ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι κ. Πρόεδρε δεν διαβάζω Παπαχελά. Και δεν ξέρω γιατί υπονοήσατε ότι θα μπορούσα να διαβάζω τον Παπαχελά. Πώς δηλαδή κάνατε αυτό τον συνειρμό και πήγατε στον Παπαχελά; Σας είπα ότι διαβάζω βιβλίο καθηγητού του Παντείου Πανεπιστημίου. Διαβάζω το βιβλίο «Τρομοκρατία και Εξουσία›, σ’ αυτό που αναφέρθηκα και πριν του κ. Παπαστάμου και του κ. Γεράσιμου Προδρομίτη.
Είναι δυο καθηγητές κοινωνικής ψυχολογίας, που σας ξαναλέω ότι διδάσκουν τα παιδιά μας στα πανεπιστήμια. Λένε λοιπόν αυτοί οι δυο κοινωνικοί ψυχολόγοι κ. Πρόεδρε, ότι, οποιαδήποτε απόπειρα ψυχογραφικής πρόθεσης και κατεύθυνσης με στόχο την ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου τρομοκρατία, ή και της ατομικής ιδιοσυγκρασίας του τρομοκράτης, είναι επιστημολογικά διάτρητη, μεθοδολογικά έωλος, ιδεολογικά ύποπτη, πολιτικά απαράδεκτη, ή με άλλα λόγια παραπλανητική, υστερόβουλη και γελοία.
Προσέξτε τι λέξεις χρησιμοποιούν αυτοί, όχι εγώ. Θέλουμε λέει να ελπίζουμε, πως όσα προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε παραπάνω, καθιστούν ευνόητη, εύλογη, κατανοητή και θεμιτή την αφοριστική αυτή δήλωση, νομιμοποιώντας παράλληλα την ένταση με την οποία την διατυπώνουμε και που οφείλεται τόσο στην ευκολία, όσο και στη συχνότητα με την οποία διανοητές ποικίλου διαμετρήματος στον ελληνικό και διεθνή χώρο, προσφεύγουν σ’ αυτό το μέσο, για να συσκοτίσουν περισσότερο, παρά να φωτίσουν, έστω και στο ελάχιστο και όλα αυτά στο όνομα της επιστήμης, της δημοκρατίας και του πολιτισμού, ένα φαινόμενο το οποίο, αν μη τι άλλο, για να αναλυθεί επαρκώς, απαιτεί από τον επίδοξο μελετητή, εκτός από την κατά δήλωση καλή του πρόθεση, στοιχειώδη πνευματική διαύγεια, στοιχειώδη γνωστική επάρκεια, στοιχειώδη ιδεολογική αυτογνωσία, αλλά και αταλάντευτη μεθοδολογική αυστηρότητα, και αδιαπραγμάτευτη πολιτική τιμιότητα.
Αυτά λένε οι καθηγητές αυτοί. Και θα έλεγα κ. Δικαστές ότι, και οι κ. Εισαγγελείς με τις τοποθετήσεις τους, με την πρότασή τους, έχασαν την ευκαιρία στην ιστορική αυτή δίκη, να τοποθετηθούν με αυτού του είδους την επιστημονική πληρότητα, δηλαδή πληρότητα που απαιτεί γνώσεις και σκέψη με τα πορίσματα και άλλων επιστημών, πέραν της ποινικής επιστήμης ή τέχνης.
Θα έλεγα ότι έχασαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν και με πολιτική ευθυκρισία απέναντι στο κοινωνικό πολιτικό φαινόμενο δράσης της 17Ν, από το 1975 έως το 2002.
Και γιατί το λέω αυτό; Το λέω γιατί σας είπαν ότι, η δράση της 17Ν, οφείλεται στην ατομική ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου και δη του κ. Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Οι τοποθετήσεις του λοιπόν διαπνέονται, μάλλον η τοποθέτηση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, δεν θα έλεγα για τον κ. Αναπληρωματικό Εισαγγελέα το ίδιο, από μια σπάνια λεκτική βία κατά των κατηγορουμένων, με εξαίρεση τους τρεις κατηγορουμένους που επιβράβευσαν, η πρόταση επιβράβευσε για την ακρίβεια, όχι για την μετάνοιά τους, αλλά γι’ αυτό που θεώρησαν με την εισαγγελική πρόταση οι ίδιοι, ως κατάδοση των πρώην συντρόφων τους.
Θα έλεγα όμως ότι παραγνώρισαν στην πρόταση ότι είχαν να κάνουν με ισχυρά πολιτικά κινητοποιημένους δράστες. Και θα έλεγα κ. Δικαστές ότι, το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, είναι να μην διαγνωστούν οι αληθινές αιτίες του κοινωνικού φαινομένου και να λέμε σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά και έκπληκτοι να τα παρακολουθούμε να συμβαίνουν, ανίκανοι να αντιληφθούμε γιατί.
Και να καταλήγουμε έτσι αναπόφευκτα σε εκδοχές περί τρέλας των δραστών και ψυχικών προβλημάτων. Ή σε συνωμοσιολογικές εκδοχές περί μυστικών πρακτόρων και θεωρίες κεφαλογραβιέρας. Και πιστεύω ακράδαντα, ότι εάν αποδώσετε στην δράση χαρακτηριστικά που δεν έχει, αν δηλαδή υιοθετήσετε την άποψη, ότι είναι κοινοί, ύπουλοι, σειριακοί δολοφόνοι, που μόνο για πλουτισμό ή από εγωιστικά κίνητρα έδρασαν, παρασυρμένοι από μια προσωπικότητα που τους επηρέασε και τους εκμεταλλεύθηκε, λόγω της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας αυτής της προσωπικότητας και της προσωπικότητας των ίδιων, τότε δεν θα είναι ορθή και δίκαιη η απόφασή σας.
Τότε πράγματι θα έχετε κάνει μια δίκη ανιστορική κ. Πρόεδρε. Και αν υιοθετήσετε αυτά, τα περί αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, ο ελληνικός λαός κατά την γνώμη μου, θα μείνει με την απορία, πώς είναι δυνατόν να έχουν κινητοποιηθεί οι μισές μυστικές υπηρεσίες και οι αστυνομίες της υφηλίου να αποστέλλει στην κυβέρνηση ο πλανητάρχης συγχαρητήρια και να προβαίνουν καθημερινώς σε δηλώσεις κυβερνητικοί αξιωματούχοι, για μια ιστορία του κοινού ποινικού δικαίου.
Και εδώ θα επισημάνω επίσης κ. Δικαστές, ότι δεν είναι ορθό ότι η έννομη τάξη δεν ενδιαφέρεται για το οποιοδήποτε ιδεολόγημα του φονέως όπως ακούστηκε στην αίθουσα αυτή. Ειπώθηκε από την πολιτική αγωγή. Η δε σύγκριση της δίκης αυτής, με την δίκη που έγινε στην χώρα μας, για την αποκληθείσα εταιρεία δολοφόνων είναι κατώτερη των περιστάσεων. Θα έλεγα ότι είναι κατώτερη και του επιστήμονος συναδέλφου που την έκανε, και των άλλων που την υιοθέτησαν.
Γιατί; Γιατί η έννομη τάξη ενδιαφέρεται για τον καταλογισμό και το φρόνημα που είναι θεμελιώδες στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος. Γιατί έχουμε σύνταγμα που χρησιμοποιεί τον όρο «πολιτικό έγκλημα›, σε πολλές διατάξεις, με πολλές και διαφορετικές έννομες συνέπειες. Γιατί δεν αποδίδει η έννομη τάξη ευθύνες, χωρίς να ερευνήσει τον καταλογισμό του δράστη μιας αξιόποινης πράξης.
Ασχέτως δηλαδή της τελικής απόφασης, το Δικαστήριο οφείλει και πρέπει να ερευνήσει το πώς και το γιατί. Επομένως η αφοριστική αυτή τοποθέτηση θα έλεγα ότι είναι και αντιεπιστημονική για την δίκη που διεξάγεται. Και βεβαίως το ζήτημα δεν βρίσκεται στην διαβάθμιση των ανθρωποκτονιών, στην οποία πράγματι προβαίνει ο έλληνας νομοθέτης. Η διαβάθμιση δεν απαγορεύει σε καμία περίπτωση την έρευνα, των περιστάσεων της πράξης, των αιτίων, των κινήτρων υπό τα οποία έδρασαν οι όποιοι κατηγορούμενοι δεχθείτε εσείς ότι έδρασαν.
Και για το πολιτικό υπόβαθρο της 17Ν σας έχουν μιλήσει τόσοι πολλοί που εγώ πραγματικά δεν έχω τίποτα να προσθέσω, απολύτως τίποτα. Ούτε θα μιλήσω για την αριστερά, γιατί δεν είναι η αριστερά και η ιστορία της το ζητούμενο σ’ αυτή τη δίκη, συνολικά η αριστερά. Ένα πράγμα θα πω μόνο κ. Δικαστές σύντομα. Τον όρο αριστερά, δεν τον έχει κατοχυρώσει κανένας, σε κανένα υπουργείο ιδεών. Κανείς δεν έχει κατοχυρώσει τον όρο αυτό.
Και το δεύτερο που θα πω κ. Δικαστές είναι ότι, επειδή πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι και μάλιστα παραδοσιακοί της αριστεράς μίλησαν για την αριστερά και ακούγεται ευχάριστα να έρχονται σήμερα αυτοί οι αντίπαλοι αυτοί της αριστεράς και να λένε πόσο καλοί αγωνιστές ήταν οι αριστεροί οι άλλοι αριστεροί και πόσο διαφέρουν από τα όποια μέλη της 17Ν, αυτοί που αποδέχονται ότι εκπροσωπούν την συνέχεια μιας παράταξης, που ότι και να έκαναν οι αριστεροί τότε, αυτή η παράταξη τον έστειλε τον Μπελογιάννη στο απόσπασμα. Αυτοί λοιπόν κριτική απ’ τα αριστερά ας μην την κάνουν στην 17Ν. Να την αφήσουν στους αριστερούς. Αυτοί να μείνουν στην γενική κριτική.
Θα πω λοιπόν κ. Δικαστές και θα επικαλεστώ επιχειρήματα από την μαρξιστική και αριστερή ιδεολογική φυσιογνωμία της οργάνωσης, από την εμπειρία τέτοιων οργανώσεων που λειτούργησαν στο παρελθόν στην χώρα μας, ή και σε άλλες χώρες, για να αποδείξω ότι, οι ολιγομελείς μικρές αριστερές οργανώσεις, όπου έδρασαν το έπραξαν υπό συγκεκριμένες ιστορικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, αλλά και επίσης ότι αυτές δεν είχαν μέλη αρχηγούς ηθικούς αυτουργούς και ιεραρχικές δομές στην οργάνωσή τους.
Θα επικαλεστώ δε τα όσα η διαδικασία σας έδωσε και τα οποία, δεν μπορείτε και δεν πρέπει να παραβλέψετε, αν θέλετε η απόφασή σας να είναι ορθή με βάση αυτά. Και για την ιδεολογία της 17Ν, θα σας αναφέρω ενδεικτικά ένα βιβλίο, δεν θα διαβάσω απολύτως τίποτα, της κας Μπόση που έχει ασχοληθεί με το φαινόμενο το 1996, προτού γίνουν και συμβούν όλα αυτά, που έχει ειδικό κεφάλαιο με ανάλυση των προκηρύξεων με τίτλο το κεφάλαιο, ιδεολογία των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Θα αναφερθώ κ. Δικαστές, στο δημοσιογράφο, στο βιβλίο του δημοσιογράφου κ. Γεωργίου Κασημέρη, «Επαναστατική Οργάνωση 17Ν› και αυτό το βιβλίο έχει εκδοθεί πριν συμβούν όλα αυτά, που έχει ειδικό κεφάλαιο για την ιδεολογία και την στρατηγική της 17Ν.
Γιατί αναφέρομαι σ’ αυτά; Γιατί αυτά που λέγανε ειδικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και ολόκληρος ο ελληνικός λαός πριν την σύλληψη των παρόντων κατηγορουμένων, δεν θα τα ξεχάσουμε σήμερα. Δεν θα τα ξεχάσουμε για λόγους σκοπιμότητας, γιατί θέλουμε να διαστρεβλώσουμε την πραγματικότητα και δεν θα ξεχάσουμε και την ιστορία.
Και κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο κ. Δικαστές, εγώ θα μείνω σε ένα πράγμα, το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ότι η 17Ν ήταν ομάδα, και είχε όλα τα χαρακτηριστικά της ομάδας και κυρίως την ψυχολογία της ομάδας, σε όλες τις πράξεις της, από την πιο απλή που ήταν η κλοπή ενός μεταφορικού μέσου ή μιας πινακίδας, μέχρι την πιο σύνθετη που ήταν η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Θα έλεγα δε, ότι η σύνταξη των προκηρύξεων δεν ήταν η πιο σημαντική πράξη της οργάνωσης. Και αυτό γιατί ο κ. Κουφοντίνας στην απολογία του, σας είπε ότι αυτό που ήταν το σημαντικό, ήταν η ενέργεια, η οποία έπρεπε να μιλάει από μόνη της και όχι η προκήρυξη. Πάντως όμως και η προκήρυξη ήταν προϊόν συλλογικής δράσης και όχι έργο ενός μέλους, όπως κατωτέρω θα έχω την ευκαιρία να σας αναπτύξω.
Και θα μπω τώρα σε ένα επόμενο κεφάλαιο κ. Πρόεδρε για την ομάδα και από εκεί θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου στα θέματα τα νομικά, τα οποία αφορούν την κατηγορία κατά του κ. Γιωτόπουλου.
Και θα ξεκινήσω αναλύοντας την ομάδα. Γιατί η ομάδα είναι η περίσταση. Ότι κρίνετε σε θέματα ηθικής αυτουργίας, θα το κρίνετε αφού προβείτε σε διαπιστώσεις, σε σχέση με την περίσταση. Δεν είναι ξεκομμένο, είναι ενιαίο το γεγονός το βιοτικό.
Και θα σας πω κ. Δικαστές ότι, οι κ. Εισαγγελείς και το σύνολο των εκπροσώπων της πολιτικής αγωγής, το υποβάθμισαν το φαινόμενο γιατί μ’ αυτό τον τρόπο, υποβαθμίζοντας το ομαδικό φαινόμενο προβάλει στην ηθική αυτουργία του κ. Γιωτόπουλου.
Εμείς προβάλουμε το ομαδικό φαινόμενο, όχι για να αποδείξουμε μόνο την κατασκευή της ηθικής αυτουργίας στις επιμέρους πράξεις, όχι μόνο για να αποδείξουμε ότι είναι εσφαλμένη αυτή η κατασκευή, αλλά γιατί αυτή είναι η φύση της δράσης που ερευνάται. Αυτό ερευνάται.
Και θα αναφερθώ κ. Πρόεδρε ότι, πριν την θέσπιση του τελευταίου Αντιτρομοκρατικού νόμου και πριν την σύλληψη των κατηγορουμένων, σε όποιο νομικό περιοδικό ανέτρεχες για να αναγνώσεις για το οργανωμένο έγκλημα, όλα τα άρθρα αναλύοντας τον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος, προέβαιναν σε σαφή διαχωρισμό των οργανώσεων με πολιτικά κίνητρα, τις οποίες συλλήβδην αποκαλούσαν τρομοκρατικές οργανώσεις και των οργανώσεων που είχαν ως στόχο την επιδίωξη του κέρδους, δηλαδή τη μαφία.
Μετά την σύλληψη των μελών της 17Ν, άρχισε η επικοινωνιακή καταιγίδα που είχε ως στόχο, την απαξίωση των κατηγορουμένων. Είχε ως στόχο, την άρνηση σ’ αυτούς του αυτονόητου, ότι ήταν δηλαδή οργάνωση πολιτική, που οι δράστες έδρασαν με πολιτικά κίνητρα και η προσπάθεια να τους εμφανίσουν ως μαφία, που είχε ως στόχο την διάπραξη ληστειών και προσχηματικά εξέδιδαν και προκηρύξεις.
Αυτή η εκστρατεία δεν απέδωσε και δεν έχει πείσει πιστεύω τον ελληνικό λαό που παρακολουθεί την δίκη αυτή, για τίποτα. Εγκληματική οργάνωση, λέει ο νόμος, με τον οποίον τους κρίνετε, είναι αυτή που συγκροτείται με διάρκεια δράσης, με συναπόφαση τριών τουλάχιστον προσώπων, τα οποία με την υποταγή της βούλησης των κατ’ ιδίαν ατόμων της στην βούληση της ολότητας, επιδιώκουν κοινό σκοπό και μεταξύ τους τελούν σε τέτοια σχέση, ώστε αυτά τα μέλη να αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα.
Δομημένη ομάδα, είναι αυτή που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός αδικήματος και η οποία δεν απαιτείται να έχει τυπικά καθορισμένους ρόλους για τα μέλη της, ή ανεπτυγμένη δομή ούτε απαιτείται η ιδιότητα του μέλους, να εμφανίζεται ως συνεχής.
Σημαντικό κριτήριο είναι εδώ ότι εδώ προέχει η πραγματοπαγής φύση της ομάδας, γεγονός που σημαίνει ότι έχουμε κάτι επιπλέον από την υποδομή, που απαιτείται για την κατ’ επάγγελμα τέλεση, ή για την κατ’ επάγγελμα δράση, όπου αυτή προβλέπεται ως επιβαρυντική περίσταση.
Υπάρχουν όμως και προσωποπαγείς οργανώσεις, όπου προέχει το προσωπικό στοιχείο και ο σύνδεσμος μεταξύ των μελών της οργάνωσης είναι διαφορετικός, προέχει το προσωπικό στοιχείο στο σύνδεσμο των μελών της οργάνωσης.
Είναι αδιάφορο, αν στην ομάδα, οι αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι, κατά την δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, ή παμψηφίας ή λόγω καθιδρυμένης σ’ αυτά σχέσης επιταγής και υπακοής, αρκεί η απόφαση να θεωρείται βούληση της ολότητας.
Αδίκημα αυτοτελές διεύθυνσης τρομοκρατικής ομάδας, δεν έχει προβλεφθεί με τον νόμο κι δεν υπάρχει στην χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι η όποια διεύθυνση, εάν και εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει, υπάγεται στην γενική ρύθμιση του 187. Συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Οι συγκροτούντες την οργάνωση δεν είναι απαραίτητο να είναι και οι ίδιοι μέλη, ούτε όμως αρκεί μόνη η ιδιότητα του μέλους, στο στάδιο της συγκρότησης της οργάνωσης.
Μέλος της οργάνωσης είναι εκείνος που υποτάσσει την βούλησή του στην οργάνωση, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του μέλους στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Απλή όμως υποστήριξη των σκοπών της οργάνωσης από έναν εξωτερικό, δεν τον καθιστά μέλος. Απαιτείται δόλος, ήτοι οι συγκροτούντες ή εντασσόμενοι ως μέλη στην ομάδα, πρέπει να θέλουν την ένταξή τους στην ανωτέρω εγκληματική οργάνωση. Το έγκλημα είναι υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως, αφού απαιτείται κάθε ένα από τα μέλη της οργάνωσης, να έχει ως σκοπό την διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργήματα που αναφέρονται στη διάταξη, είτε ομοειδή είτε ετεροειδή.
Ο ειδικός αυτός όρος πρέπει να θεωρηθεί ως συνολικός, ενιαίος, δηλαδή τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ήδη, κατά την ίδρυση της οργάνωσης, ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί με την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων.
Τα κριτήρια της αντικειμενικής υπόστασης είναι πραγματοπαγή όπως σας είπα, ενώ της υποκειμενικής υπόστασης, προσωποπαγή. Σκοπός κερδοσκοπικός δεν απαιτείται, όπως είναι σύνηθες στην εννοιολογική δομή των εγκληματικών οργανώσεων και συνεπώς περιλαμβάνονται στο 187 και οι ιδεολογικές οργανώσεις.
Επιδίωξη διάπραξης των αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στο άρθρο 187 νοείται μόνο όταν η οργάνωση επιθυμεί να τελέσει αυτές τις πράξεις ως δικές της. Η επιδίωξη της διάπραξης των εγκλημάτων αυτών, πρέπει να υπάρχει έστω και κατά την άτυπη βούληση των μετεχόντων, δεν είναι δηλαδή αναγκαίο να έχουν εξειδικευθεί οι κατ’ ιδίαν πράξεις της ομάδας, ή να έχει εκδηλωθεί προς τα έξω δραστηριότητα, ή να έχει σχεδιαστεί και μια ακόμα πράξη, αλλά αρκεί η ύπαρξη της οργάνωσης με τον άνω σκοπό.
Η συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης, είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως και για τα έννομα αγαθά, κατά των οποίων στρέφονται τα κακουργήματα που σκοπείται να διαπραχθούν. Και προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι προεχόντως η δημόσια τάξη.
Οι εγκληματικές συζητήσεις για την πιθανή δράση και επιλογή του συγκεκριμένου στόχου, μεταξύ των ενταγμένων μελών από διάφορους πιθανούς στόχους της οργάνωσης, δεν τυποποιούνται ως αξιόποινη συμπεριφορά από το κακούργημα του 187. Αυτά λένε όλα τα άρθρα, τα νομικά άρθρα και τα περιοδικά για την εγκληματική οργάνωση.
Εδώ όμως στη περίπτωση που κρίνεται, για να αξιολογήσετε σωστά το πραγματικό υλικό της προκειμένης υπόθεσης, θα πρέπει να συνυπολογίσετε ότι τα μέλη της οργάνωσης αυτής, όσα εσείς δεχθείτε ότι συμμετέχουν και για όσο χρόνο εσείς δεχθείτε ότι συμμετέχουν, έχουν και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που χρωματίζει την όλη φυσιογνωμία της οργάνωσης. Είναι εκ πεποιθήσεως δράστες. Είναι δράστες που όπως είπαν, στρατεύθηκαν στον ένοπλο αγώνα – όσοι το είπαν – για μια καλύτερη κοινωνία, είναι ισχυρά πολιτικά κινητοποιημένοι δράστες.
Θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω τον κλασικό ορισμό του κ. Γαρδίκα, για τον εκ πεποιθήσεως δράστη. Και αυτή η ανάλυση που κάνω, έχει αξία και για τα περαιτέρω που θα θέσω. Ο κ. Γαρδίκας λέει ότι, εκ πεποιθήσεως δράστες είναι οι τελούντες το έγκλημα, γιατί θεωρούσαν εαυτούς υποχρέους προς τούτο, ένεκεν ηθικής, θρησκευτικής ή πολιτικής πεποιθήσεως. Ένεκεν των αρχών αυτών, είναι αντίπαλοι προς την κρατούσα ηθική, θρησκευτική ή πολιτική τάξη και εξουσία, θεωρούντος επιβεβλημένη την καταπολέμηση αυτής, χάριν του κοινού συμφέροντος.
Βασικό δηλαδή δομικό στοιχείο της νομικής κατασκευής του ορισμού εκ πεποιθήσεως δράστη, αποτελεί η έννοια της πεποίθησης. Επίσης ο κ. Καμινάρης στο γνωστό του βιβλίο κ. Δικαστές για το πολιτικό έγκλημα έχει πει, πεποίθησις είναι, η εν τη συνειδήσει του δράστου στερεά και ακλόνητος αποδοχή κρίσεως περί της αληθείας τινός. Είναι δε αύτη προϊόν μακράς διεργασίας, εις ην σκληρύνεται η διαμόρφωσις του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και καθίσταται ούτος ακλόνητος και αμετάθετος εις τας αντιλήψεις του, το δε περιεχόμενον αυτής είναι ψυχολογικόν.
Και στο σημείο αυτό, θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω μια απάντηση του κ. Κουφοντίνα, σε ερώτηση του κ.Εισαγγελέα. Αν θα αναγνωρίσει το Δικαστήριο, αν πει ότι είναι ένοχοι, η απάντηση του κ. Κουφοντίνα ήταν η εξής. Ακούστε, για μένα μπαίνουμε σε άλλο ζήτημα. Το εάν είναι αθώος ή ένοχος, εγώ νομίζω ότι οι κοινωνικοί αγώνες είναι δίκαιοι. Δεν είναι ούτε αθώοι, ούτε ένοχοι. Το εάν είναι αθώος ή ένοχος, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει ένα κοινά αποδεκτό νομικό πλαίσιο ανάμεσά μας. Εσείς εκπροσωπείτε ένα νομικό πλαίσιο της αστικής νομιμότητας, εμείς στρεφόμαστε κατά της αστικής δημοκρατίας. Αυτό σας είπε ο κ. Κουφοντίνας.
Έχω την άποψη κ. Δικαστές, ότι αυτή την πεποίθηση την είχαν όλοι οι κατηγορούμενοι, όσοι τουλάχιστον αποδέχονται την συμμετοχή τους, όταν διεπράχθησαν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται. Και όχι μόνο αυτό. Εγώ θα προχωρήσω και ένα βήμα παρακάτω και θα σας πω ότι πιστεύω, ότι ακόμα και αν δεν πειστείτε από την επιχειρηματολογία κάποιου εκ των κατηγορουμένων περί της αθωότητάς του, που είναι το πρώτο και το κυρίαρχο, δεν πειστείτε από τις εξηγήσεις του και τα ισχυρά στοιχεία που προσκομίζει και αποδεικνύει την αθωότητά του και δεχθείτε ότι δεν είναι αθώος και όσοι δηλαδή δεχθείτε ότι συμμετείχαν, παρά την άρνησή τους ενώπιόν σας, αποδείχθηκε κατά την γνώμη μου από την ακροαματική διαδικασία ότι είχαν αυτή την πεποίθηση. Ακριβώς διότι είναι παράλογο να δεχθείτε, όταν κρίνεται μια ομαδική πολιτική δράση πολλών, ότι ορισμένοι από την ίδια ομάδα, είχαν ιδεολογική πεποίθηση και άλλοι όχι.
Το τι στάση κράτησαν ενώπιόν σας, είναι κατά την γνώμη μου, άσχετο με την πεποίθηση που είχαν όταν εντάχθηκαν στην οργάνωση και έδρασαν όπου και όπως δεχθείτε εσείς ότι έδρασε ο καθένας. Στο στάδιο αυτό, εγώ δεν κάνω αναφορά στα κίνητρα, δηλαδή εάν ήταν ταπεινά η όχι. Επισημαίνω μόνο ότι υπήρχε ιδεολογικό κίνητρο ασχέτως του ελαφρυντικού γιατί πιστεύω ότι, η παραδοχή αυτή χρωματίζει τη φύση και τη λειτουργία της οργάνωσης, τελείως διαφορετικά από τις εγκληματικές οργανώσεις που δρουν επιδιώκοντας το υλικό όφελος από τη δράση τους.
Και αυτή είναι η δράση τους κ.κ. Δικαστές. Ξεχωρίζω δηλαδή δύο διαφορετικούς φαινοτύπους της δράσης αυτής γιατί πιστεύω ότι ο διαχωρισμός αυτός οδηγεί σε διαφορετικές λύσεις για τα ζητήματα που θα θέσω στη συνέχεια αλλά κυρίως γιατί πιστεύω ότι αυτό ανταποκρίνεται στη φύση του πράγματος, στο πραγματικό της υπόθεσης που ερευνάτε.
Σας είπε και πριν θέλω να αναφερθώ κι εδώ ότι δεν έχετε να κάνετε με φαινόμενο που αναφέρθηκε για τον συριακό δολοφόνο ή με συμμορία δολοφόνων. Διότι φαντάζομαι ότι δεν έχετε δει ποτέ ομάδα δολοφόνων να έχει ιδεολογία και να εκδίδει προκηρύξεις με τις οποίες να συμμετέχει σε πολιτικό διάλογο, να απαντά στα Κόμματα και στις Οργανώσεις με ξεχωριστή προκήρυξη χωρίς καμία ενέργεια.
Αναφέρομαι στους ίδιους συλλογισμούς σε χαρακτηριστικές καταθέσεις πρώην αστυνομικών διευθυντών ενώπιόν σας που διαχώρισαν την δράση της 17Ν από το κοινό έγκλημα. Ήρθαν εδώ και κατέθεσαν στην υπόθεση Ριανκούρ και τους γίνονταν ερωτήσεις.
Νομίζω ότι θα πρέπει προεχόντως να κρίνετε τις δράσεις ως έχουν προκύψει αλλά να μην αποδώσετε στις δράσεις ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν έχουν. Στο σημείο αυτό θα κάνω επισήμανση σε αυτό που έχει πει ο εκλεκτός συνάδελφος ο κ. Λίβος ο οποίος απουσιάζει απ’ ότι βλέπω. Θα αναφερθώ όμως σε εισήγησή του για το οργανωμένο έγκλημα στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου όπου γίνεται ο διαχωρισμός των φαινοτύπων κ.κ. Δικαστές.
Λέει: «η κρίσιμη διαφορά που πρέπει να επισημανθεί στην περίπτωση μιας πραγματοπαγούς εγκληματικής Οργάνωσης και μιας τρομοκρατικής Οργανώσεως έγκειται στο ότι στην μεν πρώτη περίπτωση η πολιτική ισχύς αποκτάτε με την άσκηση επιρροής σε Κόμματα και πολιτικούς, αποτελεί δηλαδή ένα από τους δύο στόχους του οργανωμένου εγκλήματος, στο δε δεύτερη περίπτωση η πολιτική ισχύς είναι το κίνητρο της δράσης της τρομοκρατικής Οργάνωσης. Στην περίπτωση δηλαδή της πραγματοπαγούς εγκληματικής Οργανώσεως κρίσιμη είναι η απόκτηση επιρροής σε ζωτικούς χώρους του δημόσιου τομέα, της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων σημαντικών κοινωνικών φορέων. Τον στόχο αυτό η εγκληματική Οργάνωση επιτυγχάνει με την διαφθορά, την εξαγορά συνειδήσεων, την καλυμμένη καλλιέργεια κοινωνικού προφίλ και την προσεκτική λείανση και λίπανση του πολιτικού εδάφους›. Χρησιμοποιεί και τον όρο «λίπανση›. Λόγου χάριν με την χρηματοδότηση του εκλογικού αγώνα ορισμένων Κομμάτων ή Παρατάξεων›.
Τέτοιο φαινόμενο εδώ δεν έχουμε κ.κ. Δικαστές. Εδώ αντίθετα έχουμε Οργάνωση της οποία το κίνητρο είναι πολιτικό, ιδεολογικό και στοχεύει κατά το κίνητρο στην αλλαγή ή ανατροπή του συστήματος και όχι στον έλεγχο του συστήματος χωρίς πρόθεση αλλαγής τους. Έχουμε δηλαδή αιτία δράσης πολιτική.
Εγώ θα σας το πω πιο απλά κ.κ. Δικαστές. Ο λαθρέμπορος οιουδήποτε είδους κι αν λαθρεμπορεύεται δεν εννοεί έναν κόσμο λαθρεμπόρων. Δηλαδή οι οργανωμένοι αυτοί μαφιόζικοι σύνδεσμοι μολονότι διαπνέονται από μία ηθική διαφορετική από τον επίσημο νόμο συγκρουόμενοι με αυτόν η ηθική τους δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση καταρχήν τις βάσεις της επίσημης κοινωνίας. Απεναντίας η ύπαρξη της μεγάλης αυτής κοινωνίας έτσι όπως είναι, έτσι όπως λειτουργεί και παράγει αγαθά είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της δικής του ιδιαίτερης μικρής κοινωνίας.
Γι’ αυτούς το δίκαιο όπως δεν είναι ταμπού, δεν είναι και κάτι καταδικαστέο κατ’ ηθική επιταγή από κατηγορική προσταγή. Είναι μάλλον κάτι σαν εμπόδιο κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, μια ειδικά δυσμενής περίπτωση, κάτι μέσα στους κινδύνους της επιχείρησης. Αυτά τα είπα κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές διότι αυτή η διαστολή την οποία κάνω ότι το μεν επαναστατικό κίνημα, η λεγόμενη στα νομικά κείμενα τρομοκρατία σκοπεί, το δε οργανωμένο έγκλημα δεν σκοπεί στην προσβολή της δομής της συνολικής κοινωνίας, εξηγεί και τον διαχωρισμό στα δύο είδη κατά τον ισχύοντα νόμο οργανωμένης εγκληματικότητας.
Αλλά αυτή η διαστολή κ.κ. Δικαστές εξηγεί και τις διαφορετικές διαομαδικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην ομάδα, την διαφορετική συγκρότηση και λειτουργία της ομάδας, την διαφορετική διαδικασία λήψεως αποφάσεων μέσα στην ομάδα, την ανάδειξη ή μη αρχηγών μέσα στην ομάδά ή ατόμων με δεσπόζουσα προσωπικότητα, τον διαφορετικό τρόπο ενέργειας της ομάδας, τις διαφορετικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της ομάδας, τον διαφορετικό τρόπο ένταξης και αποχώρησης των μελών της ομάδας.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και ο κ. Αλέξανδρος Κωστάρας που είναι αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Θράκης επισημαίνοντας στο ίδιο Συνέδριο το έντονο προσωπικό στοιχείο της σχέσεως που συνδέει τα διάφορα μέλη της τρομοκρατικής Οργάνωσης μεταξύ τους και έτσι εισηγήθηκε στο Συνέδριο ότι οι τρομοκρατικές Οργανώσεις δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του οργανωμένου εγκλήματος.
Βέβαια άλλα έκανε ο νομοθέτης στη συνέχεια αλλά αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του δικού μου επιχειρήματος. Εδώ κ.κ. Δικαστές θέλω να σας θέσω ένα θέμα. Θα ήθελα εγώ να το αξιολογήσετε αυτό το θέμα με τη λογική του συστήματος.
Έχει πολύ μεγάλη αξία αν επισημάνω την ρύθμιση του Έλληνα νομοθέτη ο οποίος ταύτισε τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις όμως όρισε καθαρά και ξάστερα ότι δεν θέλει και για τις ιδεολογικές ομάδες την ίδια μεταχείριση. Πώς; Θα σας το πω. Ότι τις διαχωρίσει εμμέσως συνάγεται από τη γνωστή διάταξη και δείτε την παράγραφο 4, εδάφιο 2 του 187 με την οποία ορίστηκε ότι ο απλούς ιδίαν ψυχικός συνεργός της ιδεολογικής ομάδας, της ομάδας που δεν επιδιώκει οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος δεν τιμωρείται για την ψυχική συνέργια.
Γιατί; Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αναγράφεται κατά λέξη το εξής, στην ίδια διάταξη δηλαδή το 187 προβλέπεται ότι από το αξιόποινο αποκλείονται πράξεις απλής συνέργιας στην συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική Οργάνωση προκειμένου αφενός μεν το αξιόποινο να περιοριστεί χρονικά στις ίδιες τις ιδρυτικές πράξεις της Οργάνωσης αφετέρου δε να μην επεκταθεί σε ενέργειες απλής συνέργιας ιδίως ψυχικής και ποινικοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο. Παραδείγματος χάρη, η έκφραση υποστήριξης των στόχων της Οργάνωσης.
Δηλαδή δεν θέλει και αυτός ο νομοθέτης να ποινικοποιήσει το φρόνημα, να θέλει να τιμωρούνται εκφράσεις υποστήριξης των στόχων της Οργάνωσης. Μήπως όμως κ.κ. Δικαστές αυτή η διάταξη σας δίνει και ένα στίγμα για την ποιοτική διαφορά των ειδών Οργάνωσης που υπάγονται στην έννοια του νόμου και τη διαφορετική μεταχείριση που πρέπει να τύχουν τα μέλη των δύο αυτών διαφορετικών ειδών οργανωμένης εγκληματικότητας. Διότι ως προς το φρόνημα τι διαφορά υπάρχει μεταξύ του απλού ψυχικού συνεργού που δεν τιμωρείται και του μέλους της Οργάνωσης που τιμωρείται; Το φρόνημα είναι το ίδιο, πολιτικό. Η διαφορά έγκειται στην πράξη και τις πράξεις θα τιμωρήσετε. Εκπηγάζονται όμως από φρόνημα για το οποίο δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα για όποιον το έχει χωρίς να διαπράττει αδικήματα κατά τον Ποινικό Κώδικα.
Μήπως όμως κ.κ. Δικαστές αυτό σας δίνει και ένα στίγμα ότι ο νομοθέτης δεν θεωρεί πιο αυξημένο το άδικο αυτό; Γιατί εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω στη συλλογιστική μου, αν τα πράγματα ήταν όπως λέει η πολιτική αγωγή, αν δηλαδή επρόκειτο για συριακούς ύπουλους δολοφόνους ή το άδικο της τρομοκρατικής πράξης ήταν τόσο αυξημένο κι οι τρομοκράτες ήταν αυτοί οι δολοφόνοι που βλέπουν μόνο στόχους και όχι ανθρώπους γιατί όρισε ο νομοθέτης να μην τιμωρείται η απλή και η υλική από μη μέλος αλλά ιδίως η ψυχική συνέργια στα εγκλήματα συγκρότησης συμμετοχής των Οργανώσεων αυτών; Γιατί τον κάνει αυτόν τον διαχωρισμό;
Τώρα κ.κ. Δικαστές επειδή μπαίνω σε ένα κεφάλαιο που θα διαρκέσει αν θέλετε να διακόψουμε αυτή την στιγμή για να το συνεχίσω και με την ηθική αυτουργία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σε αυτό το σημείο διακόπτουμε για μισή ώρα.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ