Πολιτική
Τρίτη, 11 Νοεμβρίου 2003 21:07

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/11/2003) Μέρος 7/8

Δηλαδή αν κάποιος έκανε λάθη και επέμενε στα λάθη παρά την κριτική κοβόταν από τις ενέργειες και αυτή ήταν η ποινή του. Τί θα πείτε τώρα γι αυτό; Ότι υπήρχαν απολύσεις αλλά δεν το έγραφαν όπως μας είπε η Πολιτική Αγωγή; Αυτό αποδεικνύει κατά τη γνώμη μου τον εθελοντικό και συνειδητό χαρακτήρα που είχε η συμμετοχή του κάθε μέλους στην Οργάνωση, την απόφασή του να δουλέψει για τους σκοπούς της Οργάνωσης τους οποίους πίστευε έτσι ώστε να αισθάνεται το μέλος ως βαριά ποινή τον αποκλεισμό του από τις ενέργειες.

Αυτό αποδεικνύει και τον χαρακτήρα της δομής της Οργάνωσης. Ότι δηλαδή κανείς δε θα δεχόταν κατέβασμα γραμμής από τα πάνω και επιβολή ή υποβολή για δράση. Και θα έλεγα στο σημείο αυτό ότι για το ζήτημα των δήθεν απολύσεων, που έχει τεθεί και ως στοιχείο του κατηγορητηρίου από τον δήθεν αρχηγό της ομάδας, είναι ξεκάθαρο από το έγγραφο αυτό ότι ουδέποτε υπήρξε ως πρακτική ιδεολογικών οργανώσεων ούτε υπήρξε στη 17Ν.

¶λλο στοιχείο που προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία είναι κατά το βιβλίο που αναγνώσατε η 26η προκήρυξη, το 1988. Η 17Ν λέει τότε ότι δεν έχουν ως Οργάνωση κάποιον αρχηγό ή κάποια ιεραρχία ή κάποιο κέντρο που τους διατάζει να εκτελέσουν κάποια επιχείρηση πολύ πριν συμβούν όλα όσα συνέβησαν το 2002. Όταν λένε οι κατηγορούμενοι, όσοι ομολογούν ότι για να γίνει μια ενέργεια χρειαζόταν ομοφωνία από όλους, αλλιώς δε γινόταν η ενέργεια, τί λένε; Δε λένε ακριβώς το ίδιο;

Η ομοφωνία δε σημαίνει συναπόφαση και ότι κανενός η γνώμη δεν υπερίσχυε, ήταν όλων ίσης αξίας και βαρύτητας η γνώμη; Διότι εδώ θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι τα μέλη της 17Ν, τα όποια δεχθείτε εσείς, είχαν ιεραρχία και δεν καταλάβαιναν. Τους υποτιμάμε δηλαδή. Θα σας πω για άλλες ανάλογες Οργανώσεις ένοπλης πάλης. Ήρθαν μάρτυρες εδώ που κατέθεσαν, που γνωρίζουν για τη λειτουργία αυτών των Αριστερών Οργανώσεων.

Θυμίζω την κατάθεση του κ. Καράμπελα, του δημοσιογράφου που είχε γράψει και το γνωστό βιβλίο και θα σας πω –σας το είχα πει και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας- την άποψη της κας Μπόση για τις Οργανώσεις σαν αυτές που κρίνετε εσείς εδώ.

Λέει μεν ότι «για τη 17Ν δεν ξέρουμε τίποτα γιατί δεν έχουν εντοπιστεί μέλη της Οργάνωσης› -το βιβλίο έχει εκδοθεί το 1996- με βάση όμως τα διεθνή πρότυπα, αναφέρει το εξής: «Ειδικότερα, με δεδομένο ότι οι τρομοκρατικές Οργανώσεις συμπίπτουν με τη δομή άλλων Οργανώσεων εθελοντικής βάσης, τότε οι ομάδες αυτές έχουν συγκεκριμένη δομή και ακολουθούν τις διαδικασίες συλλογικών αποφάσεων. Πιθανόν να υπάρχει ισότιμη σχέση μεταξύ εκτελεστών› όπως το λέει το βιβλίο το λέω εγώ «και των διανοουμένων. Διακρίσεις αυτής της μορφής κάνουν συχνά τα ΜΜΕ. Η κατηγορία αυτή δεν έχει αποδειχθεί στην Ιταλία και τη Γερμανία, όπου οι εκτελεστές και οι διανοούμενοι ήταν ισοδύναμης αξίας›.

Αυτό είναι μια άλλη κρίση κ.κ. Δικαστές. Για τα στερεότυπα που σας μίλησα στην εισαγωγή της αγόρευσής μου. Θα σας υπενθυμίσω και την απολογία του κ. Κονδύλη ο οποίος κατέθεσε εδώ στις 29/8/2003. Σε ερώτηση δική σας κ. Πρόεδρε για το προφίλ της Οργάνωσης και αν το μοντέλο ήταν αρχηγικό ο Κονδύλης κατέθεσε επί λέξει: «Εγώ αυτό που κατάλαβα και ο τρόπος που λειτούργησαν, πιστεύω ότι ήταν κάποιοι πυρήνες ανεξάρτητοι, δεν γνώρισα αρχηγό. Εντάξει, κάποιος ήταν επικεφαλής εκεί που ήμουν εγώ και το έχω αναφέρει, ο πιο έμπειρος ήταν ο Κουφοντίνας. Δεν ήταν δηλαδή ότι διέταζε να κάνεις κάτι› κτλ.

Όταν δε επιμείνατε εσείς αν υπήρχε κανένα κλιμάκιο που λάμβανε τις αποφάσεις και μεταφέρόνταν προς τα κάτω ή αν κουβέντιαζαν δημοκρατικά, σας απάντησε: «Μεταξύ μας συζητιόταν›. Εάν υπήρχε σοβαρή ενέργεια, απ’ ότι συζητούσε με τον Κουφοντίνα, «αυτό συζητιόταν με ευθύνη των επικεφαλής των πυρήνων σε όλη την Οργάνωση›. Αν υπήρχε σοβαρή διαφωνία μου είπε πει «ότι οι υπεύθυνοι μαζεύονται και τα μέλη που έχουμε να συζητήσουμε για πολιτικές και για ενέργειες. Να συζητήσουν να ληφθεί κάποια απόφαση›.

Ξαναρωτήσατε δε αν τις ιδέες τις έπαιρνε ένας ή οποιοσδήποτε, δηλαδή π.χ. την ιδέα ότι πρέπει να χτυπήσουμε τον Α, ή ότι θα χτυπήσουμε Αμερικανό αυτή τη φορά ή ότι θα χτυπήσουμε Τούρκο αυτή τη φορά, και είπαμε μάλιστα «ας πάμε στον Σιπαχίογλου, τί έγινε εκεί›. Ο κ. Κονδύλης απάντησε εκεί «το συζήτησα με τον κ. Κουφοντίνα›. «Αυτός έφερε την ιδέα;› ρωτάτε εσείς. «Ναι›, απαντά ο κ. Κονδύλης. «Έτοιμη την έφερε την ιδέα;› Προσέξτε την απάντηση: «Όχι, έγινε το γεγονός ότι πρέπει να απαντήσουμε τί μπορούμε να κάνουμε›. Το γεγονός που είχε προηγηθεί ήταν η δολοφονία του Γεωργιάδη στην Κύπρο.

Αυτά σας είπε ο κ. Κονδύλης εδώ. Θα σας πω επίσης τί λέει ο κ. Τζωρτζάτος, κάνω χρήση αναγκαστικών της προανακριτικής απολογίας την οποία αμφισβητεί και ο ίδιος αλλά εφόσον αναγνώστηκε είμαι υποχρεωμένος να κάνω χρήση. Σε αυτή λοιπόν την προανακριτική του απολογία στις 19/7/2002 λέει; «Ως προς την ιεραρχία της ομάδας δεν γνωρίζω αν και ποιος υπήρχε σε ηγετικό επιπεδο. Όμως στη μεταξύ μας ομάδα που την αποτελούσαν εγώ, ,ο Λουκάς, ο Μανόλης, ο Λάμπρος (Κουφοντίνας) ο Χριστόδουλος Ξηρός και ο Γιωτόπουλος ήμαστε περίπου ισότιμα μέλη. Βέβαια διανοητικά υπερείχαν ο Γιωτόπουλος και ο Κουφοντίνας και ο Γιωτόπουλος θα μπορούσε να γράφει τις προκηρύξεις γιατί υπερείχε διανοητικά›. Αλλά κ.κ. Δικαστές, η απολογία αποκλείει -και γι αυτό κάνω χρήση σε αυτό το σημείο τη δομή-, την ιεραρχία, αυτό που περιγράφεται ως κατέβασμα γραμμής. Δεν το επιβεβαιώνει.

Θα συνεχίσω με τον κ. Τσελέντη ο οποίος κατέθεσε. Θα αξιολογήσετε εσείς τις καταθέσεις του, θα αξιολογήσετε εσείς τις αντιφάσεις των απολογιών αυτών, της σειράς των απολογιών του κ . Τσελέντη που φανερώνουν κατά τη δική μας άποψη, της Υπεράσπισης Γιωτοπουλου την προσπάθεια του ανθρώπου για την ενοχοποίηση του Γιωτόπουλου και την απόδοση σε αυτόν του ρόλου του αρχηγού γιατί έτσι βολεύει την κατηγορία.

Εάν δεχθείτε ως αληθή αυτά τα οποία λέει ο κ. Τσελέντης, πρέπει να τα αξιολογήσετε και σωστά. Εγώ διάβασα προσεκτικά την απολογία Τσελέντη και επέμεινα και στις ερωτήσεις που δέχθηκε από όλους εσάς, από τους κ.κ. Δικαστάς. Όλοι ρωτήσατε για τη δομή της Οργάνωσης, για τον τρόπο λήψης αποφάσεων, για τον τρόπο επικοινωνίας των μελών της Οργάνωσης, για τις προκηρύξεις, τη σύνταξή τους, για τα χρήματα, τα κατά τον κ. Κουφοντίνα υλικά της Οργάνωσης, για την είσοδο και την αποχώρηση μελών.

Σας είπε, έδωσε πληροφορίες χωρίς κατά τη γνώμη μου να πει όλη την αλήθεια ο κ. Τσελέντης, ειδικά για τη δράση τη δική του, την οποία εν μέρει υποβάθμισε αλλά για μένα δεν είναι το ζητούμενο να ισχυριστώ και να αποδείξω τί έκανε ο κ. Τσελέντης. Δε με αφορά αυτό, εγώ αυτό που θέλω να πω είναι ότι με αυτά που είπε ο κ. Τσελέντης, απέκλεισε την αρχηγική δομή της Οργάνωσης, τη συμμετοχή του Γιωτόπουλου στις ενέργειες της 17Ν και την ηθική αυτουργία υπό την εκδοχή της Εισαγγελικής πρότασης.

Δηλαδή και για την συγκεκριμενοποίηση των στόχων στην οποία κατωτέρω εκτενώς θα αναφερθώ, κοντινότερη στην αλήθεια εάν τα αξιολογήσετε αυτά, το σύνολο των καταθέσεών του είναι η κατάθεσή του στην αστυνομία, την οποία την αναγνώσαμε εδώ με ερωτήσεις σχεδόν όλοι και σε αυτή την κατάθεση την πρώτη που δίνει ο κ. Τσελέντης, δεν αναγνώρισε κανέναν αρχηγικό ρόλο ή ρόλο γκουρού ή ρόλο αρχιερέα της τρομοκρατίας ή ρόλο δεσπόζουσας προσωπικότητας σε κανένα άλλο μέλος, ούτε βεβαίως και στον κ. Γιωτόπουλο ασχέτως της βασικής θέσης την οποία έχει ο κ. Γιωτόπουλος. Αναφέρομαι στη δομή κ. Πρόεδρε και τί προέκυψε και γι αυτό σας είπα ότι θα αξιολογήσετε συνολικά και στις δύο αγορεύσεις.

Θα σας αναφέρω κ.κ. Δικαστές πάλι αυτά που προέκυψαν από τη διαδικασία. Απαντήσεις του κ. Τσελέντη σε ερωτήσεις συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής. Ερωτήθηκε από τον κ. Λυκουρέζο για πιθανό χτύπημα στον Βαρδινογιάννη: «Τις συζητήσεις για το χτύπημα ποιος σας τις έκανε;› «Όλοι› απαντά, «δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο για τον κ. Βαρδινογιάννη›. Επιμένει ο συνάδελφος της Πολιτικής Αγωγής: «Αυτές τις συζητήσεις που κάνατε τότε χωρίς να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο, μπορείτε να μας πείτε αν θυμάστε ποιοι τις κάνατε ή πώς τις κάνατε;› «Αυτοί που ήμαστε. Δηλαδή εγώ, ο Κουφοντίνας και ο Γιωτόπουλος›.

Προσέξτε όμως την ερώτηση του κ. Λυκουρέζου: «Δηλαδή λέγατε ότι καλό θα είναι να επιλέξουμε τον Βαρδινογιάννη αλλά δε μπορούμε γιατί....› Τσελέντης: «Όχι τί θα επιλέξουμε τώρα. Περνούσε κάποιος από το Σύνταγμα. Είδαμε πάλι το αυτοκίνητο του Βαρδινογιάννη, έχει ακόμα τους σωματοφύλακες και το συνοδευτικό από πίσω. Αν βλέπαμε μία μέρα τον Βαρδινογιάννη με ένα μηχανάκι μπορεί και να πηγαίναμε να τον κυνηγούσαμε›. «Για ποια αρχική δομή και ηθική αυτουργία του ενός ή των δύο μιλάτε; Σε ποιους δράστες; Σε αυτούς που ήθελαν να κυνηγήσουν τον Βαρδινογιάννη όπου τον έβρισκαν;›

Συνεχίζει ο κ. Λυκουρέζος: «Συνεπώς την κουβέντα αυτή την έκαναν οι ίδιοι, ο κ. Γιωτόπουλος, ο κ. Κουφοντίνας, εσείς και ποιοι άλλοι;› «Όποιος άλλος περνούσε από το Σύνταγμα. Ας πούμε κάποιος συμπτωματικά είχε δει το αμάξι του κ. Βαρδινογιάννη στην εθνική οδό που κατευθυνόταν προς τη Φιλοθέη, πήγαινε από την εθνική οδό. Αυτός ήρθε και είπε ‘είδα τον Βαρδινογιάννη να ανεβαίνει από την εθνική οδό. Εκεί μπορεί να γίνει τίποτα;’ ‘Δεν μπορεί, τρέχει πολύ το αυτοκίνητο’›.

Αυτά έχουν προκύψει από την αποδεικτική διαδικασία. Θα μιλήσω τώρα για το ζήτημα της επικοινωνίας των μελών της Οργάνωσης που έχει πολλαπλή σημασία στο πώς παίρνονταν οι αποφάσεις. Είναι βέβαιο ότι σε μία ολιγομελή Οργάνωση με Αριστερή κουλτούρα που δρα παράνομα και συνωμοτικά, η επικοινωνία για πολλούς λόγους δε γινόταν όπως σε μια νόμιμη Οργάνωση, αλλά ούτε ακόμα και σε μια εγκληματική Οργάνωση από το άλλο είδος των εγκληματικών Οργανώσεων.

Σας κατέθεσαν όλοι όσοι αποδέχονται τη συμμετοχή τους πώς επικοινωνούσαν με συναντήσεις ανά δυάδες ή τριάδες ανάλογα πώς είχαν στρατολογηθεί και ποιον γνώριζαν είτε με το πραγματικό του όνομα είτε όχι, στις οποίες βέβαια συναντήσεις πήγαιναν με την ελεύθερη βούλησή τους για να συζητήσουν για τη δράση της Οργάνωσης.

Σε ερώτηση δε του κ. Αναπληρωτού Προέδρου, του κ. Γεωργαντόπουλου στις 5/8/2003, ο κ. Τσελέντης απάντησε ότι υπήρχαν επαναλαμβανόμενα ραντεβού, ας πούμε κάθε 4 του μήνα σε ένα σημείο γιατί μπορεί κάποιος να χανόταν, να έφευγε, να του τύχαινε κάτι, δηλαδή τακτικές ημερομηνίες. Το γεγονός λοιπόν ότι κάποιοι καταθέτουν ότι τους έλεγε πότε ο ένας και πότε ο άλλος για μια σχεδιαζόμενη ενέργεια, αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει προειλημμένη απόφαση από κάποιο ανώτερο κέντρο ή ένα πρόσωπο της Οργάνωσης.

Εκείνο που δε μπορείτε να παραβλέψετε ότι η όποια πρόταση από οποιονδήποτε και αν γινόταν, ήταν μόνο πρόταση προς δράση που έπρεπε να εξασφαλίσει την ομόφωνη αποδοχή όλων των μελών για να γίνει η ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι καμία εντολή ή υποβολή για την αποδοχή της πρότασης δεν υπήρχε από ανώτερο κλιμάκιο, αρχηγό ή κέντρο. Οι απολογίες όλες σας τα έχουν πει χαρακτηριστικά.

Εκείνο επίσης που δεν μπορείτε να παραβλέψετε είναι ότι όποιος πήγαινε στην Οργάνωση πήγαινε αποφασισμένος να μιλήσει για τη δράση της Οργάνωσης. Σε αυτό θα αναφερθώ πιο κάτω, όταν θα πω τα της ηθικής αυτουργίας, είμαι ακόμα στη δομή.

Να υπενθυμίσω επίσης στο σημείο αυτό τις ερωτήσεις του κ. Κατσαντώνη στον κ. Τσελέντη. «Ήσαστε 4-5 άνθρωποι, πώς γινόταν η εισήγηση; Η ατμόσφαιρα ποια ήταν; Μαζευόσαστε 4-5 άνθρωποι και από κει και πέρα μπαίνατε στο θέμα; Πεταγόταν κάποιος και έλεγε ‘εγώ προτείνω να σκοτώσουμε αυτόν, εσύ αυτόν;’› Τσελέντης: «Όχι, καθόλου, κανείς δεν πεταγόταν και κανείς δεν έλεγε για να σκοτώσουμε αυτόν. Πάντοτε γενικά κάναμε διάφορες συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση και για όλα υπήρχαν διάφορες ιδέες. Κάποια στιγμή καταστάλαζε μήπως αυτό μπορεί να γίνει, να πάμε να το δούμε, πηγαίναμε, το βλέπαμε, γυρίζαμε, λέγαμε μπορεί ή δεν μπορεί και κάπως έτσι γινόταν η απόφαση›.

Ο κ. Κατσαντώνης: «Αυτή δηλαδή ήταν μια συλλογική εργασία των σχεδίων. Συνέβη ποτέ κάποιος εξ υμών να πει ‘ακούστε αυτό, πρέπει να γίνει οπωσδήποτε γιατί αυτός είναι το ένα ή το άλλο’. Συνέβη ποτέ;› «Όχι, με αυτόν τον τρόπο όχι›. Είναι προφανές και από αυτά ότι απαιτείτο ομοφωνία τέτοια που αρκούσε η άρνηση οποιουδήποτε μέλους ώστε η ενέργεια να μην γίνει.

Να υπενθυμίσω και κάποιες ερωτήσεις του κ. Παπαδημητρίου κ. Πρόεδρε. Λέει ο κ. Παπαδημητρίου: «Στη σχέση μεταξύ Κουφοντίνα και Γιωτόπουλου διαπιστώσατε μια άτυπη ιεραρχία; Δηλαδή από τη συμπεριφορά τους μήπως καταλάβατε αν κάποιος υπερείχε έναντι άλλου;› «Θα έλεγα σεβασμό, όχι υπακοή σε ιεραρχία, σεβασμό›. «Μιλήσατε για ισοτιμία κτλ., στην απολογία σας δηλαδή ισοτιμία σημαίνει και σεβασμός ή υπεροχή;› «Κυρίως σεβασμός και ισοτιμία σε σχέση με τις αποφάσεις, δηλαδή αν κάποιος δεν συμφωνούσε θα έπρεπε να γίνει η συζήτηση μέχρι να βρεθεί μια κοινή πλατφόρμα, κοινή συμφωνία›. «Δε ρωτώ αυτό, ίσως να μην καταλάβατε την ερώτηση. Μίλησα για υπεροχή. Είπατε προχθές ότι ο κ. Γιωτόπουλος έκανε τις προκηρύξεις, τις έπαιρνε χειρόγραφες. Αυτό δεν έδειχνε μια κάποια υπεροχή; Ποια είναι η γνώμη σας;› «Ναι, αλλά δεν σήμαινε υπακοή, δεν σήμαινε ότι εάν ερχόταν μια προκήρυξη ότι έπρεπε όλοι να συμφωνήσουμε πάνω σ’ αυτό, μπορεί η μισή να άλλαζε.›

Αυτά είπε ο κ. Τσελέντης, αυτά είπε ο κ. Κονδύλης, αυτά είπαν όλοι στις προανακριτικές τους καταθέσεις και στις απολογίες εάν αναφερθείτε, πληθυντικό χρησιμοποιούν όλοι, αποφασίσαμε, χωρίς καμία αναφορά σε κάθετη ιεραρχική δομή και χωρίς καμία αναφορά σε δεσπόζουσα προσωπικότητα.

Και τώρα θα έρθω στο κεφάλαιο της ηθικής αυτουργίας κ. Δικαστές, το οποίο μάλλον δεν θα προλάβω να το τελειώσω σήμερα, έτσι όπως το βλέπω το πράγμα. Θα φθάσω μέχρι την απλή συνέργια ενδεχομένως. Κύριοι Δικαστές, πριν αναπτύξω τα περί ηθικής αυτουργίας και τι προέκυψε από την πολύμηνη αποδεικτική διαδικασία, εγώ θα σας μιλήσω γι’ αυτό που αποκαλώ δαιμονοποίηση και το οποίο το έζησα στην αίθουσα αυτή.

Η δαιμονοποίηση του κ. Γιωτόπουλου. Και αυτό μου ήρθε στα μυαλό ακούγοντας όλες τις αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής. Φέρεται ότι η Ευρώπη έζησε μια περίοδο όπου έδρασε η ιερά εξέταση. Η οποία βέβαιο είναι ότι σαν θεσμός μας προκαλεί και σας προκαλεί και σε όλους προκαλεί απέχθεια, και την θυμόμαστε ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Από τους ιεροεξεταστές όμως, είχε αναπτυχθεί μια συμπεριφορά. Συμπεριφορά η οποία δεν αναφέρεται και στην διανοητική και ηθική φυσιογνωμία των λειτουργών της. Δηλαδή θέλω να πω ότι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στους ιεροεξεταστές υπήρχαν άτομα ευσυνείδητα, έξυπνα, σκληρά, ιδιότητες που μπορούν να υπάρχουν στο ίδιο άτομο, ή σε διαφορετικέ χρονικές στιγμές σε άλλα άτομα, ή στο ίδιο άτομο σε διαφορετικές στιγμές.

Η δαιμονολογική λοιπόν φιλολογία, δίδασκε για παράδειγμα πως εάν, μια κατηγορουμένη ως μάγισσα ομολογούσε, ήταν ένοχη. Εάν σιωπούσε παρά τα βασανιστήρια, αυτό το έπραττε χάρις στο μάγεμα. Εάν αρνιόταν, έλεγε ψέματα, πλανεμένη από τον δαίμονα, την πηγή του ψεύδους. Αυτά όλα τα επιχειρήματα της ιεράς εξέτασης προϋπέθεταν κάθε φορά την ενοχή, και απήλλασσαν τον κριτή από την προσπάθεια απόδειξης της ενοχής.

Στη δίκη αυτή, όσοι ομολογούν, έχει καλώς και αυτοί είναι ένοχοι και τα λένε καλά για τον Γιωτόπουλο. Όσοι σιωπούν, το πράττουν χάρις στον Γιωτόπουλο. Όσοι αρνούνται είναι επίσης πλανεμένοι από τον Γιωτόπουλο, ο οποίος τους εκμεταλλεύθηκε και συνεχίζει να τους εκμεταλλεύεται, αυτά τα ακούσαμε εδώ, δεν τα βγάζω εγώ και τα λέω χωρίς να τα έχουμε ακούσει.

Αυτό το σχήμα, μόνο απόδειξη σε δίκαιη ποινική δίκη δεν είναι. Θα πρέπει να το προσέξετε αυτό το σχήμα, διότι εάν επικρατήσει στη συλλογιστική σας, εγώ πιστεύω ότι θα οδηγηθείτε με μαθηματική ακρίβεια σε πλανημένη απόφαση για τον Γιωτόπουλο. Έχετε υποχρέωση και την γνωρίζετε, σε ότι δεχθείτε, να προκύπτει από γεγονότα, κι αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και ότι δεχθείτε να μην έχει λογικές αντιφάσεις.

Εισέρχομαι στην ηθική αυτουργία και δεν το προσπερνώ το θέμα, αν ήταν μέλος της 17Ν σ’ αυτό θα μιλήσω παρακάτω. Θέλω να μιλήσω πρώτα για την ηθική αυτουργία και για την μείζονα πρόταση της απόφασης την οποία πρόκειται να εκδώσετε. Διότι εδώ το ερώτημα που τίθεται είναι, υπήρξε μέλος της οργάνωσης που να έδρασε ως ηθικός αυτουργός, όπως το βούλευμα λέει, ή όπως η πολιτική αγωγή ισχυρίστηκε ενώπιόν σας; Δηλαδή ότι τάχα, ήταν το μέλος αυτό που κάθε φορά μόνο, ή μαζί με άλλο μέλος, προκαλούσε την απόφαση στα άλλα μέλη να δράσουν, ή συγκεκριμενοποιούσε όπως είπαν οι κ. Εισαγγελείς τον στόχο.

Θα επισημάνω λοιπόν ότι το πρώτο που παρατηρείται είναι μια υποχώρηση κατά την γνώμη μου στο πραγματολογικό υλικό της κατηγορίας. Δηλαδή το βούλευμα υποθέτει ότι, υπήρξε ένα μέλος και αυτός ήταν ο Γιωτόπουλος, που ήταν η ψυχή της οργάνωσης, δηλαδή επινοούσε μόνος, σχεδίαζε μόνος, ανέθετε ρόλους μόνος κι επέβαλε κυρώσεις μόνος, εκμεταλλευόμενος την διανοητική του υπεροχή και την ηγετική του θέση στην οργάνωση, που έφθαναν μέχρι την απόλυση, ερχόμενος σε επικοινωνία με όλα τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, τον καθένα ξεχωριστά, τον οποίον και έπειθε για την συμμετοχή του στις ενέργειες.

Δηλαδή η 17Ν ήταν μια μηχανή καλορυθμισμένη, αποτελούμενη από μέλη, εξαρτήματα που δεν είχαν δική τους νόηση και βούληση και την οποία έθετε σε κίνηση πάντα για 27 χρόνια, ανεξάρτητα από το ποιοι συμμετείχαν και τι είχε προηγηθεί, για 27 χρόνια το ίδιο μέλος, ο ίδιος κατηγορούμενος.

Και βέβαια είναι χαρακτηριστική για την αυθαιρεσία της η θέση του βουλεύματος, γιατί για απολύσεις μίλησε μόνο ένας, ο κ. Τέλιος στον οποίον παρακάτω θα αναφερθώ. Κανείς άλλος.

Και θα μου επιτρέψει ο κ. Τέλιος να πω ότι αυτό ήταν ένα εύρημα που πολύ βόλεψε την κατηγορία, γιατί προσδίδει ένα χαρακτηριστικό μαφίας στην οργάνωση που δεν το έχει. Και θα έλεγα κ. Δικαστές ότι αυτό δεν θα έπρεπε να το υιοθετήσει ούτε η εισαγγελική έδρα. Το ερώτημα είναι όμως, ποια είναι τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης, τα γεγονότα που πρέπει να συντρέχουν και να αποδειχθούν για να στοιχειοθετείται η έννοια του ηθικού αυτουργού. Τι ρόλο ασκούν οι περιστάσεις, δηλαδή τι γίνεται και πώς στοιχειοθετείται, αν στοιχειοθετείται, το αδίκημα αυτό σε περιστάσεις, όπως αυτές που δημιουργεί η δράση μιας ιδεολογικής οργάνωσης όπως η 17Ν,όπου συμμετέχουν μέλη αποφασισμένα για δράση με βάση τις ιδέες τους.

Γνωρίζει πολύ καλά το Δικαστήριό σας, ότι η ηθικός αυτουργός και οι συνεργοί, θεωρούνται συμμέτοχοι σε στενή έννοια ενώ όλοι αυτοί και ο συναυτουργός θεωρούνται ως συμμέτοχοι σε ευρεία έννοια. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες στο χώρο του ποινικού δικαίου για την ανεύρεση ενός κριτηρίου διάκρισης, μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής και τις ξέρετε και δεν θα υπεισέλθω καθόλου σ’ αυτές. Το θέμα είναι ποια θα εφαρμόσουμε τώρα στη χώρα μας.

Ηθική αυτουργία είναι η εκ δόλου πρόκληση απόφασης σε άλλον, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Δηλαδή πρόκληση απόφασης από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον δράστη, τον φυσικό αυτουργό, να διαπράξει ορισμένη, συγκεκριμένη άδικη πράξη.

Ως πρόκληση απόφασης νοείται, η με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία βούλησης στο δέκτη της πρόκλησης, η οποία μπορεί να γίνει με κάθε μέσο, αρκεί το χρησιμοποιηθέν μέσο να παρήγαγε την απόφαση σ’ αυτόν, προς εκτέλεση της συγκεκριμένης άδικης πράξης. Πρέπει στην δικαστική απόφαση να αναφέρονται τα μέσα, και ο τρόπος πρόκλησης της απόφασης του ηθικού αυτουργού προς τον φυσικό αυτουργό, αφού αυτά, δηλαδή τα μέσα και ο τρόπος, είναι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας.

Επίσης πρέπει να αναφέρεται στην δικαστική απόφαση και από πού συνήγαγε το Δικαστήριο την πρόκληση της απόφασης. Πρέπει δηλαδή να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ενέργειες του ηθικού αυτουργού, με τις οποίες προκλήθηκε σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στον ίδιο, ή σε διαφορετικούς φυσικούς αυτουργούς, όταν τέτοια περίπτωση έχουμε, η απόφαση να τελέσουν την άδικη πράξη, ή τις άδικες πράξεις που τέλεσαν.

Θα πρέπει η δράση του ηθικού αυτουργού να προκάλεσε, να άσκησε δηλαδή όχι απλά σπουδαία, αλλά αποφασιστική επίδραση στη βούληση του φυσικού αυτουργού, για τον λόγο ότι η προβλεπόμενη ποινή για τον ηθικό αυτουργό είναι η ίδια με τον φυσικό αυτουργό. Όχι δηλαδή απλώς να ενίσχυσε την ήδη ληφθείσα απόφαση του αυτουργού, γιατί τότε πρόκειται περί απλής ψυχικής συνέργιας, για την οποία θα μιλήσω παρακάτω.

Η ηθική αυτουργία και η ψυχική συνέργια έχουν κοινό χαρακτηριστικό τη ψυχική, πνευματική επικοινωνία. Το ερώτημα όμως είναι, ποια είναι η διαφορά. Το ερώτημα πιστεύω ότι είναι λεπτό και έχει την εξής απάντηση. Τον ηθικό αυτουργό χαρακτηρίζει και ένα δεύτερο γεγονός, η πρωτοβουλία του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Και λέγοντας πρωτοβουλία του συγκεκριμένου, ορισμένου εγκλήματος, δεν εννοούμε βέβαια της καθαυτό τελέσεώς του, διότι αυτή την έχει αναμφίβολα ο φυσικός αυτουργός, στα χέρια του οποίου είναι, αν και κατά πόσο θα πραγματοποιηθεί τελικά η προσβολή του εννόμου αγαθού. Η πρωτοβουλία του ηθικού αυτουργού αναφέρεται αντίθετα, στην βουλητική νοητική πλευρά του εγκληματικού γεγονότος, δηλαδή πρόκειται για βουλητική νοητική πρωτοβουλία του εγκλήματος.

Και στο σημείο αυτό, επειδή μιλάμε για την πρωτοβουλία θα σας καλέσω να αναλογιστείτε, ότι υπήρχαν συναντήσεις καθορισμένες ανά μήνα σε συγκεκριμένη ημέρα, που το κάθε μέλος πήγαινε στη συνάντηση, και αυτή η συνάντηση γινότανε με την τήρηση συνωμοτικών κανόνων μέτρων ασφαλείας. Και στο ενδιάμεσο διάστημα δεν υπήρχε επικοινωνία, πάλι για λόγους ασφαλείας. Να δούμε λοιπόν τι θα πείτε, θα πείτε δηλαδή ότι, το κάθε μέλος που πήγαινε σε μια συνάντηση δεν εκδήλωνε πρωτοβουλία για να συμμετάσχει σε δράση της οργάνωσης; Τι πήγαινε να κάνει; Πήγαινε για να τον παρακινήσει κάποιος άλλος; Αυτό είναι ένα ερώτημα, στο οποίο θα αποφασίσετε.

Κατά της απόψεως αυτής λοιπόν, ότι ο ηθικός αυτουργός έχει την βουλητική νοητική πρωτοβουλία του εγκλήματος, αντιτάσσεται από την επιστήμη μια περίπτωση- επιχείρημα. Όταν ο φυσικός αυτουργός προσφέρεται από μόνος του να διαπράξει το έγκλημα. Εδώ ο κ. Ανδρουλάκης λέει ότι ο φυσικός αυτουργός έχει την πρωτοβουλία του εγκλήματος, άρα δεν τίθεται θέμα ηθικής αυτουργίας για τέλεση ορισμένης πράξης, να θυμίσω ότι ο κ. Ανδρουλάκης έχει και άλλη θεωρία για το ουσιαστικό άδικο της ηθικής αυτουργίας, θα αναφερθώ σ’ αυτό παρακάτω.

Επίσης ο κ. Χωραφάς κ. Δικαστές και είναι ένας ορισμός που τον θεωρώ πολύ συγκροτημένο λέγει ότι, στον Δικαστή εναπόκειται δι’ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας να κρίνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν όντως προεκλήθη η απόφασις προς τέλεση της πράξεως, δια των χρησιμοποιηθέντων υπό του παρακινήσαντος μέσων. Παρακίνησις επομένως γενομένην προς άλλον, όστις είναι ήδη αποφασισμένος να εκτελέσει την οικείαν πράξη, είναι το γνωστό omni onto facturus, δεν συνιστά ηθική αυτουργίαν, δύναται όμως να εκτιμηθεί κατά τας περιστάσεις, ως ψυχική συνέργια εγκειμένη εις ενίσχυσιν της ειλημμένης ήδη αποφάσεως του παρακινομένου.

Και θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου σας εις αυτό που λέει ο κ. Χωραφάς, κατά τας περιστάσεις. Ο κ. Μαγκάκης επίσης, στο σύγγραμμά του λέει, παρακίνηση ανθρώπου ήδη αποφασισμένου να τελέσει την πράξη του, δεν συνιστά ηθική αυτουργία. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση αυτός που παρακινεί, δεν προκαλεί στον άλλον την απόφαση της πράξης, αλλά ενδεχόμενα, με την παρακίνησή του να τον ενισχύει απλώς ψυχικά, στην ήδη σχηματισμένη απόφασή του.

Έτσι η περίπτωση αυτή μπορεί να συνιστά ψυχική συνέργια, και αυτός που την διέπραξε μπορεί να τιμωρηθεί ως απλούς συνεργός. Είναι προφανές λοιπόν από αυτά, ότι η φύση της ηθικής αυτουργίας, συνίσταται σε ψυχική, πνευματική επικοινωνία του ηθικού με τον φυσικό αυτουργό.

Αυτό που την διακρίνει από άλλες περιπτώσεις επιδράσεως και ιδιαίτερα από την ψυχική συνέργια είναι ότι, ο ηθικός αυτουργός έχει την νοητική βουλητική πρωτοβουλία του εγκλήματος, υπό την έννοια ότι η τέλεση αυτού εξαρτάται κατ’ αρχήν από την θέλησή του, ανεξάρτητα από το ποιος συνέλαβε πρώτος την ιδέα του εγκλήματος.

Έτσι αποδίδεται σωστά η φύση της ηθικής αυτουργίας, αλλά και εξηγείται η αυστηρότερη τιμώρηση αυτής, από την ψυχική συνέργια και η εξίσωση του πλαισίου ποινής που προβλέπει ο νόμος, για τον ηθικό με τον φυσικό αυτουργό.

Η ηθική αυτουργία είναι λοιπόν αυτοτελής κοινωνικά, αλλά εξαρτημένη νομικά πράξη. Ως δράση προς έτερον έχει δυο στόχους με ισάριθμα αντικείμενα και αντικειμενικά αποτελέσματα. Και αντίστοιχη σ’ αυτά υποκειμενική κάλυψη. Διπλό δόλο δηλαδή. Πρώτον, να οδηγήσει με την δική του θέληση ένα πρόσωπο στην τέλεση ορισμένης πράξης που αντικειμενικά είναι άδικη και τυποποιείται στο νόμο ως αξιόποινη. Και δεύτερον, να προσβάλει μέσω του άλλου αυτού προσώπου, συγκεκριμένο έννομο αγαθό.

Η λογική διαδρομή της ηθικής αυτουργίας, ως αυτοτελούς κοινωνικά και εξαρτημένης νομικά πράξης, αρχίζει με την εξωτερίκευση των προκλητικών λόγων που περιέρχονται σε γνώση του αποδέκτη τους, και τελειώνει με την τέλεση από αυτόν, τον φυσικό αυτουργό, της άδικης πράξης στην οποία προκλήθηκε να την τελέσει.

Η ιδιορρυθμία λοιπόν στην περίπτωση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας κ. Δικαστές, έγκειται στην αναγκαία παρεμβολή της βούλησης του φυσικού αυτουργού, να τελέσει την πράξη που αποτελεί νομικά το τελικό αποτέλεσμα της ενέργειας του ηθικού αυτουργού. Ωστόσο η ηθική αυτουργία συνιστά ενιαία πράξη με διπλό δόλο του υποκειμένου της, και δι-υποκειμενική, αντικειμενική υπόσταση, όπου η ενέργεια του ενός υποκειμένου – φυσικού αυτουργού, είναι ενσωματωμένη νομικά στην πράξη του άλλου ηθικού αυτουργού, παράγεται από την ενέργεια τούτου, την πρόκληση αποτελώντας το τελικό αποτέλεσμά της.

Δεδομένου λοιπόν ότι η ενέργεια του ηθικού αυτουργού, όπως τυποποιείται στο άρθρο 46 παρ. 1 περιπτ. Α’ του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή η πρόκληση απευθύνεται στην διάνοια του αποδέκτη της φυσικού αυτουργού και εκφράζει την βούληση του πρώτου να διαμορφώσει την βούληση του τελευταίου, ως πρώτη φάση της ενέργειας της ηθικής αυτουργίας, δεν μπορεί παρά να είναι, η εξωτερίκευση των προκλητικών λόγων που συνδέονται στοιχειωδώς με τον στόχο τους, που περιέρχονται συνεπώς σε γνώση του αποδέκτη τους φυσικού αυτουργού.

Αλλά η διαμόρφωση της βούλησης του φυσικού αυτουργού, αποτελεί το πρώτο αποτέλεσμα της ενέργειας – πρόκλησης του ηθικού αυτουργού, αναγκαίο για την παραγωγή του τελικού αποτελέσματος, που είναι η τέλεση της άδικης πράξης από τον φυσικό αυτουργό. Ως πρόκληση, που υποδηλώνει δημιουργία σε άλλους απόφασης πρέπει να νοηθεί η σαφώς και ευθέως τελουμένη. Δηλαδή με την ανάπτυξη κάποιας επιχειρηματολογίας, σε συγκεκριμένο, ή συγκεκριμένους φυσικούς αυτουργούς, για ορισμένη άδικη πράξη.

Στην υπόθεση λοιπόν που κρίνετε εσείς θα πρέπει να συνυπολογίσετε, ότι η εξωτερίκευση των προκλητικών λόγων, αν ως τέτοια εκληφθεί η πρόταση για δράση έστω και κατά συγκεκριμένου στόχου, γινόταν σε συναντήσεις ανά μήνα, όπως προέκυψε, στις οποίες πήγαιναν τα μέλη αυτοβούλως ύστερα από προκαθορισμένο ραντεβού, δεν τους γινότανε καμία ειδική πρόσκληση.

Συνεπώς δεν έχουμε ένα φυσικό αυτουργό που τον συναντά με κάποιο τρόπο ο ηθικός αυτουργός και τον παρακινεί, αλλά ένα φυσικό αυτουργό που πηγαίνει σε καθορισμένη από τα πριν συνάντηση, για να συζητήσει για την δράση της οργάνωσης, στην οποία είναι ενταγμένος και επιδιώκει την δράση, με ένα άλλο μέλος, εξίσου αποφασισμένο.

Έχετε περίπτωση εδώ, όπου ο κ. Τσελέντης σας είπε, ότι κάποιο διάστημα που είχε χάσει τον κ. Κουφοντίνα πήγε στην Κρήτη για να τον συναντήσει και να συζητήσουν τι θα κάνουν με την οργάνωση. Θα πείτε τι, ποιος παρακίνησε τον άλλον; Είναι δυνατόν να σκεφθείτε ότι παρακινήθηκε σε οτιδήποτε ο κ. Τσελέντης, ή οποιοδήποτε άλλο μέλος, οποιοσδήποτε κ. Τσελέντης, που αναζητά το άλλο μέλος για να συζητήσει αν θα κάνει κάτι, ή τι θα κάνει με την οργάνωση;

Δηλαδή είναι δυνατόν να σκεφθείτε ότι επί ένα μήνα, ή ένα χρόνο, περίμενε την συνάντηση το οποιοδήποτε μέλος και όταν πήγε στη συνάντηση οικεία βουλήσει εκεί παρακινήθηκε να αδικοπραγήσει. Εγώ λέω ότι όταν πήγαιναν στη συνάντηση ήταν αποφασισμένοι και συνεπώς δεν υπήρχε πεδίο ανάπτυξης ηθικής αυτουργίας.

Συνεχίζοντας όμως την ανάπτυξη για την ηθική αυτουργία και αφού σας είπα τα σχετικά με την πρόκληση, θα σας πω ότι, για να στοιχειοθετείται το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας, πρέπει να διαπιστώνεται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία προκλήθηκε η απόφαση για την τέλεση ορισμένης άδικης πράξης στον φυσικό αυτουργό.

Δηλαδή δεν αρκεί η εκφορά του προκλητικού λόγου αλλά πρέπει να συνάγεται ότι υπήρξε ή πειθώς, ή υπόσχεση, ή χορήγηση αμοιβής που να προκάλεσε την απόφαση, ή συμβουλή που προκάλεσε την απόφαση, ή έδρασε αποφασιστικά στο σχηματισμό της βούλησης. Πρέπει δηλαδή το χρησιμοποιηθέν μέσο, να παρήγαγε την απόφαση προς εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.