Μια από τις αισιόδοξες υποθέσεις που διατυπώθηκαν τη δεκαετία του '90 ήταν ότι η Ρωσία κινείται στην κατεύθυνση της δημοκρατίας.
Η υπόθεση αυτή στηριζόταν σε δύο εκτιμήσεις. Η πρώτη ήταν ότι το κοινωνικό και πολιτικό χάος που δημιουργείται σε κάθε φάση ανάπτυξης της Ρωσίας τακτοποιείται κατά κάποιο τρόπο από τον επόμενο ηγέτη.
Η δεύτερη εκτίμηση ήταν ότι οι ίδιοι οι ηγέτες, είτε στο πολιτικό είτε στο οικονομικό πεδίο, θα ξεπεράσουν το θολό σοβιετικό τους παρελθόν και θα γίνουν είτε αξιόπιστοι δημοκρατικοί πολιτικοί, είτε δυτικού τύπου επιχειρηματίες.
Το γεγονός ότι οι δύο αυτές ομάδες έχουν τώρα εμπλακεί σε μια διαμάχη για τους ρόλους που τους αντιστοιχούν δείχνει ότι η μετάβαση αυτή δεν έγινε, όπως τουλάχιστον είχε εξαγγελθεί. Οι πρωταγωνιστές τους, βέβαια, άλλα υποστηρίζουν.
Ο πρόεδρος Πούτιν εμφανίζεται ως ένας άνθρωπος του νόμου και της τάξης, ο οποίος κατανοεί τις ανάγκες της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τη δύναμη του λαού. Στο βαθμό που η αγορά απαιτεί κάποιους θεσμούς που η Δύση αποκαλεί δημοκρατικούς, και στο βαθμό που ένας ηγέτης χρειάζεται ψήφους, ο Πούτιν μοιάζει να κατανοεί και να δέχεται έναν περιορισμένο ρόλο της δημοκρατίας.
Ορισμένοι πάλι από τους ολιγάρχες, οι οποίοι ελέγχουν ως και το 70% της ρωσικής οικονομίας, έχουν προσπαθήσει να καταστήσουν πιο διαφανείς τις επιχειρήσεις τους, προσφέρονται να πληρώσουν περισσότερους φόρους και εμφανίζονται γενικότερα διατεθειμένοι να αποδεχθούν τους κανόνες ενός πιο έντιμου καπιταλισμού.
Ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, πρόεδρος της Yukos, δεν χρηματοδοτούσε μόνο κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά άφηνε και υπαινιγμούς ότι μπορεί να θέσει υποψηφιότητα στις μεθεπόμενες προεδρικές εκλογές. Με τον τρόπο αυτό, παραβίασε έναν άγραφο νόμο που φέρεται να έχει θέσει ο Πούτιν στους ολιγάρχες για να τους επιτρέψει να απολαμβάνουν την οικονομική τους εξουσία: μην ανακατεύεστε στην πολιτική.
Αυτό είναι ένα από τα αδικήματα που οδήγησαν τον Χοντορκόφσκι στη φυλακή, αλλά όχι το μόνο.
Οπως γράφει ο Μάρτιν Γούλακοτ στην «Guardian», οι διαπραγματεύσεις με την Exxon Mobil και τη Chevron-Texaco για την πώληση ενός μεγάλου μεριδίου της Yukos φαίνεται πως εξόργισαν ορισμένους υποστηρικτές του Πούτιν, που είδαν τα οικονομικά τους συμφέροντα να απειλούνται. Ο κύκλος του ρώσου προέδρου είναι μοιρασμένος ανάμεσα στην «οικογένεια», ανθρώπους που οφείλουν τη θέση τους στον Γιέλτσιν και έχουν σχέσεις με τους ολιγάρχες, και τους siloviki, που προέρχονται από την KGB ή άλλους μηχανισμούς ασφαλείας.
Σε οποιαδήποτε σύγκρουση με τους ολιγάρχες, ο Πούτιν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει επιλεκτικά το νόμο. Εκείνοι, με τη σειρά τους, διαθέτουν το όπλο του χρήματος και της επιρροής στις επιχειρήσεις.
Οι ρωσικές χρηματαγορές γνώρισαν μεγάλη αναταραχή μετά τη σύλληψη του Χοντορκόφσκι και ακόμη δεν έχουν συνέλθει. Καθώς η ισχυρή οικονομία βρίσκεται ανάμεσα στις υψηλότερες προτεραιότητες του Πούτιν, είναι βέβαιο ότι τέτοιες αντιδράσεις τόν ανησυχούν.
Ο Πούτιν φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να διοικεί μια κοινωνία όπου ο πλούτος και η οικονομική εξουσία δεν έχουν πολιτική διάσταση. Σε μια χώρα όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι δημοφιλείς, αυτή η γραμμή μπορεί να περάσει. Στην περίπτωση του Χοντορκόφσκι, όμως, ο ρώσος πρόεδρος αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Αν τα δικαστήρια τον αθωώσουν, το πλήγμα που θα υποστεί θα είναι βαρύ. Αν πάλι τον καταδικάσουν σε μια βαριά ποινή, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό είναι απρόβλεπτες. Ισως ο Πούτιν μετανιώσει για την ημέρα που ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Ρωσίας έχασε την ελευθερία του.
Πηγή: The Guardian, ΑΠΕ