Πολιτική
Δευτέρα, 10 Νοεμβρίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (10/11/2003) Μέρος 4/7

Και δεύτερον, λέει ο κ. Σκιαδάς, ότι δίδεται το δικαίωμα αυτό σε πρόσωπο που έχει πλήρη ελευθερία της βούλησης, η οποία στην περίπτωση του κατηγορουμένου δεν τεκμαίρεται. Δηλαδή κατά κανόνα ο κατηγορούμενος πρέπει να πάει με δικηγόρο. Υπάρχει και μια άλλη απόφαση που θέλω να τονίσω ενώπιόν σας και θα τελειώσω, η απόφαση Αλλεν κατά Ηνωμένου Βασιλείου, από 5.11.2002, που αφορά μια περίπτωση απόσπασης οιονεί έτσι έχει αναφερθεί από μια έγκριτη συνάδελφό μου, οιονεί κατάθεσης από κατηγορούμενο. Επιγραμματικά σας λέω ότι, ο προσφεύγων τότε, ο οποίος κατηγορούνταν για τέλεση ανθρωποκτονίας, άσκησε το δικαίωμα σιωπής.

Τα αστυνομικά όργανα, έθεσαν μέσα στο κελί που εκρατείτο ένα μυστικό πληροφοριοδότη της αστυνομίας, ο οποίος τον ενέπλεξε σε συζητήσεις, τον έφερε σε σημείο να ομολογήσει πράγματα ενδιαφέροντα και ο οποίος μυστικός πληροφοριοδότης βέβαια μετά, κατέθεσε σχετικά μ’ αυτά που πληροφορήθηκε ως μάρτυρας.

Θα μου πείτε τι δουλειά έχει αυτό με την περίπτωση του Σάββα Ξηρού; Θα σας πω. Ένας μικρός παραλληλισμός θα γίνει και νομίζω ότι θα μπορέσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Το θέμα λοιπόν εδώ πέρα είναι, εάν υπάρχει παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, εξαναγκασμός του σε κατάθεση, και η απόφαση η οποία διαβάζω χρησιμοποιεί ένα σκεπτικό, το οποίο κάνει αναφορά σε άλλες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Καναδά και λέγει ότι, τότε μόνο έχουμε παραβίαση των δικαιωμάτων, όταν η κατάθεση οιονεί αυτή που έδωσε ο κατηγορούμενος, είναι λειτουργικά ισοδύναμη με εξέτασή του από ανακριτικά όργανα, τα οποία δεν δηλώσανε την ιδιότητά τους και δεν μπόρεσε ο κατηγορούμενος να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, το οποίο βεβαίως και κατά το δίκαιό μας και αν θέλουμε αν είμαστε μέσα στο πνεύμα της δίκαιας δίκης, πρέπει να ανακοινώνεται αμέσως άμα τη συλλήψει στον κατηγορούμενο, ότι έχει δικαίωμα να μην πει τίποτα, ότι έχει δικαίωμα να παρίσταται με δικηγόρο, όσον αφορά το δικαίωμα της σιωπής.

Συγκεκριμένα διευκρίνισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην αναφερόμενη απόφαση ότι, στην προκείμενη υπόθεση οι δηλώσεις του προσφεύγοντος δεν ήταν αυθόρμητες, αλλά υποκινούμενες από τις συνεχείς και πιεστικές ερωτήσεις του πληροφοριοδότη, ο οποίος κατηύθυνε τις μεταξύ τους συνομιλίες στην απόσπαση πληροφοριών, ως προς την τέλεση της ανθρωποκτονίας.

Υπό τις περιστάσεις αυτές η ανωτέρω συμπεριφορά μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργικά ισοδύναμη με την εξέταση, και βεβαίως δεν διασφαλίζονται οι εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο της τυπικής εξέτασης. Ότι ο προσφεύγων υπέστη ψυχολογικής πιέσεις, οι οποίες φαλκίδευσαν το εκούσιο των σχετικών αυτού επιβαρυντικών του δηλώσεων, και βεβαίως το Δικαστήριο κατέληξε ότι παρά την βούληση του προσφεύγοντος, έγινε χρήση αυτή της κατάθεσης του μάρτυρος και παρεβιάσθη το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σιωπής.

Εδώ το αποσπασθέν μέσο, διότι βεβαίως τον πληροφοριοδότη αυτόν, τον οποίον έβαλε στο κελί, εισήγαγε στο κελί η αστυνομίας της Αγγλίας, εγώ βλέπω και θα μου επιτρέψετε τον παραλληλισμό, τον κ. Σύρο και τον κ. Διώτη.

Τι έχουμε στοιχεία από τις συνεντεύξεις που έδωσε ο κ. Διώτης ο ίδιος, το λέει η κα Μαύρου στην συνέντευξή της , δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, γιατί να την αμφισβητήσουμε εμείς και εσείς κ. Δικαστές, δεν έχετε κανένα πάτημα για να την αμφισβητήσετε.

Λέει ότι ο κ. Σύρος και ο κ. Διώτης μπήκανε μέσα χωρίς να του ανακοινώσουν τις ιδιότητές τους, δεν του είπαν ποιοι ήταν. Ο Σάββας ζητούσε εξομολόγο, ο Σάββας λέει, φέρτε μου έναν παπά, γιατί πίστευε ότι θα πέθαινε ο άνθρωπος. Ο Σάββας απ’ ότι είπε μετά εννοούσε, φέρτε μου τον πατέρα μου για να έχω μια επαφή με τον έξω κόσμο. Και αντί γι’ αυτό, δεν θέλω να σας βάλω στο κόπο να ξαναδιαβάζω το απόσπασμα, τα έχουμε διαβάσει ενώπιόν σας, είναι και κατατεθειμένα στα σχετικά έγγραφα αυτά που υποστηρίζουμε, μπήκε μέσα ο κ. Σύρος και ο κ. Διώτης, οι οποίοι απέκρυψαν την ιδιότητά τους.

Και μάλιστα λέει έτσι γλαφυρά, η πρώτη ήταν, γεια σου Σάββα γενικά και αόριστα και τον ενέπλεξαν σε μια κουβεντούλα. Λοιπόν για μένα, ο κ. Σύρος και ο κ.Διώτης ήταν ακριβώς αυτό που λέμε, ο βαλτός, είναι ισοδύναμο, είναι λειτουργικώς ισοδύναμο του βαλτού, αυτόν που τον βάλανε μέσα στο κελί στην Αγγλία, το ίδιο πράγμα κάνανε δυο λειτουργοί, δυο κρατικοί λειτουργοί.

Και βεβαίως το αποδεικτικό μέσο που κερδίσαμε σε αντίθεση με την συγκεκριμένη υπόθεση που αναφέρω, δεν ήταν η κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, αλλά ήταν η ομολογία.

Στην μια πήγε ο μάρτυρας ο ίδιος και εξέτασε, εδώ βεβαίως δεν θα διανοούταν και για τυπικούς και για ουσιαστικούς λόγους να έρθει ένας από τους προανακριτικούς υπαλλήλους να καταθέσει, δεν γίνεται, άρα τι κάναμε; Πήραμε την ομολογία. Φροντίσαμε λοιπόν να την δέσουμε, να βάλουμε και το Σάββα με το κουλό του το χεράκι να την υπογράψει, και ας με συγχωρήσει για την έκφρασή μου, με ένα έτσι τρεμάμενο «Σ› αν είναι δικό του εκεί πέρα και αν έβλεπε, που δεν έβλεπε τι υπέγραφε και το αποδεικτικό μέσο έφθασε ως ομολογία – απολογία κατηγορουμένου ενώπιόν σας.

Είναι παράνομα αποκτηθέν κ. Πρόεδρε. Είναι παρανόμως αποκτηθέν επαναλαμβάνω. Εμείς κρίνουμε ότι είναι παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα και κατά παράβαση των άρθρων του Συντάγματος που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και των αντιστοίχων άρθρων που απαγορεύουν την εξευτελιστική και βασανιστική συμπεριφορά του Ποινικού μας Κώδικα και των διατάξεων των σχετικών της ποινικής οικονομίας.

Και αυτό βεβαίως σημαίνει ότι και όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κέρδισε η κατηγορούσα αρχή με βάση αυτή την ομολογία, είναι και αυτά δηλητηριασμένα στην πηγή τους και προσβάλλονται και αυτά. Βεβαίως θα μου πείτε, πάτε πολύ μακριά κ. Βλάχο τώρα τι να κάνουμε, θα το κλείσουμε το Δικαστήριο να φύγουμε; Δεν ξέρω εγώ, εσείς τα λέτε. Όχι εσείς προσωπικά, το δίκαιο το οποίο δίνει αυτή τη δυνατότητα να κάνω αυτού του είδους την ερμηνεία. Εσείς μπορείτε να μου πείτε ότι είναι λανθασμένη και ευχαρίστως και με πολύ ενδιαφέρον θα διαβάσω το σκεπτικό σας.

Πέραν αυτών όμως, υπάρχει και η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αναφέρω σαν τελευταίο στοιχείο, πολύ ενδιαφέρον, εγώ ο ίδιος το πληροφορήθηκα προσφάτως από εργασία που παρουσίασε εκλεκτός συνάδελφος στα πλαίσια μιας επιστημονικής συνάντησης. Η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέταξε μια Πράσινη Βίβλο για τα δικαιώματα και εγγυήσεις των κατηγορουμένων. Και σε αυτή τη Βίβλο, λέγεται Πράσινη Βίβλος για τις διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ των υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προσχωρεί λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καθιερώνει για τα μέλη της, η ίδια η Ένωση πλέον, ορισμένες θεσμικές εγγυήσεις. Πέντε λοιπόν είναι τα θεμελιώδη κατά την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Πρώτον, το δικαίωμα στην παρουσία δικηγόρου κατά την προδικασία και την δίκη. Δεύτερον, το δικαίωμα σε αρμόδιο και κατάλληλο διερμηνέα ή και μεταφραστή, ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει τι σε βάρος του κατηγορία κι να αντιλαμβάνεται τη διαδικασία. Τρίτον, η προστασία, η υποχρέωση προστασίας ειδικών κατηγοριών – προσώπων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

Τέταρτον, η υποχρέωση γνωστοποίησης στον συλληφθέντα των δικαιωμάτων του, χαρακτηριζόμενο και ως «επιστολή δικαιωμάτων›. Για το πρώτο δικαίωμα νομίζω ότι είπα αρκετά. Η παρουσία δικηγόρου, το θεμελιωδέστερο των δικαιωμάτων. Από αυτό εξαρτάται και η άσκηση όλων των υπολοίπων.

Έρχομαι όμως στο δικαίωμα υπ’ αριθμόν 3. «Κατάλληλη προστασία για ειδικές κατηγορίες προσώπων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση›. Εξειδικεύοντας λοιπόν η Επιτροπή, τί θεωρεί ως πρόσωπα που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση; Ανάμεσα στα άλλα που αναφέρει, αλλοδαπούς που δεν μιλούν τη γλώσσα του κράτους φιλοξενίας κτλ., είναι και πρόσωπα που μειονεκτούν λόγω ψυχικής ή διανοητικής νόσου και πρόσωπα που μειονεκτούν λόγω φυσικής αναπηρίας ή σοβαρών προβλημάτων υγείας καθώς και πρόσωπα που δε γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή ενόψει του ότι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν πλήρως τη διαδικασία.

Κάνω λοιπόν μια μικρή μεταφορά εδώ πέρα και λέω: Βλέπουμε κανένα παραλληλισμό με την υπόθεση του Σάββα Ξηρού, ίσως αν θέλετε και με την περίπτωση του Βασίλη Ξηρού; Εάν ναι, εσείς βγάλτε τα συμπεράσματά σας, εγώ νομίζω όμως ότι χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, είναι παραβίαση βασικών και θεμελιωδών αρχών όταν δεν παρέχονται, ειδικά σε αυτά τα πρόσωπα όλες οι εγγυήσεις, με όλη την απλοχεριά που μπορεί να έχει μια δίκαια και έννομη πολιτεία.

Όλη αυτή η διαδικασία έτσι όπως ακολουθήθηκε, δεν πέρασε απαρατήρητη από κάποιους, από κάποια κέντρα τα οποία ήθελαν να ωθήσουν την εξέλιξη της υπόθεσης της 17Ν. Είχαμε εύσημα για τον τρόπο αυτόν του χειρισμού, διεθνή. Δηλώσεις του κ. Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, εκπροσώπου του State Department στο «ΒΗΜΑ› στις 3/7: «¶ριστη συνεργασία μεταξύ αμερικανικών και ελληνικών Αρχών›. Ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, εκπρόσωπος του State Department στις 18/7: «Συγχαίρουμε›. Ο αξιότιμος κ. Τόνι Μπλερ, Πρωθυπουργός της Αγγλίας, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ›, 26/7/2002, συγχαίρει και αυτός. Ούλιαμ Χιμπλ: «Συγχαρητήρια›.

Τόμας Μίλερ, ο Αμερικανός Πρεσβευτής, συνέντευξη στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› στις 8/8/2002: «Δεν τελειώσαμε με την τρομοκρατία. Δεν αρκούν οι συλλήψεις, πρέπει να υπάρξουν και καταδίκες›. Δεν τελειώσαμε κ.κ. Δικαστές ποιοι; Το ελληνικό κράτος; Η ελληνική δικαιοσύνη; Βεβαίως, δεν τελείωσε, δεν έβγαλε την απόφασή της. Αλλά ο πληθυντικός; Υπήρξαν βέβαια αντιδράσεις σε ανώτατο επίπεδο πολιτικής ηγεσίας. Ο κ. Κωνσταντόπουλος και ο Συνασπισμός διαμαρτυρήθηκαν, δε θυμάμαι ποιοι άλλοι, αλλά αυτό είναι σκάνδαλο. Είναι σκάνδαλο παρεμβάσεων στο έργο σας.

Πρέπει να υπάρξουν καταδίκες. Πρέπει μόνο όταν το κρίνετε εσείς. Είναι θράσος αυτό, να βγαίνουν εξωθεσμικοί της δικαιοσύνης παράγοντες και να προσπαθούν να επηρεάσουν τη δικαιοσύνη. Νομίζω ότι έχετε αντιληφθεί πολύ καλά ότι και εμείς αντιλαμβανόμαστε, σας το λέω ειλικρινά και εύχομαι να μην παρασυρθείτε ότι όσο και να θέλετε να προασπιστείτε το ρόλο σας υπάρχουν δυσκολίες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βεβαίως εύχομαι να μην υποπέσετε στην αντίληψη ότι πρέπει να τηρηθούν κάποιες ισορροπίες λίγο πάνω λίγο κάτω. Όχι. Ό,τι πιστεύετε και αν το πιστεύετε.

Έρχομαι σε ένα άλλο θέμα το οποίο πολλές φορές ετέθη από Έδρας, την Εισαγγελική Έδρα συγκεκριμένα, αλλά και από την Πολιτική Αγωγή. Το θέμα της ανάκλησης των ομολογιών. Εδώ βλέπουμε ότι οι περισσότεροι από τους κατηγορουμένους, πλην αυτών οι οποίοι επέμειναν και ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς όχι τελείως, δε θέλω να αναφερθώ, κάποιος είπε ότι «εγώ για τον εαυτό μου επιμένω αλλά ό,τι είπα για τους άλλους τα ανακαλώ, εν πάση περιπτώσει ετέθη το θέμα αν υπάρχει δικονομικά η ανάκληση ομολογίας. Το έθεσε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας.

Εγώ λοιπόν κ. Εισαγγελεύς θα σας πω ότι όχι απλώς υπάρχει, αλλά είναι αυτονόητη αυτή η αρχή, υπάρχει ως αυτονόητη. Υπάρχει είτε ρητώς, ασχέτως αν είναι εκπεφρασμένη γραπτώς, υπάρχει στη λογική της δικονομίας μας μέσα και βεβαίως και στην πρακτική. Οι δυο στους τρεις κατηγορούμενους μόλις φτάνουν στο ακροατήριο ανακαλούν, αν όχι ολικώς, τουλάχιστον μερικώς αυτά τα οποία έχουν πει στην προανάκριση.

Το βλέπετε ρητώς από την αρχή της αμεσότητας, συνάγεται. Δε θα σας κάνω φροντιστήριο, για όνομα του Θεού, θα παραμείνω μόνον, έτσι, για να δώσω ένα επιχείρηση του πώς η αρχή της αμεσότητας προβλέπει την ανάκληση της ομολογίας. Δηλαδή τί σημαίνει; Δε μπορώ να ανακαλέσω ότι έχω ομολογήσει στην προδικασία; Μα τότε ποια είναι η κυρίαρχη θέση του Δικαστηρίου της ουσίας; Ποια είναι η θέση του Δικαστού που κάθεται στην Έδρα και δικάζει επί της ουσίας, ποια είναι η αμεσότητα που απαιτείται της προσωπικής επαφής του Δικαστή με τον κατηγορούμενο και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα;

Αν είναι έτσι, ό,τι και να πει ο κατηγορούμενος στην προδικασία, θα ερχόμαστε σε ένα δικαστήριο και απλώς θα επικύρωνε αυτά που έχει ήδη πει στην προδικασία. Δε θα χρειαζόταν να τον φέρουμε εδώ πέρα. Να μας πει τί; Αν ανακαλέσει θα το λάβουμε υπόψη μας, δεν υπάρχει ανάκληση της ομολογίας. Αν δεν ανακαλέσει δε χρειάζεται να το επαναλάβει, λοιπόν καταργούμε το δικαστήριο επί της ουσίας.

Δεν είναι αυτό, ίσα-ίσα επιβάλλει η αρχή της αμεσότητας στο Δικαστήριο να λάβει πάρα πολύ σοβαρά το γεγονός της ανάκλησης μιας ομολογίας. Βεβαίως θα εκτιμήσει το Δικαστήριο σε ποιες συνθήκες απόδειξης, για ποιους λόγους γίνεται αυτό και τί σημασία μπορεί να έχει αυτό και αν επηρεάζει την αξιοπιστία του κατηγορουμένου.

Σαφέστατα, αυτό είναι υποχρεωμένο να το κάνει το Δικαστήριο, αλλά όχι όμως ότι δεν έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος να ανακαλέσει και να καταστρατηγούνται βεβαίως μετά με βάση αυτή την αρχή τα δικαιώματά του με τον τρόπο που θα σας δείξω μετά ότι καταστρατηγήθηκαν, διότι εδώ πέρα αναγνώστηκαν πλήρεις οι προανακριτικές και ανακριτικές ομολογίες – απολογίες των κατηγορουμένων, κατά παράβαση της δικονομίας και δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αυτό το πράγμα διότι και η αρχή της αμεσότητας τραυματίζεται και η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης και η αρχή του δικαιώματος της σιωπής.

Για να κλείσω όμως το θέμα του αν υπάρχει ή όχι ανάκληση των ομολογιών, αναφέρω μόνο τον καθηγητή κ. Ανδρουλάκη ο οποίος σε μια εργασία του αναφέρει : «Είναι απαράδεκτο να είπει το Δικαστήριο ότι πιστεύει εις την προανακριτικήν ομολογίαν και όχι εις την εν τω ακροατηρίω άρνηση. Τούτο μόνο δύναται να είπει, ότι δεν πιστεύει εις την τελευταίαν γι άλλους τούτους ή εκείνους τους λόγους›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Νομίζω ότι είναι διαφορετικό όταν κάποιος ανακαλεί την ομολογία του. Ανακαλεί το ίδιο το γεγονός αυτό που έχει καταθέσει. Εσείς θα εκτιμήσετε τη στάση του, δεν θα εκτιμήσετε το γεγονός αυτό διά της πλαγίας συνεισφερθέν ξανά στην ακροαματική διαδικασία.

Έρχομαι στο θέμα λοιπόν της ανάκλησης. Δημιουργήθηκε ένα τεράστιο θέμα το οποίο βεβαίως επηρεάζει άμεσα την υπεράσπιση των εντολέων μου, του αν και κατά πόσον μπορούν να αξιολογηθούν προανακριτικές και ανακριτικές ομολογίες μετά την ανάκληση, η οποία είναι δικαίωμά του και ελευθέρως προβαίνει σε αυτήν.

Εγώ νομίζω ότι περίφημο θέμα με το 211α που συζητήθηκε διεξοδικώς εδώ πέρα, ταπεινή μου γνώμη είναι, έγινε πολλή συζήτηση για αυτονόητο πράγματα. Η διάταξη 211 από μόνη της, όχι η 211α, περιέχει μια απαγόρευση, έναν περιορισμό. Λέει ότι δεν μπορεί να καταθέσει σαν μάρτυρας σε μια ποινική δίκη κάποιος ο οποίος είναι κατηγορούμενος στην ίδια διαδικασία.

Αυτό τεκμηριώνεται και από το όλο πνεύμα της ποινικής μας δικονομίας που λέει ότι ο κατηγορούμενος σε καμία περίπτωση δε μπορεί να μαρτυροποιηθεί για τους λόγους που υπάρχουν, διότι έχει δικαίωμα σιωπής ο ένας ενώ δεν έχει δικαίωμα ο άλλος, ενώ έχει υποχρέωση αληθείας ο ένας ενώ δεν έχει ο άλλος κτλ., ενώ έχει υποχρεώσεις συνεχούς παρουσίας στο ακροατήριο, ενώ υποχρέωση του να μην βρίσκεται στο ακροατήριο ο άλλος, ο μάρτυρας κτλ.

Τί έχουμε εδώ πέρα; Έχουμε ομολογίες κατηγορουμένων οι οποίες περιέχουν και στοιχεία επιβαρυντικά για συγκατηγορουμένους. Ο συγκεκριμένος Χ από τους προκείμενους εδώ κατηγορούμενους, ομολογεί όσα ομολογεί για τον εαυτό του, λέει όμως «εκεί ήταν και αυτός, ήταν κι εκείνος, ήταν κι ο άλλος›. Έρχεται εδώ και ανακαλεί. Τί ανακαλεί; Τα δικά του.

Πέφτει σε αντίφαση; Βεβαίως. Έχει τη δυνατότητα το Δικαστήριό σας με το 366.2 να του καταδείξει τις αντιφάσεις. Προς αυτόν καταδεικνύει λέει, «να του καταδείξει›, να του πει «κύριε εδώ πέρα εσύ άλλα έλεγες, τώρα μας τα ανακαλείς. Δώσε μας μια εξήγηση›. Εκείνο που θα εκτιμήσει το Δικαστήριο είναι βεβαίως εάν πράγματι υπάρχει ανάκληση και από κει και πέρα θα εκτιμηθεί η όλη στάση του στο πλαίσιο της ηθικής απόδειξης.

Η απαγόρευση της μαρτυροποίησης δεν εκτείνεται όμως μόνο στην απαγόρευση του να καταθέσει ως μάρτυρας στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος. Επεκτείνεται κατά κοινή παράδοση και της νομολογίας του Αρείου Πάγου και της επιστήμης και στην απαγόρευση ανάγνωσης στο ακροατήριο καταθέσεων συγκατηγορουμένων στην προδικασία.

Η ομολογία λοιπόν, επανέρχομαι, που περιλαμβάνεται σε μια απολογία κατηγορουμένου, είναι αυτή καθαυτή αποδεικτικό μέσον. Τα επιβαρυντικά στοιχεία που υπάρχουν για τους άλλους –να δούμε τί είναι αυτά. Είναι αποδεικτικό μέσο; Είπαμε ότι ως μάρτυρας δεν μπορεί να καταθέσει. Τί είδους αποδεικτικό μέσον είναι τα επιβαρυντικά στοιχεία που περιέχονται σε απολογία και συμβαδίζουν με ομολογία; Ή και όχι;

Εδώ υπεισέρχεται το 211α το οποίο λέει ότι εάν υπάρχουν σε μία μαρτυρική κατάθεση ή σε μια απολογία κατηγορουμένου στοιχεία επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενο, το δικαστήριο δεν μπορεί να θεμελιώσει την κρίση περί ενοχής μόνο σε αυτά τα στοιχεία. Αυτό είναι απόλυτα λογικό. Εδώ τίθεται ένας περιορισμός στο Δικαστήριο.

Όταν έχουμε έναν κατηγορούμενο στο ακροατήριο που εξετάζεται, αυτός μπορεί να επαναλάβει την ομολογία του στην προδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, λέει το 211α ότι δεν μπορεί αυτό και μόνο να εκτιμηθεί από μόνο του για να καταδικαστεί συγκατηγορούμενος. Όταν όμως αρνείται, όταν έρχεται εδώ και δεν επαναλαμβάνει αυτά που είχε πει στην προδικασία, ερωτώμαι δικονομικά πώς θα εισέλθουν αυτά στην ακροαματική διαδικασία ενώπιόν σας; Πώς θα εισέλθουν; Διαβάζοντας τις ομολογίες απολογίες του όλες;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Κύριε Πρόεδρε εσείς έχετε βγάλει μια απόφαση, είναι προπαρασκευαστική της απόφασης η απόφαση αλλά σ΄ αυτό θα στηριχτεί και η απόφαση που θα βγάλετε. Εγώ δεν έχω άλλο υπερασπιστικό επιχείρημα και θα σας το πω και ευθέως για να σας προλάβω κιόλας. Για τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό δεν έχουμε άλλο εκτός από κατηγορίες συγκατηγορουμένων του.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Το θέμα είναι πώς θα το θεμελιώσετε και αν έχετε αρκετές ενδείξεις. Εγώ λέω ότι δεν έχετε αποδείξεις. ¶ρα λοιπόν για μένα είναι το πιο βασικό θέμα αυτό. Επί χρόνια κατηγορείται ότι συμμετείχε στις πιο βασικές ενέργειες της τρομοκρατικής Οργάνωσης ο Χριστόδουλος Ξηρός και δεν υπάρχει ένα στοιχείο. Δεν υπάρχει ένα δακτυλικό αποτύπωμα, δε υπάρχει ένα στοιχείο DNA, δεν υπάρχει ένα στοιχείο του γραφικού του χαρακτήρα, δεν υπάρχει τίποτα.

Το μόνο το οποίο έχετε για τον Χριστόδουλο Ξηρό στα χέρια σας είναι η «ομολογία› του την οποία την έχει ανακαλέσει και καταγγείλει ενώπιόν σας και αυτά που λένε τινές μεταμεληθέντες, τα οποία εσείς μπορείτε, εφόσον τα επανέλαβαν ενώπιόν σας να τα λάβετε υπόψη σας, και αυτά που λένε αυτοί που τα αρνήθηκαν στις προανακριτικές τους και στις ανακριτικές τους. Αυτά είναι το θέμα, μπορείτε να τα λάβετε υπόψη σας; Έχετε το δικαίωμα όταν απαγορεύεται να μαρτυροποιηθεί ένας κατηγορούμενος εσείς διά της πλαγίας, να επαναφέρετε στο ακροατήριο διά της αναγνώσεως πλήρους προδικαστικής, ανακριτικής και προανακριτικής απολογίας του τα επιβαρυντικά αυτά στοιχεία που λέει για άλλους; Έχετε αυτό το δικαίωμα;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτά δεν είναι ένδειξη;

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Ως ενδείξεις δε είπα ότι δεν μπορείτε να τις εκτιμήσετε, εκτιμήστε τις. Λέω εάν σωστά εισήλθαν στο ακροατήριό σας με την πλήρη ανάγνωση και των επιβαρυντικών για άλλους περικοπών των καταθέσεων, διότι εν πάση περιπτώσει καταστρατηγούνται και στοιχειώδη δικαιώματα. Ανεγνώσθησαν, εφόσον ανεγνώσθησαν δεν υπήρχε δικαίωμα κατ’ αντιδικίαν εξέτασης.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς πώς ο Χριστόδουλος Ξηρός τα χρήματα που φέρεται ότι εισέπραξε τα εισέπραξε ως Μανόλης; Δε λέγεται Μανόλης, Χριστόδουλος λέγεται και το αν το Χριστόδολος αντιστοιχεί σε Μανόλης πρέπει να το αποδείξετε εσείς. Αλλά εν πάση περιπτώσει εμείς αποδείξαμε ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός ούτε για τον γιατρό του δεν είχε να πληρώσει, που υποτίθεται ότι αυτά τα χρήματα ήταν για να καλύπτουν ασφαλιστικά ή, αν μη τι άλλο, τη στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των φερομένων ως μελών. Όλα αυτά πρέπει να τα εξετάσετε στα σοβαρά και όχι να έχετε ήδη πάρει απόφαση....

Πιστεύω ότι η ανάγνωση στην προδικασία της απολογίας ως προς τον κατηγορούμενο δεν επιτρέπεται διότι ούτε μάρτυρας είναι ο κατηγορούμενος ο οποίος εξετάζεται εδώ πέρα, εάν αρνηθεί βεβαίως λέω, όχι αν έρθει και εξεταστεί κατ’ αντιδικία και βεβαίως είναι ένα κουτσουρεμένο δικαίωμα που ασκείται με ερωτήσεις μέσω του Προέδρου αλλά εν πάση περιπτώσει ας πούμε ότι σε αυτή τη Δίκη του δώσατε ένα διευρυμένο περιεχόμενο, και καλά κάνατε, αυτό είναι ακριβώς το πλαίσιο της δίκαιης Δίκης, ότι σε μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να γίνουν ευθέως ερωτήσεις δι’ υμών βεβαίως που έχετε το δικαίωμα να απαγορεύσετε, αν κάποια δεν ταίριαζε στη δικονομίας μας.

Το δικαίωμα που δώσατε εδώ να εξετάσουμε κατ’ αντιδικία τους κατηγορουμένους που μας κατηγορούν, μας το πήρατε πίσω, διότι αρνούμενοι αυτοί να εξεταστούν εδώ πέρα επί της ουσίας, εισήγατε διά της πλαγίας τις προανακριτικές τους και τις ανακριτικές τους. Εκεί λοιπόν δεν έχουμε δικαίωμα υπερασπιστικό κανένα. Τί να πούμε; Πώς θα αντικρούσουμε εμείς τους ισχυρισμούς αυτούς;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

(διαλογικές συζητήσεις)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Εν πάση περιπτώσει υπάρχει κι ένα γενικότερο επιχείρημα για μένα, δεν ξέρω αν το θεωρήσει το Δικαστήριό σας αξιόλογο, ότι σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή που αναγιγνώσκονται αποσπάσματα ανακληθείσης απολογίας επιβαρυντικά για συγκατηγορούμενο, ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής και διάφόρα δικαιώματα των μαρτύρων, όπως η προστασία του 224. Πώς θα αμυνθώ εγώ; Πώς θα πω ότι εφόσον είμαι μάρτυρας κατά του αδερφού μου, ουσιαστικά γίνομαι μάρτυρας με την ανάγνωση της προδικαστικής, ανακριτικής, εγώ στέλνω τον αδερφό μου μέσα; Και θα δείτε ότι σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις κ. Πρόεδρε, αν θα πάνε οι τρεις Ξηροί μέσα, θα πάνε ο ένας με τον άλλον.

Σκεφτείτε το ηθικό περιεχόμενο αυτής της εξέλιξης της Δίκης. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση, δεν μπορεί καν να ασκήσει το δικαίωμα ένας και να πει ενώπιόν σας «κύριοι κάνω χρήση του 224, αρνούμαι να καταθέσω για τον αδερφό μου, προφυλάσσω τον αδερφό μου γιατί θα διαλυθεί η οικογένειά μας›. Αυτό το δικαίωμα το δίνει ο νόμος. Πώς λοιπόν θα γίνει άσκηση αυτού του δικαιώματός ενώπιόν σας;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Δεν υπάρχει βεβαίως σιωπηρή κατάργηση του 211α με το 2928 το οποίο, επανέρχομαι, για μένα το 211α είναι ξεκάθαρο, διότι μόνο σε αυτή την περίπτωση, όχι στην περίπτωση που κάποιος ενώπιόν σας δεχτεί να επαναλάβει στο ακροατήριο τα επιβαρυντικά στοιχεία για συγκατηγορούμενό του, τότε μόνο δε μπορείτε, μόνο σε αυτά να στηριχτείτε. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δε μπορείτε καν να τα αξιοποιήσετε τα επιβαρυντικά για άλλον. Και αυτό είναι το νόημα.

Και σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, δεν υπάρχει σιωπηρή κατάργηση. Θεωρώ το επιχείρημα που προέβαλλε ο κ. Λάμπρου ότι δεν έχει βάση, διότι ούτε από την ερμηνεία του 2928 προκύπτει, μάλιστα τί λέει ο 2928: «Όποιος δικαιούται των διατάξεων των ευεργετικών, όποιος συμβάλλει στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής Οργάνωσης δεν σημαίνει ότι η εξάρθρωση ταυτίζεται γλωσσικά και τελολογικά και με την καταδίκη›. Αυτό μπορεί να το εννοεί ο κ. Μίλερ, εμείς μπορούμε να έχουμε και εξάρθρωση με άλλον τρόπο, χωρίς να έχει καταδικαστεί κιόλας.

Όχι δεν ζητάω τίποτα. Εγώ ζητάω ένα επιχείρημα, προσφέρω ένα επιχείρημα, ότι δεν έχει καμία σχέση δηλαδή ο 2928 που δίνει ευεργετικές διατάξεις σε όποιον για τους άλλους πει πράγματα και συμβάλει στην εξάρθρωση όχι όμως και στην καταδίκη. Διότι εάν ήταν έτσι, να είχαμε ένα καταδότη δεν θα χρειαζόταν και αποδείξεις. Εν πάση περιπτώσει το 211Α διατηρεί την ισχύ του και με τον 2928 και για καταδίκη πέραν της εξάρθρωσης, δεν μπορεί ο Δικαστής να στηριχθεί μόνο στην μαρτυρία του συγκατηγορουμένου, χωρίς άλλα στοιχεία.

Το θέμα της αντισυνταγματικότητας, επιμένω το επιχείρημα δεν έχει σχέση με την προκείμενη διάταξη. Η ηθική απόδειξη δεν στηρίζεται στο άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος, που αφορά τη λειτουργική και οργανική ανεξαρτησία του Δικαστή. Το αντίθετο μάλιστα, τονίζεται η σχέση του Δικαστή με το νόμο, διότι ο Δικαστής πρέπει να υπακούει μόνο στο νόμο, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες, άρα λοιπόν το 211Α το οποίο είναι ένας περιορισμός της ηθικής απόδειξης, ένας νόμιμος περιορισμός και δεν μπορεί να είναι αντισυνταγματικός ως νόμιμος περιορισμός, διότι βέβαια δεν είναι ο δικαστής απόλυτα ελεύθερος και από την λογική και από τη συνταγματική τάξη.

Εδώ πέρα λοιπόν λέει ότι, σαφέστατα είναι συνταγματική η διάταξη, σαφέστατα είναι εντός του πλαισίου της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και σαφέστατα ποτέ ο Δικαστής δεν θεωρήθηκε ότι περιορίζεται αντισυνταγματικά στο δικαίωμά του, όταν εισάγεται μια παράδειγμα, αποδεικτική απαγόρευση και σ’ αυτή τη περίπτωση έχουμε περιορισμό της ελεύθερης απόδειξης, τι σημαίνει ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, δεν σημαίνει και ασυδοσία πλήρη θεσμική και λογική.

Και νομίζω ότι κάθε λογικός δικαστής είναι υποχρέωσή του να υπόκειται στους νόμους. Είναι λοιπόν συνταγματικότατη η διάταξη του 211Α, ούτε υπό καθεστώς κατάλυσης του Συντάγματος ψηφίστηκε, και βεβαίως δεν σημαίνει και επαναφορά του συστήματος των νομικών αποδείξεων. Εάν καταργούσαμε το 211Α στην ουσία πρέπει να είναι υποχρεωτικές οι αποδείξεις.

Τώρα το θέμα εάν είναι απλή αποδεικτική οδηγία χωρίς δικονομικές συνέπειες. Σαφέστατα είπαν και οι συνάδελφοί μου υπάρχουν και οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου πρόσφατες. Αναφέρω μόνο την 1368/2002 ότι το να στηριχθεί η καταδίκη μόνον στην μαρτυρία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, είναι μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο και επιβάλλεται αναίρεση για την έλλειψη ειδικής δικαιολογίας, αιτιολογίας.

Υπάρχουν άλλες αποφάσεις πρόσφατες που προβλέπουν ακυρότητα με βάση τη διάταξη 171. 1 παρ. δ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και επίσης και για υπέρβαση εξουσίας, όταν ο Δικαστής δεν υποβάλει αυτόν στις νόμιμες δεσμεύσεις, όπως και στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, με βάση το 510, η δε επιστήμη, αναφέρω μόνο τον καθηγητή κ. Αργύρη Καρρά, προβλέπει απόλυτη ακυρότητα με βάση το 171. 1δ.

Τώρα βεβαίως ετέθη το θέμα, είναι πολύ σημαντικό επιχείρημα αυτό, τουλάχιστον για να στηριχθεί η άποψη της εισαγγελικής έδρας, έτσι προεβλήθη. Εφόσον λέει ο νόμος για μια, εάν έχουμε δυο και τρεις δεν είναι αυτό τι είναι, δεν μας επιβάλει να τις λάβουμε υπόψη; Εκεί για να σας προκαταλάβω κ. Εισαγγελεύ θα σας πω ότι, σαν ένδειξη μπορεί να αξιοποιηθεί. Βεβαίως και σαφέστατα. Αυτές είναι οι ενδείξεις. Σαν ένδειξη.

Όχι όμως ότι καθαυτή η ύπαρξη δυο και τριών, ή περισσοτέρων επιβαρυντικών για συγκατηγορούμενο απολογιών, ότι επιτρέπει ξαφνικά την αξιοποίησή του. Με μια απλώς λέξη, το μηδέν είτε προστιθέμενο με μηδέν, είτε πολλαπλασιαζόμενο, το μηδέν μηδενίζει. Αν λοιπόν μια φορά δεν επιτρέπει ο νόμος την λήψη υπόψη ενός τέτοιου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο δεν επιτρέπει και όταν υπάρχουν, δυο ή τρεις. Δεν θεραπεύεται η ύπαρξη των περισσοτέρων.

Έρχομαι τώρα σε σας και επαναλαμβάνω ως ένδειξη εσείς ελευθέρως μπορείτε να εκτιμήσετε τα πάντα. Μέχρι και ένα χαμόγελο του κατηγορουμένου, ένδειξη είναι και αυτό. Ελεύθερο δικαστήριο ουσίας είσαστε.

Και εμείς για να σας πω και αυτό κ. Εισαγγελεύ, δεν έχουμε κανένα παράπονο. Είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο εδώ πέρα. Εμείς, ας αποφασίσει η έδρα και ας εκτιμήσει όλο αυτό το υλικό και όλη αυτή την νομική επιχειρηματολογία που υπήρχε, έχουμε κι τον δεύτερο βαθμό, θα παραπονεθούμε. Εμείς θα παραπονεθούμε εκεί, γι’ αυτό δεν θα σας μάθω εγώ πώς θα εφαρμόσετε το νόμο, αυτό είναι σίγουρο. Εγώ είμαι υποχρεωμένος ότι μπορώ να κάνω για να πω δυο πράγματα.

Νομίζω ότι εδώ θα σταματήσω αυτή την αναφορά στο 211Α, τονίζοντας αυτό ακριβώς ότι θεωρούμε εμείς εν πάση περιπτώσει ότι η ανάγνωση στο ακροατήριό σας των απολογιών, όσον αφορά τα σημεία που είναι επιβαρυντικά για συγκατηγορούμενους, δεν επιτρέπεται και ελέγχεται από το 171. 1δ είναι άκυρη.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Μόνο συμπληρωματικά θα μου επιτρέψετε, πριν μπω στην εξέταση των κατηγοριών για τους κατηγορούμενους για να κλείσει και ο δεκάλεπτο μέχρι το διάλειμμά μας, πολύ επιγραμματικά να αναφερθώ στο θέμα του πολιτικού εγκλήματος. Εσείς κ. Πρόεδρε νομίζετε, για μας είναι επίκαιρο και θα συνεχίσει να είναι επίκαιρο και το επιβάλλει και η τάξη των πραγμάτων. Και εννοώ ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει η δικονομική συνέπεια της αναγνώρισης του πολιτικού εγκλήματος, με ενδιαφέρει να καταδείξω ότι είτε δικονομικώς αντιμετωπιστεί ως πολιτικό, είτε όχι, το έγκλημα αυτό είναι πολιτικό, είναι επί της ουσίας πολιτικό. Αλλά δεν είναι δικονομικώς πολιτικό. Αυτό είναι ένα θέμα, μια απόφαση που πήρατε εσείς, με βάση την νομολογία που υπήρχε και η οποία θα σας τονίσω όμως και το εξής.

Είναι μια νομολογία για μένα πολύ προβληματική, εσείς οι ίδιοι έτσι υπακούοντας στην επιλογή πολιτικών ταγών να απαξιώσουν την συγκεκριμένη οργάνωση, αρνηθήκατε τον πολιτικό χαρακτήρα των ενεργειών της. Η νομολογία που επικαλεστήκατε, μόνο πάγια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, είναι ελάχιστη. Και εν πάση περιπτώσει και αυτή πάλι, η πάγια κατ’ εσάς νομολογία, δημιουργήθηκε και αυτή ως αποτέλεσμα επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας. Βεβαίως αυτό δεσμεύει εσάς, αλλά εν πάση περιπτώσει όχι τόσο, ώστε εσείς σαν πρωτοβάθμιο δικαστήριο να μην μπορούσατε να κρίνετε και να αποφασίσετε αλλιώς.

Εδώ για το πολιτικό έγκλημα, θέλω να πω και θα αναφερθώ στο θέμα των κινήτρων. Όλοι μιλάνε για πολιτικό έγκλημα. Ο κ. Λάμπρου έχει πει, εσείς είχατε σκοπό να γκρεμίσετε τη δημοκρατία. Ο πρωθυπουργός ο ίδιος είπε ότι κινδύνευσε η δημοκρατία μας, βάλαμε τα πρόβατα στο δημοκρατικό μαντρί.

Όλοι έχουν αναφερθεί, εκείνο όμως που δεν μπορείτε να αρνηθείτε με την κοινή λογική είναι ότι τουλάχιστον πράξεις που είχαν εμφανέστατα πολιτικό χαρακτήρα και αναφέρομαι στην δολοφονία του Μπακογιάννη παράδειγμα, ότι δεν ήταν πολιτικές. Δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίσουμε όλες τις πράξεις της οργάνωσης ως πολιτικές. Μπορούμε όμως, συγκεκριμένες απ’ αυτές και ή μη τι άλλο, εγώ δεν θέλω επιχειρηματολογίες, σαφέστατα θα επιχειρηματολογούσα ότι και η ληστεία μιας τράπεζας, αν πρόκειται να ικανοποιηθούν οι ανάγκες μιας ένοπλης επαναστατικής δράσης, σαφέστατα ως παρεμφερής και αναγκαία πράξη είναι και αυτή που παίρνει πολιτικό χαρακτήρα. Δεν συμβαίνει το αντίθετο, ότι οι ενέργειες του κοινού ποινικού δικαίου, αποχαρακτηρίζουν τις πολιτικές πράξεις της οργάνωσης, μόνο και μόνο επειδή συνυπάρχουν μ’ αυτές. Το αντίθετο συμβαίνει, οι πολιτικές ενέργειες είναι αυτές που χαρακτηρίζουν και τις καθαρά ποινικές.

Ήθελα μόνο να πω δυο πράγματα. Πρώτον ένα επιχείρημα, δεν ξέρω εάν έχει εισφερθεί από άλλον συνάδελφο, που είπε ο κ. Μανωλεδάκης σε ένα δημοσίευμά του ότι εν πάση περιπτώσει εάν πολιτικό έγκλημα νοούνταν μόνο στις δικτατορίες, δεν θα προβλεπόταν και από το σύνταγμα της δημοκρατικής πολιτείας μας. Νομίζω ότι είναι ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Εμείς εδώ θα περιοριστούμε στο να πούμε ότι, δικάζετε με βάση τον ποινικό νόμο, καθαρά πολιτικές ενέργειες. Θεωρούμε ότι κανένας από τους κατηγορουμένους, αυτούς τουλάχιστον που αναγνωρίζουν όπως ο Σάββας Ξηρός, δεν είχε ίδιο προσωπικό όφελος και συμφέρον, αν θέλετε πείτε το ιδεοληψία, αν θέλετε πείτε το ιδεολογία, ήταν καθαρά πολιτικές οι αποφάσεις αυτές, δεν σημαίνει ότι πρέπει στις πολιτικές επιλογές να συμφωνούμε όλοι.

Ίσα, ίσα θα ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο να συμβαίνει το αντίθετο. Να είναι ελεύθερες και φωνές άλλων, οι οποίες δεν συμφωνούν με την μάζα, ή με τον μέσο κοινωνό, ή εν πάση περιπτώσει με αυτό που εσείς σαν κατασκευή έχετε και το οποίο δεν έχει καμία ουσιαστική υπόσταση. Γιατί ο μέσος κοινωνός ούτε υπάρχει, ούτε μπορούμε να δώσουμε τα χαρακτηριστικά του. Είναι μια κατασκευή θεωρητική και θα μου επιτρέψετε μάλλον αποτυχημένη, διότι δεν αποφεύγει και το λογικό κύκλο, τον φαύλο κύκλο γιατί σ’ αυτό το μέσο κοινωνό, κατά κανόνα βάζουμε πάντα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που θέλουμε μετά να βγάλουμε πάλι και να δικαιολογήσουμε μια απόφαση, περνώντας την μέσα απ’ αυτή τη κατασκευή του μέσου κοινωνού.

Και αυτό το αναφέρω κ. Πρόεδρε, γιατί όσον αφορά και το πολιτικό έγκλημα, αλλά και τα ταπεινά κίνητρα που είπατε ότι, εγώ βεβαίως θα είχα την διάθεση να δω ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα οι άνθρωποι, αλλά πρέπει να δούμε και τι λέει ο μέσος κοινωνός, τι λέει και η κοινωνία έξω. Η περί ηθικής αντίληψης του μέσου κοινωνού η λεγόμενη. Εγώ πιστεύω ότι αυτή η αντίληψη δεν είναι και τόσο λογικά αυστηρή, δεν ελέγχεται αυστηρά με τους κανόνες της λογικής και υποπίπτει στο σφάλμα του φαύλου κύκλου.

Τελειώνοντας θα ήθελα να σας πω, ότι είτε θέλουμε, είτε όχι, θα δικάσετε εδώ πέρα ποινικά, την ποινική διάσταση καθαρά πολιτικών πράξεων και το ότι είναι πολιτικές οι πράξεις, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, οι άνθρωποι αυτοί δεν επιδίωκαν εγωιστικούς, ιδιωτικούς σκοπούς. Μ’ αυτή την έννοια είχαν δεθεί με ένα κομμάτι του ελληνικού λαού. Ένα 20% πέρσι σε μια δημοσκόπηση τους θεώρησε κοινωνικούς επαναστάτες. Εν πάση περιπτώσει είχαν αναφορά σε ένα κομμάτι της κοινής γνώμης και του ελληνικού λαού.

Είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει. Αυτή τους η σύνδεση ακριβώς, τους προσδίδει και το χαρακτήρα του πολιτικού, την υπόσταση, την πολιτική υπόσταση, την φύση την πολιτική στη πράξη τους. Σας διαβάζω πολύ χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα, ένας πολύ συντηρητικός συγγραφέας, ο Καρλ Σμιθ, που σε παρατηρήσεις επί της εννοίας του πολιτικού αναφέρει ότι, «ο αντάρτης είναι ο Ιησουίτης του πολέμου, έχει κατά νου την αναγκαιότητα της πολιτικής ένταξης.›

Εδώ οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι σαφώς και είχαν την ανάγκη κάποια στιγμή ο είπαν κι όλα, ότι θα έπρεπε ίσως να βγούμε προς τα έξω, να καλέσουμε τον κόσμο, να ψηφίσει, να κάνει, είχαν την αναγκαιότητα να δεθούνε με πολιτικά κινήματα και αυτή τους η ανάγκη τους διαχωρίζει από ιδιωτικές μορφές αντίστασης και πάλης, στην αδικία, έννοια την οποία επικαλέστηκαν πολλές φορές, όπως έχει μείνει στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας του Δικαίου η φυσιογνωμία του Μικαέλ Κόλχας, ο οποίος επαναστάτησε απέναντι στην αδικία, αλλά για προσωπική του, από προσωπική του από θιγμένο προσωπικό του αίσθημα και όχι διεκδικώντας και για άλλους την αντίσταση.

Αυτή λοιπόν η διεκδίκηση που υψώσανε σαν πολιτικό τους στόχο, διεκδίκηση της αποκατάστασης της ηθικής τάξης, ή εν πάση περιπτώσει της οικονομικής δικαιοσύνης στην κοινωνία μας, δίνει το χαρακτήρα του πολιτικού, και βεβαίως σας διαβάζω ένα πολύ χαρακτηριστικό τσιτάτο του Καρλ Σμιθ, «ο θεωρητικός δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, από το να προασπίζει τις έννοιες και να αποκαλεί τα πράγματα με το όνομά τους. Η θεωρία του αντάρτη συρρέει με την έννοια του πολιτικού. Στην αναζήτηση του πραγματικού εχθρού και ως ενός νέου νόμου της γης.› Δηλαδή δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε αυτά τα πράγματα, είτε θέλουμε δικονομικά να περιοριστούμε στην ποινική αντιμετώπιση, είτε όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακόπτουμε για μισή ώρα.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ