Πολιτική
Πέμπτη, 30 Οκτωβρίου 2003 20:02

Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (30/10/2003) Μέρος 3/5

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διεκόπη. Ο κ. Σταμούλης έχει τον λόγο συμπληρωματικά φαντάζομαι.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριοι Δικαστές, αντιλαμβάνομαι και το βάρος της ευθύνης που φέρει το Δικαστήριο, δικάζοντας αυτή την ευλόγως αποκληθείσα «μητέρα των δικών› και βεβαίως την πολλαπλή ευθύνη την οποίαν έχει ο υπερασπιζόμενος αυτή την υπόθεση, στην προσπάθειά του να συμβάλλει στην ορθή διάγνωση της όλης υποθέσεως κυρίως όμως να συμβάλλει εις την πιστοποίηση της αντοχής των θεσμών της πατρίδας μας για την εκδίκαση αυτής της υποθέσεως, μιας υποθέσεως η οποία ευλόγως συγκινεί και απασχολεί εντόνως το σύνολο της κοινωνίας μας και όχι μόνο της ελληνικής.

Συνεπώς, εκείνο το οποίο πρέπει να αποδείξει η όλη διαδικασία από της ενάρξεως της ποινικής διώξεως μέχρι της αμετακλήτου περαιώσεως αυτής της Δίκης, είναι ακριβώς η επιβεβλημένη αντοχή των θεσμών τους οποίους έχει η ελληνική πολιτεία για να αντιμετωπίσει αυτού του είδους τα φαινόμενα, τα οποία όπως αντιλαμβάνεσθε, πέραν της στενά ποινικής όψεως, έχουν μία σειρά από αντανακλαστικές συνέπειες.

Αντιλαμβάνεστε ότι το φαινόμενο 17Ν πρέπει να εξηγηθεί ως κοινωνικό φαινόμενο, πρέπει να εξηγηθεί ως πολιτικό φαινόμενο και βεβαίως πρέπει να αξιολογηθεί και ως ποινικώς αξιόλογη πράξη. Θα μου επιτρέψετε, επειδή έγινε πολύς λόγος και αντιλαμβάνεστε ότι είναι ένα κρίσιμο θέμα, να ασχοληθώ δι’ ελάχιστον στο ζήτημα που απησχόλησε το Δικαστήριο αλλά και την κοινή γνώμη ευρύτερα και τον πολιτικό κόσμο και τους Πανεπιστημιακούς μας καθηγητές, περί του εάν η υπόθεση την οποίαν καλείσθε να διαγνώσετε φέρει τον χαρακτήρα της πολιτικής υποθέσεως, του πολιτικού εγκλήματος ή όχι.

Κύριοι Δικασταί επιτρέψτε μου να ανατρέξω σε μία περίπτωση που έλαβε χώρα το έτος 1975. Αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την πτώση της δικτατορίας υπήρξαν φαινόμενα –ο τότε Υπουργός Εθνικής ¶μυνας τα ονόμασε σταγονίδια- ανθρώπων οι οποίοι θέλησαν να βάλλουν κατά της αποκατασταθείσης Δημοκρατίας.

Μεταξύ των άλλων, συνελήφθη και παρεπέμφθη κατόπιν διώξεως που ασκήθηκε από τον αρμόδιο τότε κ. Εισαγγελέα, ήταν ο αείμνηστος Βασίλειος Παππάς, ο οποίος ετίμησε όπως τιμούν και οι παριστάμενοι κ.κ. Εισαγγελείς το Εισαγγελικό λειτούργημα στη χώρα αυτή. Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του τότε ονομαζομένου Παπαποστόλου αν ενθυμείστε.

Ανακριτής της υποθέσεως ο μετά ταύτα Διευθυντής της Νομικής Υπηρεσίας της Commission κ. Δημήτριος Γκουλούσης, εις τον οποίον ο κατηγορούμενος Παπαποστόλου μετά την έκδοση του εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, προφυλακίσεως όπως ελέγετο τότε, έκανε μία αίτηση να απολυθεί επί εγγυήσει.

Ο κ. Γκουλούσης, ο Ανακριτής της υποθέσεως, είχε την άποψη ότι το αδίκημα ήταν πολιτικό και συνεπώς κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του συντάγματος που είχε τότε, δηλαδή του συντάγματος του 1952 το θέμα της προσωρινής απολύσεως ή της αντικαταστάσεως με όρους έπρεπε να κριθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διότι η διάταξη του συντάγματος όριζε στο άρθρο 6 «επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών τη αιτήσει του προφυλακισθέντος› -το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών, όχι ο Ανακριτής- «να επιτρέψει την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη διά δικαστικού βουλεύματος καθ’ ου επιτρέπεται ανακοπή›.

Δεύτερη παράγραφος της ιδίας διατάξεως: «Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων, η προφυλάκισις δύναται να παραταθεί πέραν των τριών μηνών›. Ήταν μια ειδική πρόβλεψη όλων των συνταγμάτων από το 1864 μέχρι και του 1952 που επανελάμβανε αυτή την διάταξη. Ο κ. Ανακριτής λοιπόν τότε θεώρησε με πράξη του, ότι θα έπρεπε να παραπέμψει το θέμα εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διά να κρίνει επί της αιτήσεως προσωρινής απολύσεως.

Προς την άποψη αυτήν του κ. Ανακριτού ήταν αντίθετη η άποψη του αειμνήστου Βασιλείου Παππά ο οποίος προσέφυγε εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ζητώντας να εκδοθεί βούλευμα διά του οποίου να ανακαλείται η πράξις και να επιστρέψει η αίτηση προς κρίσιν εις τον ίδιον Ανακριτή. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της εποχής εκείνης, 1975, με ένα μνημειώδες βούλευμα κατά πλειοψηφίαν θεώρησε ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο ο Παπαποστόλου ήταν πολιτικά αλλά στην ουσία επελήφθη της αιτήσεως και έκρινε ότι δεν έπρεπε να τύχει της προσωρινής απολύσεως.

Το λέω αυτό ακριβώς διότι έχει κάποια βαρύνουσα σημασία, ακριβώς διότι ένα βούλευμα κατωτέρων Δικαστών, είχε την τόλμη να κάμει ένα θέμα για το οποίον καίτοι όλα τα συντάγματα μνημονεύουν το πολιτικό έγκλημα, δεν έχομε δήλωσιν βουλήσεως το νομοθέτου που να μας προσδιορίζει την έννοια και το περιεχόμενο του πολιτικού εγκλήματος και συνεπώς το θέμα έχει αφεθεί εις την κρίσιν των Δικαστών και βεβαίως και εις την θεωρίαν.

Το άρθρο 97 παρ. 1 το οποίο είναι και το σημαντικότερο και ενδιαφέρει και τους κατηγορουμένους, ορίζει ότι τα πολιτικά εγκλήματα πάντοτε δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και το 4438 της Δικονομίας λέει ότι επί πολιτικών εγκλημάτων δεν επιτρέπεται η έκδοση εκζητουμένου κατηγορουμένου. Είναι μια διάταξη η οποία απαντάται και σε όλες τις διμερείς διεθνείς συμβάσεις που ρυθμίζουν τα θέματα της εκδόσεως.

Συνεπώς, για να γίνει γνωστό στην κοινή γνώμη ότι εάν χαρακτηρίζονταν τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι ως πολιτικά, θα εστερείτο δικαιοδοσίας το Δικαστήριό σας και θα έπρεπε η υπόθεση να παραπεμφθεί εις τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Στο θέμα αυτό, επιτρέψτε μου θυμηθώ ένα πολύ σημαντικό κατά την άποψή μου ιστορικό προηγούμενο. Το έτος 1908, ο αείμνηστος Αριστείδης Μπριάν είναι Υπουργός Δικαιοσύνης στη γαλλική κυβέρνηση και το 1911 γίνεται για πρώτη φορά Πρωθυπουργός της Γαλλίας, γιατί έγινε και μεταγενέστερα.

Η φυσιογνωμία του Μπριάν δεν χρειάζεται επαίνου, είναι ευρύτατα γνωστή. Πρόκειται περί ενός διορατικού, υπεύθυνου και σωστού αρχηγού και της Κοινοβουλευτικής εξουσίας και της Εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος τότε, όταν έγινε Πρωθυπουργός, υπέστη μία αήθη επίθεση από ένα δημοσίευμα και αισθάνθηκε την υποχρέωση ακριβώς επειδή διά του δημοσιεύματος θεώρησε ότι επλήττετο ο θεσμικός του ρόλος ως Προέδρου της γαλλικής κυβερνήσεως, υπέβαλλε μία μήνυση.

Παρεπέμφθη η υπόθεση να δικαστεί ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Παρισίων και αρχομένης της διαδικασίας το Πλημμελειοδικείο Παρισίων διέκοψε τη συνεδρίαση, διεσκέφθη και επανελθόν στην Έδρα, ανηγγέλθη από τον Πρόεδρο της συνθέσεως ότι το Δικαστήριον κωλύεται να δικάσει την προκειμένην υπόθεσιν. Η αιτιολογία του κωλύματος και της αυτοεξαιρέσεως του Δικαστηρίου είχε το εξής σκεπτικό, το οποίον μένει ιστορικό.

Είπε το Δικαστήριο: «Είμεθα μία συντεταγμένη εξουσία. Καλούμεθα να κρίνουμε μία διαφορά η οποία ανακύπτει μεταξύ του αρχηγού μιας άλλης συντεταγμένης εξουσίας, της Εκτελεστικής, και εκπροσώπου της 4ης εξουσίας, της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της Συντακτικής εξουσίας που είναι ο λαός. Εάν διά της αποφάσεώς μας κηρύξομεν ένοχο τον κατηγορούμενο, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ότι υπακούσαμε εις τα κελεύσματα μιας άλλης συντεταγμένης εξουσίας. Εάν αντιθέτως απαλλάξομε τον κατηγορούμενο, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ότι υπακούσαμε εις τα κελεύσματα της Συντακτικής εξουσίας. Αυτό μας στερεί την απαραίτητη δικαστική αμεροληψία και εν όψει αυτού δηλώνουμε κώλυμα προς εκδίκασιν της υποθέσεως›.

Αντιλαμβάνεστε ότι το πράγμα οδηγείτο εις κάποιο αδιέξοδον διότι αν ερχόταν και άλλη σύνθεση, ασφαλώς και βεβαίως θα έπρεπε να υποστηρίξει τα ίδια πράγματα. Αλλά τότε αρχηγός της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής εξουσίας στη Γαλλία ήταν η φυσιογνωμία που ακούει στο όνομα Αριστείδης Μπριάν και έσπευσε να καταθέσει αμέσως νομοσχέδιο στην Βουλή, στην Εθνοσυνέλευση τη γαλλική, διά του οποίου ορίστηκε ρητώς και ειδικώς ότι αδικήματα τελούμενα διά του Τύπου, εφόσον στρέφονται κατά προσώπων ασκούντων οιανδήποτε εξουσία και αφορούν στον τρόπο ασκήσεως της εξουσίας, εφεξής θα δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια με πλειοψηφία των εκπροσώπων της Συντακτικής εξουσίας η οποία υπέρκειται των συντεταγμένων εξουσιών.

Αυτή η διάταξη είναι εκείνη που είχε μεταφερθεί και στο άρθρο 111 της Ποινικής μας Δικονομίας το έτος 1950 και ίσχυσε έκτοτε μέχρι και του 1975 όταν το πρώτον κατηργήθη και υπήχθησαν τα αδικήματα του Τύπου κατά προσώπων ασκούντων δημοσίαν εξουσίαν, υπήχθησαν εις τα Τακτικά Δικαστήρια και αφηρέθησαν από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια που κατά το πρότυπον του νόμου του Μπριάν είχε υιοθετήσει και ο δικός μας δικονομικός νομοθέτης.

Τα λέω όλα αυτά διότι αντιλαμβάνεσθε την ευαισθησία που πρέπει να έχει η οποιαδήποτε συντεταγμένη εξουσία οσάκις πρόκειται να κρίνει αδικήματα στρεφόμενα εναντίον όλων των συντεταγμένων εξουσιών. Διότι από τις εκδικαζόμενες πράξεις έχομε: Περίπτωσις του κ. Παλαιοκρασσά: Εκπρόσωπος της Εκτελεστικής εξουσίας, υπήρξε στόχος της 17Ν. Έχουμε τον αείμνηστο Μπακογιάννη, τον κ. Παπαδημητρίου, τον κ. Πέτσο.

Ο κ. Πέτσος, καθ’ ον χρόνο υπέστην την επίθεσιν ήταν Βουλευτής, επίσης και ο κ. Παπαδημητρίου, επίσης ο αείμνηστος Μπακογιάννης. ¶ρα έχουμε προσβολές της συντεταγμένης νομοθετικής εξουσίας και έχομε και θύμα της συντεταγμένης δικαστικής λειτουργίας: Ανδρουλιδάκης κτλ.

Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θέλω να θέσω ενώπιόν σας το δίλημμα που είχαν οι Δικασταί του Πλημμελειοδικείου Παρισίων, θέλω απλώς να τονίσω εις το Δικαστήριό σας ότι ακριβώς λόγω αυτής της ευαισθησίας η οποία καταξίωσε τους συναδέλφους σας του Πλημμελειοδικείου Παρισίων, αυτή η ευαισθησία πρέπει αναμφισβήτητα να διέπει και το ημέτερον Δικαστήριον όταν καλείται να κρίνει μίαν υπόθεσιν η οποία καλώς ή κακώς στρέφεται εναντίον όλων των συντεταγμένων εξουσιών.

Κύριοι Δικασταί, έχω την εντύπωσιν ότι το θέμα του χαρακτηρισμού της υποθέσεως ως πολιτικού εγκλήματος, δημιουργεί βεβαίως μία απορία στην κοινή γνώμη, εάν και κατά πόσον θα πρέπει –και αποτελεί επίσης μία δοκιμασία θεσμική για τους τρόπους με τους οποίους απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας και κατά πόσον είναι επιτετραμμένη η παρεμβολή του νομοθέτου για να πάρει τις υποθέσεις αυτές από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και να τις υπαγάγει στην δικαιοδοσία του δικού σας Δικαστηρίου.

Αυτή η ευαισθησία της κοινής γνώμης, πιστεύω ότι από αυτή την ίδια ευαισθησία εμφορείστε και εσείς αξιότιμοι κ.κ. Πρόεδροι και κ.κ. Εφέτες και συνεπώς οι κατηγορούμενοι προσέρχονται με απόλυτη εμπιστοσύνη στη δικαιοκρισία σας και δεν θέλουν καν να ψέξουν τον νομοθέτη ο οποίος κατά τρόπον ανεπίτρεπτον, παρενέβη για να ρυθμίσει καθ’ ον τρόπο ερύθμισε το θέμα της δικαιοδοσίας σας με το Ν. 2928.

Πάντως, οφείλω να τονίσω ότι διατηρούν ένα εύλογο παράπονο οι κατηγορούμενοι και θέλω να σας το μεταφέρω διότι είναι πολύ μεγάλη η ιστορία αυτή που λέμε αν είναι πολιτικό ή δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Διατηρούν ένα άλλο εύλογο παράπονο: Για ποιο λόγο τάχα θα πρέπει οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι να δικάζονται από το δικό σας Δικαστήριο το οποίο συνεστήθη καθ’ ον χρόνο είχε αρχίσει ήδη η ποινική δίωξη και ο επίσης κατηγορούμενος κοινός εγκληματίας δι’ ανθρωποκτονίαν, δε θέλω να κατονομάσω, θα υπαχθεί στην δικαιοδοσία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων;

Έχουμε μία σειρά εγκλήματα ανθρωποκτονίας τα οποία τελούνται εκ δόλου, τα οποία υπάγονται όλα στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Να σταματήσω όμως αυτή την άχαρη ενασχόληση με το θέμα του χαρακτηρισμού του εγκλήματος ως πολιτικού, διότι δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι υπήρξαν ακραιφνώς πολιτικά τα κίνητρα διά την τέλεσιν απ’ όσους τα ετέλεσαν, των συγκεκριμένων πράξεων και να έρθω σε ένα άλλο θέμα. Είναι το θέμα από νομικής πλευράς του χαρακτηρισμού του αδικήματος του προβλεπομένου από το άρθρο 187 του Ποινικού μας Κώδικος ως εγκλήματος διαρκούς.

Κύριε Δικασταί, γνωρίζετε καλύτερα από μένα ότι τα περί διαρκούς εγκλήματος δεν ορίζονται στις κείμενες διατάξεις ούτε του ποινικού μας Νόμου ούτε άλλου ειδικού νόμου. Είναι μία έννοια την οποία διαμόρφωσε η επιστήμη και η νομολογία. Πρέπει να σας πω το εξής: η διάταξη του άρθρου 14 λέγει ότι έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογισθείς στον δράση. Είναι πράξη. Την έννοια της πράξεως δεν την παρέχει ο νόμος διότι την θεωρεί δεδομένη εκ της κοινής πείρας.

Θα παρακαλέσω να έχουμε έναν συσχετισμό του άρθρου 14 και του άρθρου 98 που προβλέπει το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα για να κάνουμε την διάκριση, αν υπάρχει διάκριση μεταξύ διαρκούς και εξακολουθούντος εγκλήματος. Είπαμε ότι ο νόμος δεν προσδιορίζει την έννοια της πράξεως. Έχουμε όμως την διάταξη του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα η οποία μας λέει ‘χρόνος τελέσεως της πράξεως’. Χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε.

Πάμε στον ορισμό του όρου «ενέργεια›. Τι είναι η «ενέργεια›; Να υπομνήσω και άλλη μία διάταξη. Είναι εκείνη του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Επιτρέψτε μου να την αναγνώσω κατά λέξη διότι νομίζω ότι έχει κάποια αξία η διατύπωσή της. Το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα λέγει τα εξής: «κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλήψεις οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διαπράξεώς τους›. Συνεχίζει: «επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά την χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος›.

Η διατύπωση του Διεθνούς Συμφώνου που θεωρεί ότι η εγκληματική πράξη τελείται κατά κάποια στιγμή δεν ξέρω αν ήταν αθέλητη, εάν χρησιμοποιήθηκε για να εκφραστεί το συνήθως συμβαίνον ότι δηλαδή έχουμε στιγμιαία ενέργεια και δε νοείται διαρκής διάρκεια της πράξεως εις το διηνεκές.

Εάν θεωρήσουμε ότι η εγκληματική πράξη μπορεί να έχει διάρκεια θα οδηγηθούμε σε πάρα-πάρα πολλά αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί λογικά αδιέξοδα. Δηλαδή, για να είμαι σαφής, θεωρώντας διαρκή την πράξη κάποιου εγκλήματος το οποίο διαπράττει ο δράστης ερωτώ: είναι δυνατόν όταν ο δράστης κοιμάται, όταν ο δράστης δεν έχει συνείδηση των πραττομένων διότι παραδείγματος χάρη υπεβλήθη εις μίαν εγχείρηση, είναι ναρκωμένος και συνεπώς δεν έχει επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Είναι δυνατόν να του πείτε ότι πράττει και πράττει αδίκως και καταλογιστώς; Θεωρείται δηλαδή ότι είναι δυνατόν υπνώτων να αδικοπραγεί;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Το θέμα είναι το εξής κ. Πρόεδρε, ο γάμος δεν είναι διαρκές ολίσθημα, στιγμιαίο είναι. Μία φορά απαγχονίζεστε, κ. Εισαγγελεύ άπαξ απαγχονίζεστε. Λέει το άρθρο 17 κ. Εισαγγελεύ «χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει› και στην παράγραφο 2 «ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα του συζυγικού σας βίου είναι αδιάφορος εκτός εάν ορίζεται άλλος›.

Συνεπώς όταν μία πράξη τελείται δεν θα λάβουμε υπόψη μας το αποτέλεσμα αυτής της πράξεως για να πούμε ότι συνεχίζεται αλλά θα λάβουμε υπόψη μας το χρόνο κατά τον οποίο ενσυνειδήτως έπραξε ο αδικοπραγών ή ο χρόνος κατά τον οποίον ενσυνειδήτως δικαιοπράκτησε ο ενεργών. Θα ήθελα να απευθυνθώ σε διακεκριμένους νομικούς και να ερωτήσω: η σύσταση ενώσεως (εντός ή εκτός εισαγωγικών) «τρομοκρατικής› είναι μία ένωση, μία σύμπτωση δηλώσεων βουλήσεων επιδιώκουσα αυτά που λέει το άρθρο 187.

Αλλά για να πάμε στον Αστικό Κώδικα που προβλέπει την ένωση προσώπων ως Σωματείου ή ως απλής ενώσεως προσώπων. Τι θα πείτε; Η δικαιοπρακτική σύμβαση περί ιδρύσεως του Σωματείου είναι διαρκής δικαιοπραξία ή άπαξ λαμβάνει χώρα κατά την συνομολόγηση της συστατικής πράξεως της ενώσεως προσώπων του Σωματείου, της εταιρείας ή οιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου; Μπορείτε να πείτε ότι η διαρκής σύμβαση, η δικαιοπραξία διαρκεί εις το διηνεκές όσο υπάρχει το δημιουργηθέν νομικό πρόσωπο είτε ως απλή ένωση προσώπων, είτε ως Σωματείο, είτε ως άλλο νομικό πρόσωπο; ¶παξ τελείται η δικαιοπραξία.

Εδώ επιτρέψτε μου να επικαλεσθώ μία ad hock απόφαση του Κακουργιοδικείου Αθηνών η 11 του έτους 1920, Θέμις ΛΑ, σελίς 373 η οποία λέει τα εξής: «συνωμοσία-συνεχές αδίκημα, βουλευτική ασυλία-αυτόφωρο›. Περί τίνος επρόκειτο; Είχε δημιουργηθεί μία κίνηση το 1920, τα γνωστά τότε και υπήρχαν βουλευτές οι οποίοι μετείχαν της συνωμοσίας όπως λέει εδώ. Συνωμοσία ήταν το αδίκημα κατά τον τότε ισχύοντα ποινικό νόμο. Μετείχαν βουλευτές και η αστυνομική αρχή θεώρησε ότι εφόσον είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν ένωση ως συνωμοσία το αδίκημα ήταν αυτόφωρο και συνέλαβαν τους βουλευτές. Διότι τότε το Σύνταγμα ως προς την βουλευτική ασυλία έλεγε ότι εξαιρούνται τα έπ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενα αδικήματα των βουλευτών.

Για να δικαιολογηθεί λοιπόν η σύλληψη των βουλευτών και να στερηθούν της ασυλίας της οποίας απελάμβαναν η αστυνομική αρχή την εποχή εκείνη, εκτελούσα βεβαίως εντολές της κυβερνήσεως του συνέλαβε διότι εθεώρησε ότι το αδίκημα ήταν εν τω πράττεστε διαρκώς άρα το αδίκημα ήταν συνεχές. Αυτό δέχθηκε το Κακουργιοδικείο.

Αν ανατρέξετε όμως εις την Θέμιδα θα δείτε ένα πάρα-πάρα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο του περιοδικού. Γνωρίζετε όλοι αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί την σοβαρότητα της Θέμιδος και την πολύ εύστοχη διατύπωση νομικών συλλογισμών, νομικών θέσεων και απόψεων. Με το γνωστό περιπαιχτικό ύφος του περιοδικού ο σχολιασμός λέει τα εξής: (επιτρέψτε μου, αξίζει τον κόπο να το πούμε διότι ίσως είναι ένα κείμενο το οποίο έχει την ιστορική αξία), εν προκειμένω λέει το Δικαστήριο η άνω απόφαση μετά ώριμον σκέψη δια να σώσει την θαυμασία εκδοχήν της καταργήσεως της βουλευτικής ασυλίας ενέχυσε τη συνωμοσία εις το καλούπι του κατ’ αυτήν στερουμένου της ασυλίας συνεχούς αδικήματος και επέτυχε το πράγμα κατά τρόπο αξιάγαστον επικαλουμένη το μεγάλο συγγραφέα και νομοδιδάσκαλο Γκαρό.

Ο ποινικός νόμος καθόρισε ότι υπάρχει συνωμοσία τιμωρητή και μόνο επί τη εν συνελεύσει πλειόνων απλή αποφάσει περί πράξεως εσχάτης προδοσίας. Αυτή η καθαρά θέληση του νόμου του να θεωρείται και να τιμωρείται ως αυτοτελές και άρτιο αδίκημα αυτή και μόνη η κοινή συναπόφαση ανεξαρτήτως της διαπράξεως ή μη των αποφασισθέντων ανατρέπεται άρδην υπό της ως άνω αποφάσεως και προικοδοτείται με μία ουράν την οποία την προσκολλά αύτη κατ’ αρέσκειαν ότι η κολαζομένη συναπόφαση εξακολουθεί εις διάρκειαν όσο και η απόφαση. Εν άλλες λέξαισι τίθεται εν περίεργον συλλογικό δόγμα κατά το οποίο διαρκεί τι εφόσον διαρκεί αυτό το τι.

Εάν η απόφαση δεν συνήρχετο υπό της βίας εν τη παραθέσει του παρέργως και βραχυλόγως εν τούτω Γκαρό ηδύνατο να ανατρέξει εις των εις ων ούτως παραπέμπει, προς εξήγηση κατά την φράση του δε an men sans -υπό την αυτήν έννοιαν- πραγματευόμενον εν πλάτει το θέμα Ορτολάν, όπου θα έβρισκε ότι η συνωμοσία καθ’ εαυτήν είναι αδίκημα στιγμιαίον. Μεταβάλλεται εις συνεχές όχι εκ της εν τη αποφάσει εμμονής, ης ουκ έστιν τέλος, ως εφαντάσθη η απόφασις, αλλά εκ τυχόν νέων συνελεύσεων, νέων αποφάσεων, αποδοχής νέων μελών, προσδιορισμού της εποχής της ενεργείας, διανομής εκάστου του μέρους αυτού κτλ.

Αλλά ας υποτεθεί ότι διά του περιέργως αυτού θεωρήματος η απόφασις θέλει κατασκευάσει το αναγκαίο δια την εκδοχή της συνεχές αδίκημα εννοούσα ότι ο συνωμότης αμαρτάνει κατά συνέχειαν εφόσον διαρκεί η απόφασις. Ας υποτεθεί τούτω, κατά την αρχήν ταύτη συνεχή αδικήματα δεν είναι μόνο η κατά περιόδους διάπραξη μερικοτέρων πράξεων ενός αδικήματος ως θέτει σαφώς ο Ορτολάν και συνεπικουρεί αυτό η απλουστέρα ποινική λογική αλλά η εν τη αμαρτία συνέχιση μιας μόνης τετελεσμένης αδικοπραξίας εφόσον διαρκεί αύτη αλλά τότε όλα τα αδικήματα γίνονται συνεχή και εν παραδείγματι άμα διαπραχθεί μία αυτοτελής καθ’ εαυτήν κλοπή εξακολουθεί αύτη συνεχιζομένη και διαρκεί εφόσον και δι’ αυτής απεργαζομένη δια της κατακρατήσεως αφαίρεσις του ξένου κινητού και ο κλέφτης αμαρτάνει κατά συνέχεια μέχρι της αποδόσεώς του.

Γιατί τάχα η εν τη κλοπή συνέχιση της αμαρτίας θα ήτο στειροτέρα αποτελεσμάτων από τις εν τη συνωμοσία εξακολούθηση; Είναι αληθές ότι η κλοπή είναι αδίκημα στιγμιαίο και δεν θεωρείται συνεχές με την επιστημονική του Ποινικού Δικαίου επεξεργασία δια την μετά την εκτέλεση παραμονή του κλοπιμαίου παρά το δράστη αλλά τούτο ακριβώς αποτελεί την τρανοτέρα απόδειξη του σφάλματος εις ω περιέπεσε η απόφαση διότι η συνέχεια δεν δύναται να ζητηθεί εν τη αξιοποίνου αποφάσει αλλά τη εν εξωτερική επαναλείψει της αξιοποίνου ενεργείας η οποία δεν είναι νοητή μετά την τέλεση της κλοπής.

Για να ήταν συνεπής η απόφαση μολονότι πιστεύουμε ότι αδιαφορεί τελείως για την μικρολόγο ταύτη απαίτηση διότι το κύριο ήτο η δια της εξευρέσεως του συνεχούς αδικήματος και του εκ τούτου αυτοφώρου απομάκρυνσης της ασυλίας έπρεπε να γνωρίσει ημίν πότε λήγει ο συγκρατητός αυτός ως το κορδόνι του μακαρίτου Δεληγιάννη βίος του αδικήματος και πώς βεβαιούται ή το κυριότερο πότε άρχεται η παραγραφή της συνωμοσίας εκτός εάν είναι αιωνόβιος και δύναται να καταδιωχθεί δια συνομολογηθείσα υπ’ αυτού συνωμοσία μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας.

Γιατί τα λέγω αυτά αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί; Έχω την αίσθηση ότι η κατασκευή περί διαρκούς εγκλήματος είναι λογικώς εσφαλμένη. Είναι δε λογικώς εσφαλμένη και αυτό το έχει δεχθεί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την απόφασή της, με την υπ’ αριθμ.694/1975 απόφασή της επί του θέματος του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας. Δέχθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ότι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας τυγχάνει στιγμιαίο, αναλισκόμενο άμα τη τελέσει ή τη αποπείρα τελέσεως μιας των πράξεων της αντικειμενικής υποστάσεως όθεν η μεταγενεστέρα συνδρομή δεν συνιστά αξιόποινον συνέργια.

Γιατί τα εδέχθη αυτά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου; Διότι κατά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου το οποίο χαρακτηρίστηκε ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας οι δημιουργήσαντες τις δικτατορικές κυβερνήσεις και συμμετασχόντες εις αυτές ήχθησαν οι κατηγορούμενοι και τότε και ο αξιότιμος και αείμνηστος Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Πλέσσας και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με αυτήν ακριβώς την απόφαση δέχθηκαν ότι δεν νοείται διάρκεια εγκληματικής πράξεως και είναι άλλο το θέμα εάν σε περίπτωση που έχουμε σύσταση ενώσεως επιδιωκούσης του σκοπού του άρθρου 187 σε αυτήν την περίπτωση δια της συμφωνίας μας συντελείται το αδίκημα αλλά δεν διαρκεί και έχουμε μεταγενεστέρως ενδεχομένως εξακολουθούντα εγκλήματα, πάμε στο άρθρο 98 πλέον και έχουμε κατ’ εξακολούθηση έγκλημα εκ των μερικοτέρων πράξεων ή εκ των αποφάσεων δι’ ων επιχειρούνται ή μεταγενέστερες πράξεις.

Θα ήθελα έπ’ ευκαιρία να τονίσω στο Δικαστήριό σας ότι αυτό το θέμα το οποίο βεβαίως είναι ίσως από πλευράς θεωρητικής μία καινοφανής άποψη στην άποψη την οποία υπεστήριξε ο Καθηγητής κ. Ανδρουλάκης με την ευκαιρία αυτής της αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου και ο οποίος υπεστήριξε την έννοια του διαρκούς εγκλήματος στην ελληνική επιστήμη, κάτι το οποίον γινόταν δεκτό και από παλαιότερους συγγραφείς, νομίζω ότι είναι καιρός πλέον με την ευκαιρία αυτής της υποθέσεως να απασχολήσει πάλι το Δικαστήριό σας για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο είναι νοητή διάρκεια μέχρι Δευτέρας Παρουσίας όπως ευφυέστατα παρατηρεί το περιοδικό «ΘΕΜΙΣ›, μέχρι Δευτέρας Παρουσίας να θεωρούνται οι συστήσαντες την ένωση ως αδικοπραγούντες.

Ποιες είναι πρακτικές συνέπειες αυτής της ιστορίας; Είναι προφανείς. Εάν τελικά δεχθείτε και το αναφέρω αυτό διότι κατά σύμπτωση ο εις εκ των εντολέων μου, αυτός ο ταλαίπωρος Παύλος Σερίφης, ο ανάπηρος και μη δυνάμενος καν στα σταθεί στα πόδια του κατηγορείται μόνον δια την συμμετοχή εις την 17Ν. Δεν του αποδίδεται καμία άλλη πράξη διότι τα λεγόμενα περί οπλοκατοχής αντιλαμβάνεστε ότι λόγω της σωματικής του ακμής δύναται να φέρει και πυραύλους και πολυβόλα και ότι άλλο θέλετε στα χέρια του για να κατέχει τα σχετικά όπλα, κατηγορείται ότι μετείχε στην Οργάνωση αυτή και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι μετείχε εις την Οργάνωση από τότε που συνεστήθη η Οργάνωση, ανεξάρτητα αν μετείχε ή όχι τότε κατά την ίδρυσή της, διότι θα σας πω τι αντιθέτως αποδεικνύεται από τα στοιχεία τα οποία είχα την τιμή να επικαλεστώ κατά την διάρκεια της διαδικασίας μέχρι σήμερα. Μπορούμε να του πούμε ότι μέχρι την ώρα που συνελήφθη αδικοπραγούσε διαρκώς και θα εξακολουθούσε να αδικοπραγεί μέχρι Δευτέρας Παρουσίας εάν δεν είχε συλληφθεί.

Νομίζω ότι αυτά τα λογικά αδιέξοδα δεν είναι δυνατόν να τύχουν επιδοκιμασίας οσάκις το Δικαστήριο πλέον έρχεται να εφαρμόσει και να πει στην συγκεκριμένη περίπτωση να προσδώσει εις την αόριστη νομική έννοια του όρου «πράξις› διότι έτσι όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 14 που δίδει την έννοια του εγκλήματος, ο όρος «πράξις› πρέπει από το Δικαστήριό σας αυτή η αόριστη νομική έννοια να ερμηνευθεί για να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και βεβαίως οι συνέπειες είναι προφανείς.

Είναι ποτέ δυνατόν να εφαρμοστεί ο αυστηρότερος νόμος δια της κατασκευής ότι η πράξις διαρκεί και επί διαρκούς εγκλήματος η πράξις μεταβλήθη από πλημμέλημα εις κακούργημα διότι κατά τεκμήριο θεωρούμε ότι μέχρι της συλλήψεως των κατηγορουμένων μετείχαν εις την πράξιν και διέπρατταν διαρκές έγκλημα;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αυτή η ανθρώπινη πράξις, αυτή η εκούσια πράξις, αυτή η εκούσια μεταβολή που επέρχεται εις τον εξωτερικό κόσμον, διότι πράττω σημαίνει ενεργώ ή παραλείπω να ενεργήσω (αυτό έχει σημασία), ενεργώ και επιφέρω μεταβολή τινά εις τον εξωτερικό κόσμο. Το ερώτημα είναι αν μπορώ αυτήν την μεταβολήν να την πράττω, να την επιφέρω μέχρι Δευτέρας Παρουσίας ή την επέφερα άπαξ ή την επανέλαβα διότι και η επανάληψη είναι νέα πράξις αλλά σε καμία περίπτωση αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει διάρκεια μία συμπεριφορά του προσώπου δια της οποίας επιτυγχάνεται μεταβολής εις τον εξωτερικό κόσμο.

Πέραν αυτού πρέπει να πω και κάτι άλλο. Το άρθρον 14, ως έγκλημα θεωρεί την πράξιν. Και πράξις, όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελεύς, είναι η επερχόμενη με την βούληση του δράστου μεταβολή εις τον εξωτερικόν κόσμον. Θα ήθελα να διερωτηθώ, ποίαν μεταβολήν επιφέρομε εις τον εξωτερικόν κόσμο, όταν διαλογιζόμεθα, κουβεντιάζομε και συμφωνούμε; Προσέξτε, συμφωνούμε μεταξύ μας, έχουμε πράξη;

Μήπως βρισκόμαστε σε προπαρασκευαστικές ενέργειες που δεν έχουν καν την έννοια της απόπειρας; Θα άξιζε το κόπο και θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο, το Δικαστήριό σας με την απόφασή του η οποία πρόκειται να ερμηνεύσει δια πρώτην ίσως φοράν, την έννοια του άρθρου 187 ως τελικά διετυπώθη, διότι όταν ήταν πλημμέλημα, αντιλαμβάνεστε δεν είχε πάρα πολύ σημασία.

Ήδη όμως που προήχθη σε κακούργημα, θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, να δώσει το Δικαστήριό σας την αφορμή με την απόφασή του να ερευνηθεί εάν πράγματι, νοείται πράξις με την έννοια της προκλήσεως μεταβολής στον εξωτερικόν κόσμο, από τις κουβέντες που έκαναν όσοι απεφάσισαν να ενωθούν δια την διάπραξιν εγκλημάτων, αν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελεί πράξιν, έστω και υπό την έννοια της αποπείρας.

Κύριοι Δικασταί, νομίζω ότι αρκετά ελέχθησαν για το θέμα του άρθρου 187, για την έννοια της πράξεως, όπως αυτή πρέπει να προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14, 17 του Ποινικού μας Κώδικα και του άρθρου 15 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο ομιλεί περί στιγμής τελέσεως της πράξεως. Δεν είναι τυχαίον δηλαδή ότι επέλεξε αυτόν τον όρον το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών. Και συνεπώς, έχω την εντύπωσιν ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή η άποψις περί διάρκειας του εγκλήματος εις το διηνεκές, κατά τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις και του περιοδικού ΘΕΜΙΣ, στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Να έρθω εις ένα άλλο κεφάλαιον αξιότιμοι κ. Δικασταί, εξαντλούμαι σε λίγες γενικότητες, δηλαδή επιφυλάσσομαι να έχω επί των κατηγοριών ενός εκάστου κατηγορουμένων, στο τέλος δι’ ολίγον, παρά το γεγονός ότι έχω την εντύπωση ότι εξηντλήθησαν τα θέματα, από όσα ειπώθηκαν από τους συνεργάτες μου, οι οποίοι είχαν την τιμή να αναπτύξουν τις απόψεις σας ενώπιόν σας.

Ερχόμεθα εις το θέμα της αυτοενοχοποιήσεως. Είναι γνωστή η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών. Το άρθρο 14 παρ. 3 ορίζει ότι σε καμία περίπτωση, θεωρεί απηγορευμένην την ενέργειαν, λέει, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, απολάβει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις.

Παραθέτει έναν αριθμό εγγυήσεων και τελευταία υπό στοιχείον β λέει, να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του, ή να ομολογήσει την ενοχήν του. Η ερώτηση η οποία γεννάται, ακριβώς επειδή έχουμε μια διάταξη ηυξημένης τυπικής ισχύος όπως είναι το Διεθνές Σύμφωνο μετά την κύρωσή του με το νόμο 2462, το ερώτημα είναι, κατά πόσον αυτή η διάταξη καθιερώνει αποδεικτικήν απαγόρευσιν τόσο εις την προδικασίαν, όσο και εις την κυρίαν διαδικασίαν.

Και θέλω επί του θέματος αυτού να αναφερθώ σε ορισμένες πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του μεγάλου νομοδιδασκάλου μας του καθηγητού Ζησιάδη. Σημειώνει στο γνωστό του σύγγραμα «η ψυχολογία της ποινικής δίκης›, στην σελίδα 67. Την νομολογία – λέει ο Ζησιάδης – δεν παύει υποσυνείδητα, να την προσδοκά ο δικαστής, ιδιαίτερα όταν η υπόθεση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ή όταν αυτός διατηρεί αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου.

Κοιτάξτε η επισήμανση αντιλαμβάνεστε ότι αποτελεί μια πρόκλησιν δια το Δικαστήριόν σας, διότι είναι αληθές, διότι προσέξτε, ο κάθε ένας μας θεωρεί ότι, εντάξει αφού ομολόγησε τι άλλο θέλουμε. Η επιστημονική έρευνα απέδειξε, ότι είναι το πλέον λανθασμένο κριτήριο.

Θα έχω την ευχέρεια αξιότιμοι κ. Δικασταί, να υπομνήσω εις το Δικαστήριόν σας, μια υπόμνηση την οποία πρέπει να έχει κατά νουν και η κοινή γνώμη που παρακολουθεί αυτή την δίκη, τραγικών δικαστικών πλανών, συνεπεία του ότι τα δικαστήρια στηρίχθηκαν σε ομολογίες κατηγορουμένων. Θα μου δοθεί η ευκαιρία συγκεκριμένα να σας πω περιπτώσεις.

Η ψυχολογική επίδραση – λέει επίσης ο Ζησιάδης – η ψυχολογική επίδραση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία. Ο Δικαστής πρέπει να μην παρασύρεται από το ψυχολογικό φαινόμενο του ενδοσκοπισμού, να κρίνει δηλαδή τον κατηγορούμενον από την στάση την οποία θα τηρούσε ο ίδιος, αν βρισκόταν στην θέση του κατηγορουμένου και τούτο, διότι τη στιγμή τουλάχιστον εκείνη, δικαστής και κατηγορούμενος, είναι δυο διαφορετικές προσωπικότητες, οι αντιδράσεις των οποίων δεν θα πρέπει να ταυτίζονται.

Κύριοι Δικασταί, ασφαλώς μέσα σας, έχετε αναρωτηθεί. Αν εγώ βρισκόμουν στην θέση του Σάββα, του Καρατσώλη, του Τσελέντη, του οιουδήποτε, θα ομολογούσα; Και βεβαίως, αυτός ο απτοενδοσκοπισμός όπως λέει εδώ, ο ενδοσκοπισμός στον οποίον προβαίνει ο κάθε κριτής, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πεπλανημένα συμπεράσματα, εν σχέση προς τον δικαζόμενο κατηγορούμενο.

Δεν είναι δυνατόν να μπούμε στην ψυχή του καθενός, στα βιώματά του, στον χαρακτήρα του, στην ψυχολογία του, για να τον συγκρίνουμε με την δική μας ψυχολογία, εν σχέση με την στάση την οποία ετήρησε, όταν αιφνιδίως, ως κεραυνός εν αιθρία, βρέθηκε ενώπιον των προανακριτικών αρχών και μάλιστα στις περιπτώσεις των εντολέων που υποστηρίζω, όταν π.χ. βρίσκεται με την οικογένειά του, την σύζυγό του, τα παιδάκια του εις την παραλία για να κάνει μπάνιο και έχει την πολυτελή μεταχείριση, να αφιχθεί ένα ελικόπτερο να κατέβουν πάνοπλοι αστυνομικοί, να τον αναρπάσσουν από το περιβάλλον της οικογενείας του, να τον επιβιβάσουν εις το ελικόπτερο για να τον φέρουν εν συνεχεία εις το κτίριο της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών και να τον ανακρίνουν από τις 9.30 το βράδυ μέχρι τις 9.30 το πρωί, θα αναρωτηθεί κανείς, μπορεί να αναρωτηθεί; Αν εγώ ήμουν στην θέση εκείνου, πώς θα αντιδρούσα; Κατά τον ένα τρόπο, αντέδρασε ο Καρατσώλης, κατά διαφορετικόν τρόπον αντέδρασε ο Κωστάρης. Και μια ιδιομορφία κ. Δικασταί, για να δείτε πόση σημασία έχει η παρατήρηση του καθηγητού Ζησιάδη, ότι την νομολογία δεν παύει υποσυνείδητα να την προσδοκά ο δικαστής.

Θέτω υπόψη σας το εξής, ο Παύλος Σερίφης, στην προανακριτική του απολογία ενώπιον της Αντιτρομοκρατικής δεν λέγει τίποτα για τα όσα του καταμαρτυρούν. Ότι είναι ιδρυτικόν μέλος της 17Ν, ότι μετέχει στην 17Ν, στην προανακριτική του απολογία δεν συνομολογεί τίποτα. Μεταφέρεται με γνωστές συνθήκες, τις μεταμεσονύχτιες ώρες, στην Ανακρίτρια κα Μπούρη και εκεί λέει τα όσα έχει πει.

Κατονομάζει Γιωτόπουλο, κατονομάζει τους πάντες, έρχομαι στη θέση σας και αναρωτηθείτε, γιατί δίδετε σημασία στην ενώπιον της κας Μπούρη απολογία του και δεν λαμβάνετε υπόψιν, ούτε καν έγινε συζήτηση κατά την διάρκειαν της ενώπιόν σας απολογίας του Παύλου Σερίφη, για την ενώπιον της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας απολογία του.

Εκεί αρνήθηκε τα πάντα και αυτό δεν λαμβάνεται υπόψιν για να ληφθεί υπόψιν, αυτό που υποσυνειδήτως ο κάθε άνθρωπος στην θέση σας περιμένει από τον κατηγορούμενο. Έχω την εντύπωση κ. Δικασταί, ότι αυτό το θέμα των νομολογιών των κατηγορουμένων, γενικώς σε κάθε περίπτωση ποινικού αδικήματος, είναι κάτι το οποίο χρειάζεται σιδερένια θέληση του κριτού για να την διαγνώσει εάν και κατά πόσον είναι αληθής αυτή η απολογία, ή όχι, σε κάθε περίπτωση κοινού εγκλήματος.

Για φανταστείτε προσθέστε την περίπτωση της υπάρξεως κινήτρων, σαν εκείνα που θεσπίζονται από το νόμο 2928, όταν εκείνος ο οποίος συλλαμβάνεται εις την παραλία που βρίσκεται με τα παιδιά του, μεταφέρεται για να αντιμετωπίσει έναν ορμαθό καταγγελιών και κατηγοριών, και με πολύ εύστροφο τρόπο, οι προανακριτικές αρχές του εξηγούν τα πλεονεκτήματα που παρέχει ο νόμος, εάν ομολογήσει.

Του λένε λοιπόν, κ. Κωστάρη κοίταξε μας τα έχει πει όλα ο Σάββας, ο Χριστόδουλος, ο Θωμάς, ο οιοσδήποτε. ¶ρα είναι ματαιοπονία να τα αρνηθείς. Θες να γλιτώσεις; Ένας τρόπος υπάρχει. Διότι εγώ δια τους εντολείς μου δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είχαν βίαιη μεταχείριση στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Όχι δεν ισχυρίζομαι τέτοιο πράγμα, όπως συνέβη ενδεχομένως με άλλους. Αλλά με αυτούς τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους?

κ. ΣΕΡΙΦΗΣ: ?ούτε σαν υπόθεση εργασίας να κάνω, ότι θα μπορούσε ο κ. Θωμάς να πει οτιδήποτε, είτε για τον κ. Κωστάρη, είτε για τον κ. Καρατσώλη. Συνελήφθη πολύ αργότερα.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Συγνώμη κ. Σερίφη, ήταν στην ρύμη του λόγου, τυχαίως, να έχετε απόλυτα δίκιο. Και οφείλω εγώ να σας ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό το πράγμα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αναμένετε ομολογίες εις το ακροατήριο κ. Εισαγγελεύ;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αναμένω τα πάντα.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αυτό σας προσήκει έπαινος. Η νοημοσύνη για τους κατηγορουμένους που θέλησαν να ενοχοποιήσουν συγκατηγορουμένους τους, υπαγορεύεται βεβαίως από τα δελεαστικά κίνητρα τα οποία δίδει ο νόμος. Μη το ξεχνάμε αυτό κ. Εισαγγελεύ. Έτσι για να είμαστε σαφείς και να μην δημιουργούμε πεπλανημένες εντυπώσεις.

Συνεπώς εκείνο το οποίο θα ήθελα να τονίσω είναι, εν σχέση με τις ομολογίες, μιλούσα για τον κ. Κωστάρη, του ελέχθη λοιπόν ότι ξέρεις, οι συγκατηγορούμενοί σου α, β, γ, τα έχουν πει όλα για σένα, συνεπώς είναι ματαιοπονία να αρνηθείς οτιδήποτε. Και επειδή ο νόμος λέει αυτά που λέει, θα μπορέσεις να πας στο σπίτι σου, πες μας και κάτι ακόμα εσύ.

Και προσθέτει ο Κωστάρης, τι άλλο θέλετε να σας πω; Ε, πες βρε παιδί μου ότι ήσουν και σε μια ληστεία. Ποια ληστεία κ. αστυνόμε; Την ληστεία στον ΟΤΕ Πατησίων, στις 2 Απριλίου του 2002. Την αναφέρω κ. Δικασταί και θα μου επιτρέψετε να σας απασχολήσω με αυτήν την δήλωση ενώπιον του προανακρίνοντος του Καρατσώλη για την συμμετοχή του στη ληστεία αυτή, διότι νομίζω ότι ξεδιπλώνει το πέπλο της αξίας των ομολογιών που απεσπάσθησαν στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία με κίνητρο τα ελαφρυντικά τα οποία παρέχει ο νόμος 2228.

Εκείνο το οποίον πρέπει να έχετε υπόψιν σας πάντως είναι ότι, κατά την άποψη της υπερασπίσεως η αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως και της δυνατότητος ανακλήσεως των ομολογιών, διερωτήθηκε ο κ. Εισαγγελεύς, ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς είπε, εγώ δεν βρήκα πουθενά καμία διάταξη που να μου λέει περί ανακλήσεως της ομολογίας. Κύριε Εισαγγελεύ, επιτρέψτε εις τον έχοντα την τιμή να ομιλεί, να σας υπομνήσει τα εξής. ¶ρθρο 352 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η ομολογία του διαδίκου αποτελεί πλήρη απόδειξη στην πολιτική δίκη, εναντίον εκείνου που ομολόγησε. ¶ρθρο 354, όποιος ομολόγησε, μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του, αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίθηκε στην αλήθεια. Κατά μείζονα λόγο στην ποινική δίκη, σας απαγορεύετε να αποσπάσετε την ομολογία του κατηγορουμένου. Σας το λέει το Διεθνές Σύμφωνο.

Εάν όμως, καλώς ή κακώς την αποσπάσατε, διερωτηθήκατε πού βρήκατε την έννοια της ανακλήσεως της ομολογίας; Και σας λέγω, ακόμα και εκεί εις την Πολιτική Δικονομία, που στην πολιτική δίκη η ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη και δεν δύναται το Δικαστήριο να έχει διάφορη άποψη εν σχέση προς το αποδεικτέο γεγονός, το οποίο ομολογεί εις βάρος του εκείνος που ομολογεί ο διάδικος, σας λέει ότι μπορεί να ανακληθεί, εάν αποδεικνύεται η αναλήθεια της ομολογίας.

Και βεβαίως ελέχθησαν πολλά για την περίπτωση του Καρατσώλη, εν σχέση με την ομολογία του για την συμμετοχή του στην ληστεία του ΟΤΕ Πατησίων. Στο οποίο θα επανέλθω, για να μην έχομε οποιεσδήποτε είδους αμφιβολίες. Συνεπώς αντιλαμβάνεται το Δικαστήριο, ότι η ομολογία εις την ποινικήν δίκην, είναι ίσως το πλέον επισφαλές αποδεικτικόν μέσον, όταν οφείλεται, ή υπαγορεύεται, από κίνητρα που δίδει ο νόμος για τις περιπτώσεις αυτές.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Δεν αποτελεί καν απόδειξη, είναι απηγορευμένον αποδεικτικόν μέσον. Και θα έρθουμε και στις άλλες αποδεικτικές απαγορεύσεις. Θα ήθελα εν τέλει διότι σας το είπα αυτό από την αρχή, όταν ησχολούμην με το θέμα, να αναφερθώ εις ορισμένες ιστορικές δίκες, που συνετάραξαν το πανελλήνιο και οι οποίες οδήγησαν σε καταδίκη κατηγορουμένους, λόγω των ομολογιών, οι οποίες απεδείχθησαν ψευδείς. Αναφέρομαι εις την γνωστή υπόθεση Πολκ κ. Δικασταί, μόλις προχθές εδημοσιεύθη η απόφαση του Αρείου Πάγου, δια της οποίας διατάσσεται η επανάληψη της διαδικασίας.

Τι συνέβη με τον Πολκ. Λέγει ο Ζησιάδης στο σύγγραμμα το οποίο επεκαλέσθη. Ανεπίτρεπτος, ο εξαναγκασμός του κατηγορουμένου να ομολογήσει την ενοχή του με ψυχολογικά τεχνάσματα, όπως η τόνωση του αισθήματος ενοχής, η προσποιητή κατανόηση των κινήτρων του νόμου κλπ.

Αντίθετα, θα πρέπει ο τρόπος εξετάσεώς του να είναι, ώστε να εμποδίζει την νομολογία. Και υπόθεση Τσάπμαν. Αναληθής ομολογία οδήγησε το Δικαστήριο σε καταδίκη, σε ισόβια κάθειρξη, καίτοι η ομολογία αυτή είχε ανακληθεί του Μουντή. Ποιος αγωνίστηκε για την αναθεώρηση της δίκης, για την επανάληψη της διαδικασίας; Ο πατέρας του θύματος. Είναι ομολογουμένως συγκινητική η περίπτωση. Ενός ανθρώπου ο οποίος διέγνωσε, ότι εκείνος ο οποίος οδηγήθηκε σε ομολογία της δολοφονίας της κόρης του, ψευδώς ομολόγησε. Και απεσπάσθη η ομολογία καθ’ ον τρόπον απεσπάσθη, για να κλείσει ένας φάκελος, ο οποίος ενδεχομένως ενοχοποιούσε άλλους.

Και έρχομαι στην υπόθεση Πολκ. Η υπόθεση Πολκ είναι περισσότερο διδακτική, αξιότιμοι κ. Δικασταί. Ο Πολκ, ο Στακτόπουλος, ομολόγησε την ενοχή του, και την ομολόγησε και στο ακροατήριο και επίσης το Δικαστήριο των Συνέδρων έλαβε υπόψιν του και γραφολογική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας κατηγορείτο ότι η μητέρα Στακτόπουλου, είχε γράψει με τα χέρια της τον φάκελο δια του οποίου ταχυδρομήθηκε η ταυτότητα του θύματος στο αστυνομικό τμήμα τάδε. Και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης απεδείχθη ανακριβής και η ομολογία.