεν ήθελε να το δώσει; Συμβολικά και σημειολογικά λέω, ότι η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης μιας φερομένης ως δοθείσης προανακριτικής καταθέσεως, άγει στο να μην λησμονήσει ο δικαστής της ουσίας, ο εφαρμοστής του δικαίου, το γεγονός ότι χωρίς αυτή την κατάθεση, η οποία ειρήσθω εν παρόδω χρησιμοποιεί τουλάχιστον το όνομά μου, για να μην πω τίποτα άλλο, χρησιμοποιεί το όνομά μου και στην οποία στηρίζεται για την όποια κρίση του, ότι θα πρέπει και σε εκείνη την περίπτωση να πληρούνται οι σκοποί και οι επιδιώξεις του νομοθέτη, παρά το γεγονός ότι τελικώς εγώ αρνούμαι ότι έκανα κάποιο δώρο, ή συνεισέφερα στην δικαστική λειτουργία με τον τρόπο αυτό.

Επομένως αυτό μπορεί μόνο στο άρθρο 84 θεμελιώνοντας με τον τρόπο αυτό νομικά φρονώ το μόρφωμα, το νομικό αυτό μόρφωμα που λέγεται αντικειμενική αξιολόγηση μιας φερόμενης ως δοθείσης προανακριτικής απολογίας, εάν τελικά συναρτηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην αποδεικτική διαδικασία, εάν τελικά αναφερθεί στην όποια δικαστική απόφαση, θα πρέπει αυτό εν συνδυασμό με το ότι το άρθρο 84 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, δεν προβλέπει περιοριστικώς τις ελαφρυντικές περιστάσεις που ιδίως αναφέρει, θεωρώ ότι η δυναμική που έχουν τα δικαστήρια της ουσίας και η νομολογία, μπορεί να διαμορφώσουν αυτοτελή λόγο ελαφρυντικής περιστάσεως, ο οποίος μάλιστα θα συμφωνεί απόλυτα με την ιστορική βούληση του νομοθέτη, του νόμου 2928/2001, να αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της αντικειμενικής αξιολόγησης, μιας φερομένης ως δοθείσης προανακριτικής απολογίας ή ανακριτικής απολογίας, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο.

Και χρησιμοποιώ την λέξη «αποδίδεται› διότι πρόκειται περί καταλογισμού. Καταλογίζεται, εφόσον ο κατηγορούμενος αρνείται ότι την έδωσε, το Δικαστήριο του την αποδίδει και του την καταλογίζει. Αιτούμαι λοιπόν στο σημείο αυτό, στην περίπτωση που το Δικαστήριό σας αχθεί σε καταδικαστική κρίση, να αναγνωριστεί, τόσο για τον Παύλο Σερίφη, όσο και για τον Κωνσταντίνο Καρατσώλη, το ελαφρυντικό της αντικειμενικής αξιολόγησης της φερομένης ως δοθείσης ένθεν κακείθεν καταθέσεως.

Συνεχίζοντας κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, τινά περί της προδικασίας και τινά περί της κυρίας διαδικασίας. Ανέφερα το συγκεκριμένο ισχυρισμό για την αντικειμενική αξιολόγηση, διότι δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να αποτελεί τον τελευταίο μου ισχυρισμό και γι’ αυτό τον ανέφερα προώρως.

Όταν ο Κωνσταντίνος Καρατσώλης, εμφανίστηκε στην κυρία Ανακρίτρια του 4ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών κα Μπούρη, υπέβαλε μια ένσταση, ότι ελλείπει η αρμοδιότητα της κας Ανακριτού Πλημμελειοδικών εν προκειμένω, λόγω του ότι είχε ήδη διοριστεί ο Ειδικός Εφέτης Ανακριτής.

Μετά την υποβολή αυτής της ενστάσεως επέστρεψε ήσυχος στο κελί του. Και μετά από λίγο, του ανακοινώθηκε το πέρας της ανακρίσεως. Δεν μας λέει κάτι αυτό; Μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα γι’ αυτό; Μπορούμε. Εγώ τουλάχιστον είμαι πεπεισμένος ότι η ελληνική δημοκρατία ηρέμησε, ησύχασε, όταν είχε ήδη την από 20/7/2002 φερομένη ως δοθείσα προανακριτική του απολογία και δεν τον χρειαζόταν άλλο τον Καρατσώλη.

Διότι σε τι θα επιβάρυνε την ελληνική δημοκρατία εάν εκαλείτο ο Κώστας Καρατσώλης από τον κ. Ζερβομπεάκο για να απολογηθεί; Μήπως η απολογία είναι ουσιώδες μέρος της διαδικασίας, μήπως δεν είναι; Μήπως η κατ’ εξοχήν αρμοδιότητα της ανακρίσεως ανήκει στον ανακριτή και όχι στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και στους προανακριτικούς υπαλλήλους, όταν πρόκειται για κακούργημα; Τα ανέφεραν οι προλαλήσαντες συνάδελφοί μου και δεν θα επαναληφθώ.

Αλλά θεωρώ ότι έστω και μια τυπική κλήση του κ. Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, τουλάχιστον θα περιέσωζε τα προσχήματα, τα δικονομικά προσχήματα, διότι ούτε καν εκλήθην τυπικώς ο κ. Καρατσώλης για να απολογηθεί ενώπιον του κ. Ειδικού Εφέτη Ανακριτή.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, θα ήθελα να αναφερθώ στις επιμέρους κατηγορίες σε κάποια πράγματα που έχω εντοπίσει και αρχικώς στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα. Στις 14 Αυγούστου 1988, φέρεται ο κ. Καρατσώλης να συμμετέχει σε μια ομάδα επτά κατηγορουμένων, η οποία κατηγορείται ότι επενέβη στο Αστυνομικό Τμήμα και πήρε, αφήρεσε από την κατοχή του κάποιον οπλισμό.

Ο κ. Ζερβογιαννάκης, ο οποίος εξετάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σας στις 6 Μαϊου 2003, λέει λοιπόν σε σχέση με την συγκεκριμένη επέμβαση. Ο κ. Ζερβογιαννάκης ήταν υπηρεσία στις 14 Αυγούστου 1988, στο Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνα και ήταν απογευματινός 2 με 10 λέει, σκοπός πύλης. Μια και μισή ανέλαβε υπηρεσία και αξιωματικός υπηρεσίας ήταν η κα Βεργή.

Κράταγε και όπλο και είχε την υπηρεσία του σκοπού της πύλης. «Από τις δυο η ώρα που έπιασα δουλειά μέχρι τις τέσσερις δεν μας απασχόλησε κανείς πολίτης. Πέρασε το περιπολικό της αμέσου δράσεως, κάποια στιγμή περίμενε εκεί. Με την ευκαιρία αυτή πήγα στην τουαλέτα και βγαίνοντας έξω, είχε φύγει το περιπολικό και βλέπω να προσέρχεται αστυφύλακας και να μου φέρνει κρατούμενο. Πλησιάζοντας στα 3, 4 μέτρα του λέω, τι έγινε συνάδελφε; Δεν ήξερα τον αστυφύλακα. Τι έγινε συνάδελφε; Αμέσως αφήνει τον κρατούμενο ο ψευτοαστυφύλακας και μου τραβάει το όπλο. Το χέρι μου πήγε ενστικτωδώς στην λαβή του όπλου μου και μου λέει, «πάρε το χέρι σου από το όπλο, σε σκοτώνω.› Πήρα το χέρι μου από το όπλο. Απ’ αυτά συγκρατώ μόνο ότι ήταν δυο άτομα.›

Τίποτα κ. Πρόεδρε για τον κ. Καρατσώλη, τίποτα απολύτως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Όχι κύριε Πρόεδρε, δεν θα αναγιγνώσκω όλα τα πρακτικά. Αναγιγνώσκω μόνο το σημείο που μας ενδιαφέρει και όχι όλα τα πρακτικά. «Τι παλαιού τύπου όπλο έβγαλε ο κρατούμενος; Ένα παλαιού τύπου με μύλο. Αφού με σημάδευαν αυτοί, αμέσως μετά έρχονται άλλοι τέσσερις.›

Τέσσερις λοιπόν και δυο πριν που τον πλησίασαν έξι. Οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτή είναι επτά. Επομένως ο ισχυρισμός ο οποίος κατέστη σαφής ήδη, είναι ότι ο Καρατσώλης είναι εδώ μάλλον υπεράριθμος από αυτούς που φαίνεται από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας να συμμετείχαν στη συγκεκριμένη ενέργεια.

Αυτά περί του Α.Τ. του Βύρωνα. Όπως βλέπετε κ. Πρόεδρε δεν είχα σκοπό να αναγνώσω όλα τα πρακτικά, γι αυτό να είστε βέβαιος ότι λαμβάνω υπόψη την κόπωσή σας, όχι μόνο προσωπικά υμών, και τον χρόνο σας. Εάν θα ζητούσα, κάνοντας ίσως κατάχρηση, 30 δευτερόλεπτα, να σας πω το εξής: Ότι εν προκειμένω, μιλάτε συνεχώς για τον χρόνο ο οποίος είναι ένα αγαθό πολύτιμο για εσάς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για μένα;

Θ. ΣΟΦΟΣ: Για το Δικαστήριό σας. Υπάρχει κι ένα άλλο αγαθό το οποίο είναι πολυτιμότερο όμως και είναι η υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Θεωρώ το δεύτερο αγαθό ότι βαρύνει πολύ περισσότερο του πρώτου και μία στάθμιση αγαθών, τουλάχιστον αίρει τον καταλογισμό μου για την κατάχρηση του χρόνου.

Προχωρώ στη δεύτερη κατηγορία για την συναυτουργία στη ληστεία της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ τον Ιούνιο του 1989, στις 29 του μηνός, 9 το πρωί, όπου ο κ. Νιαβής, στην κατάθεσή του ενώπιόν σας την 30/4/2003 λέει ότι «ως Προϊστάμενος Λογιστηρίου πήγα και άνοιξα την Τράπεζα. Είχαν έρθει οι πρώτοι πελάτες και αν θυμάμαι καλά, γύρω στις 9 και κάτι εισήλθαν πέντε άτομα›. Οι κατηγορούμενοι και σε αυτή την υπόθεση είναι έξι. Και εδώ ο Καρατσώλης είναι μάλλον υπεράριθμος, διότι από κανένα άλλο στοιχείο δεν προκύπτει στη συγκεκριμένη υπόθεση ότι υπήρχε άλλο πρόσωπο έξω και κάπου δε μας βγαίνουν εδώ οι αριθμοί.

Αποδεδειγμένα λέει ο μάρτυς ότι είναι 5 τα άτομα αυτά και αυτός ο ισχυρισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της αρχής εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, διότι η αμφιβολία δεν αφορά νομικούς κανόνες ή εμπειρικούς νόμους, αφορά πραγματικά περιστατικά. Και εν προκειμένω υπάρχει αμφιβολία.

Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στο ίδιο ακριβώς περιστατικό, στη ληστεία της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ όπου κατέθεσε μεταξύ άλλων μαρτύρων κατηγορίας και ο κ. Ασπραδάκης ο οποίος επίσης ανέφερε εξαντλητικώς –δε θα επαναλάβω φυσικά την κατάθεσή του- περιέγραψε όμως το διήμερο προ της ληστείας όπου είδε κάποιους ύποπτους όπως είπε ο ίδιος να κινούνται περίεργα κοντά στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ απέναντι της οποίας βρίσκεται η ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και τα οποία πρόσωπα ήταν σε θέση να αναγνωρίσει και ανέφερε σχετικώς χωρίς να θέλω να κάνω λόγο για άλλους κατηγορουμένους.