Πολιτική
Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/11/2003) Μέρος 1/6

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Οι 140 θέσεις δεν βλέπω να γεμίζουν. Τι γίνεται;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ θα έλεγα ότι είναι και πλήρης απόδειξη των ισχυρισμών μας ότι δεν είναι αρχηγός ο κ. Γιωτόπουλος διότι βλέπετε αγορεύω μόνος μου εδώ. Είναι επιτυχής η υπεράσπιση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούσατε καμία φορά εγώ να κάνω έστω και υπαινιγμό για τον κ. Γιωτόπουλο;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Λέω για την κατηγορία κ. Πρόεδρε. Στην κατηγορία αναφέρομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτά θα τα δούμε στο τέλος αφού ακούσουμε κι εσάς.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι κ.κ. Τζωρτζάτος Βασίλειος, Ξηρός Βασίλειος, Ξηρός Σάββας, Σερίφης Παύλος δεν θα εισέλθουν καθόλου σήμερα στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Ο κ. Γιωργιάδης θα έρθει αργότερα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να εκπροσωπηθούν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την εκπροσώπηση την αναθέτουμε στον κ. Χρυσικόπουλο προσωρινά.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, να ξεκινήσω σήμερα την αγόρευση διότι η προσπάθειά μου θα είναι να τελειώσω σήμερα αυτά τα οποία έχω να σας πω. Δεν θέλω να πάω άλλη ημέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ακούμε με μεγάλη προσοχή όπως πάντα.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Επειδή θα διατρέξω και όλο το αποδεικτικό υλικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπαμε για την fuzzy logic. Τελειώσαμε;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το τελειώσαμε. Θα την συναντήσουμε βέβαια λίγο παρακάτω όταν θα κάνουμε ανάλυση των καταθέσεων γιατί νομίζω τα ποσοστά από εκεί ξεκίνησαν να λέγονται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι προκηρύξεις είχαν λίγο fuzzy logic μέσα;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Καθόλου fuzzy logic δεν είχαν. Οι προκηρύξεις ήταν σαφείς, συγκεκριμένες και είχαν θέσεις ακριβώς πολιτικές συγκεκριμένες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή ένα ή μηδέν. Δίτιμη λογική. Δεν εδώ και ο κ. Βένιος του Πολυτεχνείου να μας τα πει ο οποίος θα μας έδινε μία εξήγηση.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ σας είπα κ. Πρόεδρε για την ηθική αυτουργία. Θα συνεχίσω τώρα. Αυτό που δεν θέλω να μας προκύψει είναι fuzzy logic, ηθική αυτουργία. Να συνεχίσω λοιπόν από εκεί που σταμάτησα εχθές αξιότιμε κ. Πρόεδρε και αξιότιμοι κ.κ. Εφέται και να υπογραμμίσω και πάλι ότι τέτοια μορφή ηθικής αυτουργίας σαν αυτή την οποία πρότειναν οι κ.κ. Εισαγγελείς όπως είπα δεν ανταποκρίνεται στην ορθή γραμματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 46 επόμενα αλλά και δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία.

Δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία γιατί και στο ζήτημα της συγκεκριμενοποίησης όπως λέγεται των στόχων αλλά και πριν από αυτό στο αν θα γίνει μία ενέργεια, δηλαδή μία έκρηξη ή μία ανθρωποκτονία και πού θα γίνει αυτή η απόφαση ήταν συλλογική αυτών που θα την έκαναν και δεν ήταν απόφαση ενός μέλους που προκαλούσε στη συνέχεια με κάποιον τρόπο και κάποια μέσα την απόφαση σε άλλους.

Θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι τα κριτήρια για το είδος της ενέργειας που θα γινόταν ήταν πολιτικά και αναφέρονται στις προκηρύξεις μια και πριν από λίγο αναφερθήκατε και στις προκηρύξεις. Η κάθε ενέργεια ήταν παρέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου. Υπενθυμίσω και την δήλωση του κ. Κουφοντίνα ότι «η ενέργεια έπρεπε να μιλάει από μόνη της›.

Τα κριτήρια για το συγκεκριμένο στόχο από τη διαδικασία προέκυψε από αυτά τα οποία ακούσατε εδώ και θα έχω την ευκαιρία παρακάτω να αναλύσω περισσότερο, ήταν επιχειρησιακής φύσης με την έννοια της αποτελεσματικής επίτευξης της ενέργειας. Και για τις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις ήταν συλλογικές.

Θα το δείτε αυτό όταν θα μπω στην κατ’ ιδίαν ανάλυση των πράξεων. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το σχήμα της αλυσιδωτής ηθικής αυτουργίας μπορεί υποθετικά και λογικά να φαίνεται ένα ωραίο νομικό σχήμα αλλά η αποδεικτική διαδικασία η οποία μας ενδιαφέρει εδώ για την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση σας έδωσε γεγονότα και στοιχεία που το αποκλείουν. Είμαι της άποψης και πιστεύω ότι κι εσείς αυτό θα πρέπει να δείτε, ότι σημασία έχουν τα γεγονότα της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι τα ωραία νομικά σχήματα και θα έλεγα και οι αυθαίρετες νομικές κατασκευές. Κατασκευές δηλαδή γενικές χωρίς αναφορά σε πραγματικά γεγονότα όπως προκύπτουν αυτά από την αποδεικτική διαδικασία.

Θα έλεγα επίσης ότι η φύση του πράγματος, η φύση της ομάδας γιατί ομαδικό φαινόμενο κρίνεται σας απαγορεύει να κάνετε και αυτή την σκέψη. Το εξηγώ γιατί. Γιατί η δράση εντός της ομάδας είναι διαρκής για πολλά χρόνια του καθενός από όσους δέχονται αλλά και από όσες εσείς θα δεχθείτε με την απόφασή σας ότι ήσαν, επαναλαμβανόμενη σε διάφορες ενέργειες με μεγάλα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα απραξίας που είχαν ο καθένας χωριστά από τον αναγκαίο και απαραίτητο χρόνο να σκεφτούν και να αποφασίσουν τι θέλουν στη ζωή τους, να ξανασκεφτούν την απόφαση που είχαν πάρει να παραμείνουν εφόσον είχαν ενταχθεί στην Οργάνωση και ήσαν μέλη και να αποφασίσουν κάθε φορά αν θα συμμετέχουν σε μία ενέργεια χωρίς να περιμένουν κάποιο μέλος, το ένα ή το άλλο μέλος να τους προκαλέσει την απόφαση να το κάνουν.

Γιατί επίσης πολλοί αποχώρησαν όταν το ήθελαν και όποτε το ηθέλησαν όπως από την διαδικασία έχει προκύψει ασχέτως αν και με την εισαγγελική πρόταση δεν έγινε τοποθέτηση η συγκεκριμένη. Προφανώς επιλέχθηκε ότι όλοι ήσαν μέχρι το τέλος. Αυτή τουλάχιστον ήταν η πρόταση της εισαγγελικής έδρας. Δεν είναι καμία διαφοροποίηση σε σχέση με το ζήτημα της αποχώρησης.

Θα επαναλάβω αυτό που σας είπα και αναλύοντας την δομή. Επίσης γιατί και μεταξύ αυτών που κατηγορούνται, αυτών που έχετε εδώ και αυτών που εσείς θα κρίνετε και θα αποφασίσετε τελικά για να μην έχει και λογική αντίφαση η απόφασή σας, υπήρχαν σχέσεις συγγενικές, σχέσεις έτσι όπως θα δεχθείτε φαντάζομαι μέσα από την διαδικασία και όταν θα κάνετε τον συλλογικό απολογισμό και την συλλογική κρίση, υπήρχαν και σχέσεις και φιλικές και συνεπώς υπήρχαν και επαφές πέραν των επαφών της Οργάνωσης για ορισμένους τέτοιες που δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς λογικός άνθρωπος ότι περίμεναν όλοι ανά υπό ομάδες τον έναν να συγκεκριμενοποιήσει τους στόχους και ότι δεν πάρθηκε ποτέ καμία απόφαση από κανέναν άλλον. Δεν πάρθηκε καμία πρωτοβουλία, δεν έγινε καμία συζήτηση αλλά ούτε και συζήτησαν ποτέ την απόφασή τους να είναι μέλη της Οργάνωσης, να συμμετέχουν στην δράση της Οργάνωσης.

Θα έλεγα κ. Πρόεδρε και θα μου επιτρέψει ο κ. Κουφοντίνας να το πω αυτό, ότι δεν μπορεί κανένας λογικός άνθρωπος να πιστέψει κατά την δική μου γνώμη και ακούστε το εσείς και αξιολογείστε το ότι ο κ. Κουφοντίνας που αυτός έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για όλη την δράση της 17Ν, ο άνθρωπος τον οποίο είδατε εδώ εσείς περίμενε από ένα άλλο μέλος της Οργάνωσης να συγκεκριμενοποιήσει το στόχο. Θαμπωνόταν από αυτό το μέλος και τα επιχειρήματα διότι αυτό το μέλος είχε διανοητική υπεροχή και αυτό μετρούσε και προκαλούσε την απόφαση να λάβει μέρος σε μία συγκεκριμένη ενέργεια και δεν επροκαλείτο η απόφασή του από την δική του πεποίθηση, την δική του εσωτερική επιταγή όπως ο ίδιος την είχε δομήσει στον προσωπικό του κόσμο να επιδιώξει ενέργειες ένοπλης πάλης και ότι εν πάση περιπτώσει αυτό γινόταν κάθε φορά, η πρόκληση της απόφασης από κάποιον άλλον.

Θα περάσω μετά την ηθική αυτουργία κ.κ. Δικαστές στο θέμα της συνέργιας για να ολοκληρώσω τη γενική τοποθέτησή μου πάνω και σε αυτό. Έχω την άποψη ότι η πρόταση για συγκεκριμένη δράση στα πλαίσια της συγκεκριμένης ιδεολογικής Οργάνωσης όπως εγώ την χαρακτηρίζω και έτσι είναι η Οργάνωση ασχέτως των χαρακτηρισμών που έγιναν από την άλλη πλευρά ή που μπορεί ο οιοσδήποτε να πει. Το υπόβαθρο είναι πολιτική.

Η πρόταση λοιπόν για συγκεκριμένη δράση δεν συνιστά από όποιον κι αν γινόταν ούτε απλή ψυχική συνέργια γιατί οι συζητήσεις μεταξύ των μελών της Οργάνωσης δεν γινόντουσαν για να ενισχυθεί η απόφαση κανενός μέλους με ενθάρρυνση. Θα έλεγα ότι κανένα μέλος δεν ενεθάρρυνε τα άλλα μέλη να δράσουν.

Υπάρχει ένα ερώτημα όμως το οποίο θα το θέσω εγώ ρητορικά και θα απαντήσω γιατί πιθανολογώ βασίμως ότι θα απασχολήσει την σκέψη σας. Θα μου πείτε ότι ένας που συμμετέχει στη λήψη μαζί με άλλους συναυτουργούς και συναποφασίζει όπως λέτε για μία συγκεκριμένη ενέργεια κατά ενός συγκεκριμένου τελικά εννόμου αγαθού αλλά δεν συμμετέχει στη συνέχεια στην ενέργεια, δεν συμμετέχει στην εκτέλεση της πράξης για την οποία έχει υπάρξει αυτή η συναπόφαση, δεν έχει κάνει τίποτα και θα πρέπει αυτός να μείνει ατιμώρητος, να φύγει; Έστω κι αν έχει συμμετάσχει με τη θέλησή του και με την ισότιμη ψήφο του στο σχηματισμό μιας συλλογικής απόφασης που στρέφεται κατά συγκεκριμένου εννόμου αγαθού; Δεν έκανε τίποτα αυτός;

Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο για να είναι λογική η τοποθέτησή μου και νομικά ορθή εγώ αισθάνομαι ότι πρέπει να απαντήσω στο Δικαστήριό σας καθ’ υποφορά έστω. Σε αυτό το ερώτημα κ.κ. Δικαστές θα ήθελα να διευκρινίσω ότι είναι άλλη η περίπτωση η συμμετοχή στη λήψη μιας συλλογικής εγκληματικής απόφασης από δράστες που δεν έχουν συστήσει ομάδα, άλλη περίπτωση όταν έχει συσταθεί και λειτουργεί Οργάνωση και ιδίως άλλη περίπτωση όταν έχουμε ιδεολογική Οργάνωση με διαρκή δράση.

Γιατί; Στην περίπτωση που δεν έχουν συστήσει Οργάνωση με διαρκή δράση εγώ έχω φέρει κι αν θέλετε σας την δίνω μια απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου και θέλω να κάνω την διάκριση μεταξύ γερμανικού δικαίου ως προς το σύστημα της ενιαίας πράξης και ελληνικού δικαίου που εσείς κρίνετε εδώ με το ελληνικό δίκαιο επειδή πολλές αποφάσεις δημοσιεύονται στα Ποινικά Χρονικά και έχουμε αναφορά. Θα σας φέρω μία απόφαση να δείτε ότι στο γερμανικό δίκαιο όπου ισχύει το σύστημα της ενιαίας αυτουργίας, δηλαδή αν ήμασταν στην Γερμανία θα ήταν όλοι κατηγορούμενοι για όλα τώρα. Δεν θα υπήρχε καμία διάκριση σε απλή συνέργια, συμμετοχές. Όλοι για όλα διότι αυτό το σύστημα έχουν εκεί. Δεν έχουμε το ίδιο σύστημα εμείς.

Υπάρχει μία απόφαση την οποία είχα βρει ερευνώντας και προετοιμαζόμενος γι’ αυτήν την υπόθεση η οποία λέει ότι στην Γερμανία είναι δυνατή η συναυτουργία σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και όταν ακόμα ο ένας από τους δράστες κατά την εκτέλεση της πράξης παραλείπει την συμφωνημένη εκ των προτέρων σύμπραξη στο έγκλημα. Είναι δημοσιευμένη στα Ποινικά Χρονικά στο ΜΑ στη σελίδα 769.

Αυτή η απόφαση δεν αφορά ομάδα με διαρκή δράση. Αφορά δύο δράστες οι οποίοι είχαν προαποφασίσει έχοντας όπλα ότι αν έρθουν σε σύγκρουση με αστυνομικούς ο ένας θα βοηθήσει τον άλλον και θα πυροβολήσουν για να διαφύγουν. Έγινε αυτό το περιστατικό, ο ένας δεν πυροβόλησε. Τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για δύο ανθρωποκτονίες και δύο απόπειρες και κρίθηκαν και οι δύο κατά συναυτουργοί. Αυτό δέχθηκε το Γερμανικό Δικαστήριο.

Σε αυτήν την απόφαση που επαναλαμβάνω ότι δεν αφορά ομάδα και θα εξηγήσω γιατί το λέω αυτό παρακάτω, έχει υποστεί κριτική από την δική μας πλευρά. Θα αναφέρω και είναι και σωστή η κριτική. Θα αναφέρω τον κ. Τζανετή ο οποίος έχει κάνει ένα σχόλιο κάτω από την απόφαση θεωρώντας εσφαλμένη και την εκδοχή της συναυτουργίας και της ηθικής αυτουργίας όπως το λέει η γερμανική απόφαση και θα σας αναφέρω κ.κ. Δικαστές πρώτον ότι σε αυτή την περίπτωση εδώ μιλάμε για μια πράξη ορισμένη από δράστες που δεν έχουν κανέναν επιπλέον δόλο πλην της συναπόφασης για την σύμπραξη στην ορισμένη αυτή πράξη.

Ακόμα λοιπόν και τότε γίνεται λόγος από έναν δικό μας θεωρητικό (δεν ξέρω αν είναι μόνο θεωρητικός) τον κ. Τζανετή ότι εδώ δεν έχουμε περίπτωση ηθικής αυτουργίας. Στη χειρότερη περίπτωση που θα μπορούσε να υπάρξει κατά το δικό μας σύστημα θα ήταν απλή συνέργια επειδή αναφερόμαστε σε σύμπραξη, απλή συνέργια.

Δίνει και έναν ορισμό αφού κρίνει ότι είναι εσφαλμένη αυτή κι εγώ θεωρώ ορθή την κρίση του ότι είναι εσφαλμένη αυτή η απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου, της συναυτουργίας. Συναυτουργία είναι κάθε ουσιώδης σύμπραξη που παρέχεται κατά το στάδιο της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Υπό το πρίσμα αυτό της στενής αλλά δογματικά ορθής έννοιας της συναυτουργίας καθίσταται προφανές ότι η σχολιαζόμενη απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου είναι εντελώς εσφαλμένη διότι αναγορεύει σε συναυτουργό τον κατηγορούμενο ο οποίος δεν συνέπραξε καθόλου κατά την εκτέλεση του εγκλήματος αλλά ενίσχυσε απλώς κατά το στάδιο των προπαρασκευαστικών πράξεων την απόφαση του συγκατηγορουμένου του για τέλεση της πράξης.

Ορθότερο είναι να προσδοθεί στην συμπεριφορά του κατηγορουμένου ο νομικός χαρακτηρισμός της απλής συνέργιας σε ανθρωποκτονία και μάλιστα με την μορφή της ψυχικής συνδρομής αφού ο κατηγορούμενος απλώς ενδυνάμωσε την εγκληματική βούληση του αυτουργού πριν από την τέλεση της πράξης.

Αυτά ισχύουν όπως λέω όταν δεν έχουν σύσταση εγκληματικής Οργάνωσης με διαρκή δράση της οποίας επιδιώκουν την τέλεση αδικημάτων και αυτά ισχύουν όταν έχουν παράλειψη της από τα πριν συμφωνημένης σύμπραξης στην πράξη αλλά και παρουσία κατά την πράξη.

Κύριε Πρόεδρε, θα συνεχίσω την απάντηση στο ερώτημα το οποίο σας έθεσα αφού έκανα την διευκρίνιση ότι δεν θα δικάσουμε με άλλο σύστημα πράξεις. Αυτό που ισχύει από τον Κώδικα, αυτό που δικάζουμε εδώ και 50 χρόνια, το αντικειμενικό σύστημα και όχι τις υποκειμενικές θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί και σε μία χώρα από την οποία έχουμε επαφή νομολογιακή και νομική. Φαίνεται αυτό καθαρά στα Ποινικά Χρονικά και στα διάφορα περιοδικά τα νομικά που δημοσιεύονται αποφάσεις.

Στο ερώτημα λοιπόν που έκανα προηγουμένως αν αυτός που συμμετείχε με ισότιμη ψήφο στην συναπόφαση αν έκανε κάποια πράξη, η δική μου η θέση κ.κ. Δικαστές ότι έκανε αλλά έκανε πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται στο κακούργημα το 187 όπως ισχύει και το οποίο θα εφαρμόσετε για όλη τη διάρκεια της Οργάνωσης εφόσον δεχθείτε ότι είναι διαρκές έγκλημα που αυτό θα δεχθείτε φαντάζομαι και θα εφαρμοστεί αυτό. Τίποτα πέρα του κακουργήματος αυτού δεν έχει πράξει, απολύτως τίποτα.

Το εξηγώ γιατί. Εδώ θα επανέλθω κ.κ. Δικαστές στην υποκειμενική διάσταση του αδικήματος του 187. Σας είπα στην αρχική ανάλυση ότι είναι αδίκημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Από τη φύση του αδικήματος αυτού αλλά και με βάση τη διατύπωση του νόμου απαιτείται δόλος πρώτου βαθμού διότι δεν είναι λογικό να συγκροτεί κάποιος ομάδα με ενδεχόμενο να τελεστούν κακουργήματα. Ενώ για την ένταξη ως μέλος σε τέτοια ομάδα ο νομοθέτης θέλησε την επιδίωξη του δράστη να τελεστούν κακουργήματα και όχι την απλή αποδοχή της τέλεσής τους. Αυτή είναι η επιδίωξη του νομοθέτη.

Αν ο εντασσόμενος δεν επιδιώκει δόλος α΄ βαθμού την τέλεση των εγκλημάτων αλλά την αποδέχεται ως αναγκαία δράση της ομάδας αυτός που εντάσσεται ως μέλος της δεν είναι φυσικός αυτουργός του αδικήματος 187 παράγραφος 1 αλλά άμεσος ή απλός συνεργός αφού λείπει η απαιτούμενη στο νόμο υποκειμενική του υπαιτιότητα για να είναι φυσικός αυτουργός αυτού του αδικήματος.

¶γνοια ή αμφιβολία ή και βεβαιότητα αλλά όχι επιδίωξη ως προς τους στόχους σημαίνει ένταξη από αμέλεια ή με ενδεχόμενο δόλο ή με β΄ βαθμού δόλο που δεν αρκούν κατά την γνώμη μου για την κατάφαση της υποκειμενικής ευθύνης του δράστη. Το ίδιο ισχύει και για την εμπλοκή κάποιου σε Οργάνωση παρά τη θέλησή του.

Γνώση λοιπόν της ύπαρξης ομάδας με τους προγραμματισμένους εγκληματικούς στόχους και επιδίωξη τέλεσης των κακουργημάτων όποιων και όπως ακριβώς αναφέρονται στο άρθρο 187 παράγραφος 1 ως συγκεκριμένων στόχων της ομάδας και όχι ως ενδεχομένου αποτελέσματος. Είναι απαραίτητα για την θεμελίωση του κατ’ άρθρου 187 παράγραφος 1 αδικήματος στοιχεία.

Έχω λοιπόν την άποψη κ.κ. Δικαστές ότι εφόσον δεχθείτε εσείς ότι το κάθε μέλος διέπραξε το αδίκημα του άρθρου 187 με την ένταξή του και την παραμονή του για όσο χρόνο εσείς θα κρίνετε ότι συμμετείχε, πολύ δε περισσότερο αν δεχθείτε ότι συμμετείχαν όλοι μέχρι το 2002 όπως είναι η εισαγγελική πρόταση που δεν έκανε καμία διάκριση και ως προς την αποχώρηση όπως προείπα αλλά και ως προς τον βαθμό του δόλου.

Θα δεχθείτε αυτομάτως και αναγκαία ότι ο καθένας που συμμετείχε είχε το δόλο του επεδίωκε. Είχε τον δόλο του επιδιώκει στη συμμετοχή στις πράξεις της ομάδας και συνεπώς τίποτε δεν απομένει προς σχηματισμό ή πρόκληση απόφασης πέραν αυτού του επιδιώκει ενός μέλους όποιο και να είναι αυτό σε άλλα μέλη για να έχουμε δράση ηθικού αυτουργού ή απλού συνεργού και αιτιώδη πρόκληση απόφασης του ενός μέλους στα μέλη που θα δεχθείτε εσείς ότι έπραξαν στην κάθε ενέργεια.

Είναι η θέση μου δηλαδή την οποία εσείς θα αξιολογήσετε και θα την κρίνετε ότι οι συζητήσεις μεταξύ των μελών για πιθανή πλήξη συγκεκριμένου στόχου ακόμα και η υπόδειξη για πλήξη συγκεκριμένου στόχου ούτε σαν προπαρασκευαστική πράξη συγκεκριμένης πράξης μπορεί να νοηθεί αλλά και το κυριότερο ούτε σαν τυποποίηση της έννοιας του άρθρου 46 περί ηθικής αυτουργίας ή απλής συνέργιας.

Τούτο διότι οι συζητήσεις αυτές είναι προφανές ότι γινόντουσαν μεταξύ ιδεολογικά κινουμένων αποφασισμένων δραστών και συνεπώς δεν υπήρξε σε αυτούς τους δράστες επειδή ήταν αποφασισμένοι για δράση και επεδίωκαν προεχόντως την δράση και τη συνέχεια της δράσης της Οργάνωσης, κανείς που να έδρασε σαν ηθικός αυτουργός ή απλός ψυχικός συνεργός των άλλων ακόμη και όταν γινόταν συζήτηση για πλήξη συγκεκριμένου στόχου με πρόταση οιουδήποτε μέλους.

Η συλλογική αρχή που σας θέτω έχω την άποψη ότι δεν την αντικρούει ούτε η άποψη που λέει ότι το αδίκημα του άρθρου 187 συρρέει αληθινά με το κακούργημα που τελέστηκε από τον ίδιο δράστη της συγκρότησης ή ένταξης στα πλαίσια των στόχων της Οργάνωσης.

Πράγματι υπάρχει συρροή πραγματική διότι πρόκειται για δύο διαφορετικά αδικήματα που πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά. Η νομολογία που εγώ τουλάχιστον έχω βρει κ. Πρόεδρε, αντιμετωπίζει περιπτώσεις όπου οι ίδιοι που συναποφάσισαν τη συγκρότηση ή ανήκουν σε εγκληματική ομάδα είναι οι ίδιοι που τελούν και το συγκεκριμένο αδίκημα και συνεπώς δεν τίθεται και θέμα ηθικής αυτουργίας κανενός μέλους.

Δηλαδή και στο στάδιο της συναποφάσεως τελέσεως μη καθορισθεισών εισέτι πλειόνων πράξεων και στο στάδιο της συναποφάσεως τελέσεως ενός αδικήματος οι δράστες είναι οι ίδιοι και σε κανέναν δεν έχει προσδοθεί ο ρόλος του συμμετόχου ως ηθικού αυτουργού και συνεπώς οι αποφάσεις που λένε ότι συρρέουν οι πράξεις, καλώς λένε ότι κρίνονται τα περί συρροής ανάλογα με το είδος του αδικήματος που διαπράττεται και το έννομο αγαθό που προσβάλλεται.

Να υπογραμμίσω ότι δεν είναι τυχαίο που δεν έχει προσδοθεί σε κανέναν ο ρόλος του ηθικού αυτουργού ακριβώς διότι οι συζητήσεις για –θα το πω με τη γλώσσα των νομικών- εγκληματικό σχεδιασμό δεν μπορούν να νοηθούν ως αμοιβαίες ηθικές αυτουργίες και να εφαρμοστεί το άρθρο 46 για κάποιον εκ των δραστών.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τί γίνεται και να το θέσω συγκεκριμένα και υπό ποίες προϋποθέσεις είναι δυνατό να έχουμε συμμετοχική δράση με την έννοια της ηθικής αυτουργίας τους ενός μέλους στα άλλα, όταν στο πρώτο στάδιο τα μέλη έχουν συναποφασίσει την τέλεση ή μη καθορισθεισών εισέτι αδικημάτων, έχουν δηλαδή συστήσει και συμμετέχουν στην Οργάνωση κατά άρθρο 187, επακολουθεί συζήτηση και συναπόφαση χωρίς διαφωνίες ορισμένων μελών για την τέλεση συγκεκριμένου αδικήματος και τελικώς στην εκτέλεση της πράξης συμμετέχουν οι δράστες που συναποφάσισαν αλλά δεν δρουν ένας ή περισσότεροι που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη πράξη.

Θα σας πω ένα παράδειγμα για να το φέρουμε στα πραγματικά στοιχεία αυτής εδώ της υπόθεσης. Αν δεχθούμε για παράδειγμα ότι μία Οργάνωση ιδεολογική έχει 4 πυρήνες και ο κάθε πυρήνας έχει 3 μέλη, σύνολο 12 δηλαδή και με τον τρόπο της εσωτερικής επικοινωνίας που έχουν αυτοί καθορίσει αποφασίζουν όλοι οι πυρήνες, και οι 12 και συμμετέχουν στην ενέργεια οι 5, οι 7 τί είναι; Ηθικοί αυτουργοί των άλλων;

Θα πείτε ότι είναι οι υπόλοιποι 7 ηθικοί αυτουργοί; Αυτό λέω ότι δεν μπορείτε να πείτε γιατί δε σας δίνει ο νόμος το δικαίωμα να το πείτε. Να διευκρινίσω λοιπόν ότι εάν κάποιο συγκεκριμένο μέλος δεν έχει τελέσει ένα από τα αδικήματα του άρθρου 187 ούτε έχει συμμετάσχει στην τέλεση του κακουργήματος από άλλο μέλος της ομάδας, τότε η δική του ευθύνη περιορίζεται στη διάπραξη του άρθρου 187 παρ. 1 και δεν δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής συνδρομής απλής συνέργειας δηλαδή, από μόνη την ιδιότητα του μέλους της ομάδας στην τέλεση του αδικήματος από άλλους.

Πολύ περισσότερο θα έλεγα κ.κ. Δικαστές ότι δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο ηθικής αυτουργίας για τον φερόμενο ως αρχηγό ή ως δεσπόζουσα προσωπικότητα αν διαπιστώνεται ότι υπάρχει τέτοιος. Θα πρέπει κάθε φορά να διαπιστώνεται η συμμετοχή, το είδος της πιθανής συμμετοχής σε συγκεκριμένη πράξη. Εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μία άλλη σκέψη: ξέρετε πολύ καλά ότι ακόμα και στο κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα που έχουμε συρροή ομοειδών πράξεων, η κάθε πράξη και η ομοειδής, ακόμα και όταν διαμορφώνεται τέτοια έννοια στο Ποινικό Δίκαιο, διατηρεί την αυτοτέλειά της.

Η συμμετοχή του τυχόν συμμετόχου σε ορισμένες πράξεις θα κριθεί γι αυτές που συμμετείχε στο κατ’ εξακολούθηση. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν έχουμε πραγματική συρροή εάν δεχθούμε ότι το κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα έχει τη συγκεκριμένη διάπλασή του από τον Κώδικα για τους γνωστούς λόγους, δε θέλω να υπεισέλθω γιατί αυτά είναι πολύ γνωστά πράγματα σε εσάς.

Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι η συμμετοχή ακόμα και εκεί κρίνεται στην κάθε πράξη, δεν κρίνεται ενιαίως, δεν κρίνεται γενικώς. Η άποψή μου είναι λοιπόν ότι για τη θεμελίωση της πιθανής ηθικής αυτουργίας ενός μέλους θα πρέπει να αποδεικνύονται όλα όσα απαιτεί για την στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας ο νόμος και δη πρόκληση της απόφασης στους άλλους συναυτουργούς της πράξης όχι με την απλή εκφορά μιας γνώμης ή μιας πρότασης ή υπόδειξης στα πλαίσια συζητήσεων των δραστών για τη λήψη της απόφασης για δράση ως μελών της Οργάνωσης αλλά με τρόπο και μέσα που να αποδεικνύεται ότι πράγματι προκάλεσαν την απόφαση ότι ήραν διαφωνίες τυχόν.

¶λλως αν αποδεικνύεται ότι οι συναυτουργοί που έδρασαν ήταν αποφασισμένοι να δράσουν, τότε δε στοιχειοθετείται σε καμία περίπτωση ούτε ηθική αυτουργία ούτε απλή συνέργια του ενός μέλους που δεν συμμετέχει στην πράξη. Πολύ δε περισσότερο πρέπει να αποδεικνύονται –και αυτό θα ήθελα να το δείτε στην απόφαση την οποία θα εκδώσετε- πραγματικά γεγονότα ηθικής αυτουργίας, δηλαδή πότε, από ποιους και με ποιο τρόπο προκλήθηκε η απόφαση και πώς δημιουργήθηκε αυτή στο μυαλό –εφόσον αυτό δεχθείτε εσείς- των φυσικών αυτουργών.

Αν υπήρξαν διαφωνίες που εκάμφθησαν ή όχι. Αν αυτά λείπουν, δεν υπάρχει καν θεμελίωση ηθικής αυτουργίας, δεν υπάρχει πράξη. Θα έλεγα δε ότι η ηθική αυτουργία ενός μέλους όπως είναι η κατηγορία για δράση Αριστερής ιδεολογικής Οργάνωσης, είναι έννοιες ασύμβατες, αντίθετες, δεν συναντώνται πουθενά.

Κύριοι Δικαστές έγινε σ ‘αυτή τη Δίκη διαχωρισμός και δεν είναι κάτι που έγινε μόνο εδώ, υπάρχει και στα ΜΜΕ, υπάρχει και στις συζητήσεις σε διανοούμενους και επιχειρησιακά στελέχη και έχω την άποψη ότι αυτός ο διαχωρισμός που υποστηρίχθηκε από κάποιους στην υπόθεση που δικάζεται, είναι παραπλανητικός. Έχω την άποψη ότι σε αυτή την Οργάνωση από τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι δεν υπήρξαν δεσπόζοντα στελέχη, στελέχη που να υπερείχαν διανοητικά σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτά να αποφασίζουν τις πολιτικές επιλογές και τη δράση της Οργάνωσης αλλά κυρίως δεν υπήρχε κάποια ιεραρχία μεταξύ τέτοιας ποιότητας στελεχών.

Είναι βέβαιο κ.κ. Δικαστές ότι σε μία ομάδα δεν είναι όλα τα μέλη ίδια και από άποψη της διανοητικής συγκρότησης αλλά και ως προς άλλα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης και κυρίως ως προς την εμπειρία. Οι διαφορές όμως ως προς τη συγκρότηση και, αν θέλετε και τη διανοητική συγκρότηση αλλά και ως προς την εμπειρία, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν και διανοητική ιεραρχία κάποιων μελών πάνω σε άλλα.

Στεγανοποίηση της Οργάνωσης μεταξύ διανοουμένων και επιχειρησιακών στελεχών ούτε πολύ περισσότερο σημαίνουν αυτομάτως και πρόκληση απόφασης των μεν στους δε, γιατί η θέση μου είναι ότι όλα τα μέλη, όσα δεχθείτε εσείς ότι συμμετείχαν, είχαν το επίπεδο διανοητικής ωρίμανσης που τους επέτρεπε να έχουν λάβει συνειδητά την απόφασή τους να είναι μέλη και να δρουν για τον σκοπό της Οργάνωσης.

Όλα τα μέλη ήταν αποφασισμένα και όλα τα μέλη από κάποιο σημείο και μετά ήταν εξίσου έμπειρα. Η εμπειρία του ανθρώπου δεν είναι κάτι στατικό και αναλλοίωτο, πολύ δε περισσότερο η εμπειρία από μόνη της δε συνιστά πρόκληση απόφασης για δράση.

Στο κεφάλαιο αυτό θα επικαλεστώ πάλι, για άλλη μια φορά το έγγραφο που τιτλοποιήθηκε ως «καταστατικό› της Οργάνωσης που λέει το 277 Η.2: «Μία από τις βασικότερες αρχές της Οργάνωσης είναι ότι δεν δέχεται μέλη που θέλουν να δουλέψουν μόνο σε έναν τομέα και σε μία δραστηριότητα, π.χ. πολιτική ή στρατιωτική. Τα μέλη δέχονται ως αρχή ότι μπορούν να δουλέψουν οπουδήποτε χρειαστεί›.

Αυτοί οι διαχωρισμοί –χθες σας διάβασα κάτι που γράφει σε ένα άλλο βιβλίο που είχε εκδοθεί το ’96, της κας Μπόσση- γίνονται και από τα ΜΜΕ. Κυκλοφορούν στη δημόσια συζήτηση. Το θέμα είναι εδώ η διαδικασία τί μας δίνει και στη συγκεκριμένη υπόθεση τί έγινε.

Επιπλέον επικαλούμαι ότι και με την ίσης αξίας ψήφο του, το μέλος που υπέδειξε ή συναποφάσισε ύστερα από συζητήσεις των μελών δεν έδρασε πέραν του επιδιώκειν σε συγκεκριμένη πράξη. Δεν διευκόλυνε ούτε ενίσχυσε ψυχικά καμία απόφαση γιατί οι δράστες ήταν αποφασισμένοι για δράση, επεδίωκαν τη δράση και για το λόγο αυτόν δεν μπορεί να τιμωρηθεί το μέλος αυτό ή τα άλλα μέλη που τυχόν θα δεχθείτε εσείς ή θα αποδεικνύεται ότι μπορεί να συμμετείχαν ούτε ως απλός ψυχικός συνεργός.

Εδώ θέλω να κάνω μια διευκρίνιση για την ψυχική συνέργια, διότι για την απλή ψυχική συνέργια σε μια πράξη χρειάζεται είτε υλική ενέργεια πριν την ορισμένη πράξη είτε ψυχική ενέργεια πριν την ορισμένη πράξη που να παρέχεται όμως την ώρα της πράξης ή κατά την πράξη και όχι σε απώτερα χρονικά διαστήματα όπου δεν έχουν αρχίσει καν να τελούνται έστω προπαρασκευστικές πράξεις για την τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος.

Ξέρετε τί είναι ψυχική συνέργια. Δεν είναι δυνατόν κατά τη γνώμη μου να θεωρείτε ότι τελείται απλή ψυχική συνέργια όταν δεν έχει εισέλθει η τέλεση του αδικήματος όχι στο στάδιο της απόπειρας, ούτε καν στο στάδιο της έναρξης τελέσεως των προπαρασκευαστικών πράξεων που όπως όλοι γνωρίζουμε, με το σύστημα αντικειμενικού αδίκου που ισχύει και εφαρμόζεται στη χώρα μας, δεν είναι τιμωρητέες οι προπαρασκευαστικές πράξεις, παρά μόνο όπου ειδικά προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα οπότε και έχουν αναχθεί σε αυτοτελείς αξιόποινες πράξεις όπως είναι η εσχάτη προδοσία.

Στο ίδιο παράδειγμα που σας ανέφερα πριν σε σχέση με τα 12 πιθανά μέλη μιας Οργάνωσης εκ των οποίων τα 5 συμμετέχουν αφού έχουν συναποφασίσει τα 12 για τον ίδιο λόγο πιστεύω ότι δε μπορείτε να δεχθείτε ότι οι 7 ήταν απλοί συνεργοί. Θα θέσω ένα παράδειγμα και θα αναφερθώ και σε λίγα στοιχεία από τη δικογραφία και θα κλείσω αυτό το κεφάλαιο κ.κ. Δικαστές, ολοκληρώνοντας όλη μου την τοποθέτηση για τα νομικά θέματα της ηθικής αυτουργίας και της απλής συνέργιας.

Σε περίπτωση π.χ. που αποδεικνυόταν με κάποιο γραπτό, με κάποιο σχέδιο, με κάποια ομολογία ή με κάποια μαρτυρία ότι είχε αποφασισθεί να πληγεί ο τάδε συγκεκριμένος στόχος, να τελεστεί μια ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, είχε ληφθεί συναπόφαση από όλα τα μέλη της Οργάνωσης και στη συνέχεια αποδεικνυόταν επίσης ότι δεν έγινε απολύτως τίποτα, δεν προχώρησαν στην υλοποίηση του σχεδίου. Τί δίωξη πέραν του 187 θα είχε ασκηθεί στα συναποφασίζοντα μέλη;

Μπορείτε να μου απαντήσετε ότι αφού δεν προχώρησαν και γι αυτό δεν γυρίζουμε πίσω, γιατί δεν πάμε μπροστά, είναι απλό. Με αυτό όμως θέλω να δείξω ότι δεν έχουμε τυποποίηση αυτής της πράξης αυτοτελή. Να σας πω ένα άλλο παράδειγμα απ’ αυτή την υπόθεση που δικάζετε εσείς εδώ. Θα πάω στην υπόθεση Κάρος. Θα μου επιτρέψει πάλι ο κ. Κουφοντίνας, αλλά είμαι υποχρεωμένος να το κάνω: Έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη και γι αυτή την ενέργεια στην υπόθεση Κάρος, όπως έχει κάνει και σε όλες.

Έχει ασκηθεί δίωξη κατά του κ. Κουφοντίνα για συνέργια; Όχι. Γιατί; Γιατί έτσι ερμηνεύεται αυτό που σας λέω. Δεν έχει ασκηθεί δίωξη, δεν είναι κατηγορούμενος στην υπόθεση Κάρος. Είναι μόνο οι τρεις που από τη διαδικασία, απ’ όσα στοιχεία κρίνατε εσείς, πήγαν. ¶λλος δεν είναι. Αυτή η ερμηνεία δίνεται.

Θα αναφερθώ σε μια προανακριτική απολογία του χωρίς εγώ σε καμία περίπτωση να υιοθετώ το περιεχόμενο αυτής της προανακριτικής απολογίας, διότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος το έχει ανακαλέσει όπως ειπώθηκε στο Δικαστήριό σας. Εγώ λέω δεν επιβεβαιώθηκαν οι προανακριτικές απολογίες όπως πρέπει στην ακροαματική διαδικασία. Θα πω λοιπόν ότι σε αυτή την προανακριτική απολογία έχει καταθέσει –αναφέρομαι στον κ. Καρατσώλη- στις 20/7/2002. Εγώ δεν δέχομαι ότι έγιναν αυτά, αλλά τα λέω ως παράδειγμα – επιχείρημα γι αυτό που αναπτύσσω.

Λέει ότι «στις συναντήσεις αυτές απ’ ότι μπορώ να θυμηθώ είχαμε πει για έναν Βουλευτή› και εννοεί έναν Βουλευτή της Ν.Δ. Δεν έχει ασκηθεί δίωξη κατά του κ. Καρατσώλη και ορθά. Έτσι είναι, δεν μπορεί να ασκηθεί. Σε μια άλλη υπόθεση ληστείας υπάρχει μια περίπτωση όπου ένα μέλος έφυγε την τελευταία στιγμή. Ήταν εκεί και έφυγε. Δεν έχει ασκηθεί καμία δίωξη κατά αυτού του μέλους. Και ορθά, διότι έτσι είναι, όπως σας το λέω.

Κλείνοντας λοιπόν αυτό το κομμάτι και την ανάλυση αυτών που σας είπα, τα επιχειρήματα τα οποία εσείς θα αξιολογήσετε, η θέση μου είναι ότι η υπόδειξη ή η συμμετοχή σε συναπόφαση και στις συζητήσεις που προηγήθηκαν για τη λήψη ομόφωνης απόφασης στα πλαίσια δράσης ιδεολογικής Οργάνωσης, δε συνιστά ηθική αυτουργία ούτε απλή συνέργια κατά την έννοια του νόμου και την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας από τη θέση σε ισχύ του Ποινικού Κώδικα που καλείστε να εφαρμόσετε.

Είχα ετοιμάσει ένα κεφάλαιο για την αξιολόγηση των στοιχείων που προέκυψαν στη διαδικασία και τα οποία με μία λέξη λέγονται ως «πειστήρια› σε σχέση με τη συμμετοχή του κ. Γιωτόπουλου στη 17Ν. Επειδή η πρόθεσή μου είναι να τελειώσω σήμερα και δε θέλω να πάω άλλη μέρα, συνεννοήθηκα με τον κ. Ραχιώτη και θα ασχοληθεί αποκλειστικά ο κ. Ραχιώτης με αυτό το θέμα για να μην έχουμε και επικαλύψεις.

Το διευκρινίζω προς αποφυγή παρανοήσεων κ.κ. Δικαστές και το διευκρινίζω για να μη θεωρηθεί ότι αυτά που εγώ θα πω στη συνέχεια σημαίνει ότι αποδέχομαι κάτι άλλο. Η κύρια γραμμή υπεράσπισης είναι η άρνηση, υπάρχουν και επικουρικές γραμμές υπεράσπισης, τα ξέρετε πολύ καλά, τις οποίες και αναπτύσσουμε διότι αν δε δεχθείτε το ένα υπάρχει το άλλο ανάχωμα, τί πρέπει να δεχθείτε και τί πρέπει να προκύψει.

Θα μπω λοιπόν σε αυτό το στάδιο προσπερνώντας αυτό το οποίο θα αναπτύξει ο κ. Ραχιώτης. Θα μπω στο στάδιο των πράξεων και θα διατρέξω τις πράξεις από το 1975 ως το 2002 αναδεικνύοντας τα στοιχεία για την κάθε πράξη χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι αποδέχομαι εγώ την κατηγορία και ότι έχω διαφορετική άποψη σε σχέση με την πρώτη γραμμή. Και δεν είναι αντιφατικό κ. Πρόεδρε αυτό το οποίο κάνω. Είναι υπεράσπιση.

Για την πρώτη περίοδο, αν μπορούσαμε χρονικά, γιατί και σε κάποια βιβλία τα οποία διαβάζουμε, υπάρχει μια πρώτη περίοδος που αναφέρεται 1975-1980, που μάλιστα γι αυτή την περίοδο εσείς για πράξεις κατ’ ιδίαν δεν έχετε κατηγορία, οι κατηγορίες ξεκινούν από το 1983 και μετά. Εφόσον όμως έχουμε την Οργάνωση από το 1975 όπως είναι η κατηγορία εφόσον είναι διαρκές αδίκημα, θα πρέπει να αναρωτηθεί το Δικαστήριό σας γιατί δεν ήρθε κανένας γενικός μάρτυρας κατηγορίας να σας καταθέσει για την Οργάνωση, για την ίδρυσή της.

Να πω ότι η δική μου πρώτη παρατήρηση μόλις ανέγνωσα τον κατάλογο των κλητευθέντων μαρτύρων κατηγορίας ήταν ότι απουσίαζε ο μάρτυρας που θα κατέθετε για την Οργάνωση, την ίδρυσή της, πώς κατέληξαν στην εκδοχή που παρουσιάστηκε, τί έρευνες έκαναν, πώς κατέληξαν και με ποια στοιχεία στον εντολέα μου τον οποίον εκπροσωπώ.

Να σας πω ότι και η Πολιτική Αγωγή διά του εκπροσώπου της, του κ. Λυκουρέζου, του ενός εκ των εκπροσώπων, το έθεσε στην αρχή το θέμα της διαδικασίας και δόθηκε η απάντηση που θα μου επιτρέψετε να τη χαρακτηρίσω, εσείς θα την αξιολογήσετε, εγώ τη λέω πτωχή, ότι δεν υπήρχαν μάρτυρες αστυνομικοί γιατί είχαν ασχοληθεί όλοι με τις διάφορες υποθέσεις, άρα υπήρχε κώλυμα στην κατάθεση.

Εγώ αδυνατώ να πιστέψω ότι δεν υπήρχε είτε από το Υπουργείο είτε από την Αστυνομία ένας αστυνομικός μάρτυρας από αυτούς που έκαναν την έρευνα και κατέληξαν εκεί που κατέληξαν και σας έφεραν την εκδοχή εδώ να την αξιολογήσετε, ο οποίος δε μπορούσε να έρθει εδώ να καταθέσει όπως γίνεται συνήθως σε πλειάδα υποθέσεων τις οποίες δικάζουμε για άλλη ήσσονος, σε σχέση με αυτό που κρίνετε εσείς, σημασίας ζητήματα.

Αδυνατώ επίσης να πιστέψω κ.κ. Δικαστές ότι οι διωκτικές αρχές άκουγαν το όνομα «Γιωτόπουλος› ή το όνομα «Μιχάλης Οικονόμου› δήθεν για πρώτη φορά από τον κ. Σάββα Ξηρό, από τους αδερφούς Ξηρούς κατά τις προανακριτικές απολογίες όπως θέλουν εσείς να πιστέψετε. Θέλουν δηλαδή να πιστέψετε ότι αυτοί εν κενώ, χωρίς να ξέρουν τίποτα, χωρίς να έχουν τίποτα στο μυαλό τους, ούτε καν ένα σχέδιο, παρακολουθούσαν, έπαιρναν καταθέσεις και προέκυπταν τα στοιχεία σιγά-σιγά. Αυτό θέλουν να πιστέψετε.

Για μένα το γεγονός ότι δεν ήρθαν να καταθέσουν σε εσάς υποδηλώνει κάτι άλλο: Ότι κάτι δε θέλουν να βγει στο φως της αποδεικτικής διαδικασίας. Εσείς πρέπει να αμφιβάλλετε αφού λείπουν αυτά τα στοιχεία. Εμείς το θέτουμε, εσείς θα το αξιολογήσετε, αλλά είναι έλλειμμα της αποδεικτικής διαδικασίας αυτό, ότι δεν προέκυψε από τη διαδικασία με κάποιον μάρτυρα που ασχολήθηκε με την έρευνα, πώς έγινε η έρευνα, πώς κατέληξαν.

Θέλουν εσείς να πιστέψετε στην απόφασή σας ότι άκουσαν για πρώτη φορά το όνομα «Γιωτόπουλος› ή «Μιχάλης Οικονόμου› από τον κ. Σάββα Ξηρό. Αυτό έγινε στη διαδικασία, βγήκε κάτι άλλο; Προέκυψε κάτι άλλο; Ήρθε κανείς εδώ να μας πει κάτι άλλο; Αυτό βγήκε στη διαδικασία. Εγώ λέω να έρθει ο αστυνομικός να σας πει πώς έγινε η έρευνα, πώς βρήκαν το όνομα, πώς κατέληξαν εκεί, τί έρευνες έκαναν, με ποιους μίλησαν, τί στοιχεία είχαν, αυτά να σας τα πει αστυνομικός, όχι να έρθει ο Δήμαρχος να σας πει «ναι, ήρθαν οι αστυνομικοί και ζητούσαν αυτό›. Και άλλα στοιχεία προέκυψαν, όταν πήγαιναν ένα χρόνο πριν και ρώταγαν. Θα σας τα πει και ο κ. Ραχιώτης αυτά. Δεν είναι ότι δεν προέκυψαν. Αλλά από πλευράς διωκτικών αρχών σας λέω εγώ ότι προέκυψε, όχι από πλευράς δικής μας που ρωτάγαμε εμείς για να αποδείξουμε αυτό που σας λέω.