Πολιτική
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2003 20:00

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (20/11/2003) Μέρος 1/8

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι Ξηρός Βασίλειος, Ξηρός Σάββας, Σερίφης Παύλος, Τέλιος Κωνσταντίνος αδυνατούν να προσέλθουν στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Ο κρατούμενος Γεωργιάδης Διονύσιος θα εισέλθει αργότερα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να εκπροσωπηθούν κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διορίζουμε τον κ. Χρυσικόπουλο για όλους αυτούς προσωρινά και εφόσον δεν υπάρχει βέβαια σύγκρουση γιατί απ’ ότι βλέπω δεν υπάρχει σύγκρουση με κανέναν με τον κ. Γιωτόπουλο. Δεν κατηγορεί κανέναν, απεναντίας λέει «εγώ δεν έχω καμία σχέση με όλους αυτούς αλλά εν πάση περιπτώσει αν πείτε ότι έχω τότε ήταν η καλύτερη Οργάνωση›.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αν πούμε ότι έχουμε σύγκρουση πρέπει να διακόψετε τώρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχετε.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Απ’ ότι βλέπω την σύνθεση μάλλον πρέπει να διακόψετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι γιατί έχουμε τις 2 ώρες και 2 το Χ.Π.Α, πάμε ωραία.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Έλεγα λοιπόν κ. Πρόεδρε την περασμένη φορά και με αυτά κατέληξα ότι το συμπέρασμα που βγαίνει από τα δημοσιεύματα του Τύπου πριν την σύλληψη του εντολέα μου, ότι δεν φαινόταν καθόλου από την δικογραφία κατά την στιγμή της σύλληψης ότι υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να στραφεί η δίωξη και η αστυνομική δραστηριότητα εναντίον του εντολέα μου. Εκείνο όμως που είχαν δείξει τα δημοσιεύματα του Τύπου προηγουμένως ήταν ότι υπήρχε ένα έτοιμο προφίλ αρχηγού της 17Ν χωρίς να ενδιαφέρει αν είναι ή δεν είναι ο συγκεκριμένος, αν αυτό το προφίλ χωράει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Αυτό το προφίλ περιείχε μία προέλευση από το Παρίσι, έναν 60άρη σχετιζόμενο με την αντίσταση και φυσικά ένα τέτοιο προφίλ ήταν πολιτική απόφαση και όχι αποτέλεσμα έρευνας. Στο προφίλ αυτό με επανειλημμένα δημοσιεύματα εντάχθηκε ο Γιωτόπουλος κυρίως μέσω κάποιων σημασιολογικών αναφορών όπως αρχαιομαρξιστικές καταβολές, πατέρας ψηλός ασπρομάλλης κλπ και ότι δεν τους πείραζε καθόλου να ξέρει ότι το ήξεραν γιατί ακριβώς δεν υπήρχε τίποτα εναντίον του και πήγαιναν να βγάλουν από αυτή τη διαδικασία.

Ταυτοχρόνως δοκιμάζονταν και άλλοι ιδίως μετά την έκρηξη δοκιμάστηκαν πολλοί άλλοι για να χωρέσουν σε αυτό το προφίλ. Ενδεικτικά αναφέρω τον Ρούσση, τον Βασιλικό, τον Βεργόπουλο, τον Λασιθιωτάκη, τον Σκαρπαλέζο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι μετά την έκρηξη τοποθετήθηκαν στο προφίλ του ψηλού ψαρομάλλη που έρχεται από το Παρίσι. Τουλάχιστον οι άντρες σχεδόν οι περισσότεροι ταιριάζουν με αυτό ακριβώς το προφίλ.

Σας έλεγα ότι κατά την εκτίμησή μου θα πηγαίναμε σε δίκη ούτως ή άλλως ανεξαρτήτως της έκρηξης στον Πειραιά. Ότι η έκρηξη του Πειραιά, οι γιάφκες και ο Ξηρός δεν επιβεβαίωσαν το σενάριο με στοιχεία γι’ αυτό και η καθυστέρηση στη σύλληψη και το παιχνίδι με τα πολλά πρόσωπα. Η πολιτική απόφαση για την επιλογή του Γιωτόπουλου τελικώς έγινε ότι πείστηκαν ότι δεν προκύπτουν στοιχεία από κανέναν για τους παρακολουθούμενους ύποπτους και ότι ο Σάββας προεχόντως και δευτερευόντως ορισμένοι από το περιβάλλον του ακόμα θα στήριζαν το σενάριο του αρχηγού, ο πρώτος γιατί ελεγχόταν το μυαλό του και οι δεύτεροι γιατί είχαν τον συγγενή τους σε αυτή την κατάσταση που τον είχαν.

Τέλος αυτό που σας είπα είναι ότι τα στοιχεία που σήμερα φέρονται ότι είναι τα στοιχεία με τα οποία κατηγορείται ο κ. Γιωτόπουλος. Ήδη είχαν προαναγγελθεί πριν την εύρεσή τους, πριν την μετατροπή τους δηλαδή σε υλικό γεγονός.

Μετά από αυτά που είναι μια γενική τοποθέτηση του ζητήματος θα ήθελα να σταθώ περισσότερο σε ζητήματα σήμερα της ηθικής αυτουργίας, της βασικής κατηγορίας που έχει ο κ. Γιωτόπουλος και δευτερευόντως αφού ολοκληρώσω αυτό το ζήτημα σε ορισμένα ζητήματα σε σχέση με τη συμμετοχή σε πράξεις και στο ζήτημα της συμμετοχής στην ίδια την Οργάνωση καθ’ αυτή και με αυτά θα κλείσω.

Όσον αφορά την ηθική αυτουργία και προεχόντως γύρω από το νομικό πλαίσιο του ζητήματος τα στοιχεία του εγκλήματος προφανώς μας τα δίνει το ίδιο το άρθρο 46, πρόκληση απόφασης, διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος και ο δόλος. Ως πρόκληση απόφασης νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε πολύ εύκολα ότι είναι η σκόπιμη πράξη κάποιου που αιτιωδώς οδηγεί έναν άλλον στη λήψη μιας εγκληματικής απόφασης, μιας απόφασης τέλεσης εγκλήματος.

Κατά τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων αυτή η πράξη θα πρέπει να είναι αναγκαίος όρος, δηλαδή conditio sine qua non για την πρόκληση της απόφασης. Δηλαδή εκ των ουκ άνευ για να πάρει ο άλλος την απόφασή του. Επιπλέον κατά την κρατούσα άποψη θα πρέπει αυτός ο αναγκαίος όρος να είναι και ενεργός αιτία. Κάπως έτσι τοποθετείται το ζήτημα της πρόκλησης της απόφασης.

Προφανώς η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων είναι η δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο, δίνει τα πιο ανεπιεική αποτελέσματα σε σύγκριση με τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας ή με τη θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξης οπότε θα προσεγγίσω κι εγώ το θέμα ακριβώς με αυτή τη θεωρία που δίνει τα δυσμενέστερα αποτελέσματα.

Από την τυποποίηση του αδικήματος νομίζω ότι προκύπτουν μερικοί απαράβατοι κανόνες οι οποίοι πρέπει να καθοδηγούν τη σκέψη μας όπως και να προσεγγίσουμε την υπόθεση. Αυτή είναι η εξής κατά την γνώμη μου: πρώτον, ότι σε αποφασισμένο δράστη δεν χωρεί η ηθική αυτουργία. Δεύτερον, ότι χωρίς πρόκληση απόφασης δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας. Οποιαδήποτε διεύρυνση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δηλαδή αντικατάσταση της πρόκλησης της απόφασης με μία έννοια ευρύτερου περιεχομένου από το Δικαστήριο είναι contra legem ερμηνεία.

Αυτό σημαίνει αντίθεση στο 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος αλλά και στο 1 του Ποινικού Κώδικα γιατί τιμωρείται μία πράξη που δεν προβλέπει ο νόμος. Από αυτή την έννοια λέω ότι χωρίς πρόκληση απόφασης δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας. Συνεπώς οποιαδήποτε υποκατάσταση της έννοιας της πρόκλησης της απόφασης με μία άλλη ευρύτερου περιεχομένου θα είναι παράνομη.

Τρίτον, δεν υπάρχει ηθική αυτουργία αν η πράξη δεν είναι τουλάχιστον αναγκαίος όρος για την απόφαση άλλου. Αν η απόφαση θα λαμβανόταν και χωρίς την πράξη του ηθικού αυτουργού, δηλαδή υπό διάφορη αλληλουχία γεγονότων, όταν δηλαδή η πράξη είναι απλώς όρος της απόφασης του άλλου, όχι αναγκαίος όρος. Παράδειγμα, αν σε περίπτωση ανθρωποκτονίας κάποιος πείσει κάποιον ότι είναι απλά καλός σκοπευτής και γι’ αυτό το λόγο επιλέξει να σκοτώσει με τουφέκι και όχι με μαχαίρι αυτό μπορεί να είναι όρος της πράξης, βεβαίως δεν είναι αναγκαίος όρος της πράξης.

Το ζητούμενο εδώ είναι αναγκαίοι όροι της πράξης που ταυτοχρόνως να είναι και ενεργή αιτία. Αυτή είναι η τέταρτη παρατήρηση που ήθελα να κάνω για την πρόκληση της απόφασης. Πέμπτο, ηθικός αυτουργός, ηθική αυτουργία υπάρχει μόνο όταν ο δράστης προκαλεί απόφαση σε άλλον για διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος και μάλιστα αυτού που τελικά διέπραξε.

Όταν ο δράστης προκαλεί την απόφαση στον άλλον να κλέψει ένα αυτοκίνητο χωρίς να προσδιορίζει ποιο για να πηγαίνει στην δουλειά του ή να κάνει μία ληστεία γενικώς χωρίς να του προσδιορίζει ποια ληστεία είναι αυτή τότε δεν έχουμε ηθική αυτουργία. Κατ’ αναλογία των ίδιων παραδειγμάτων, όταν ο δράστης υποδεικνύει σε κάποιον να σκοτώσει έναν αμερικανό στρατιωτικό γενικώς χωρίς να προσδιορίζει ποιον δεν έχουμε έγκλημα εδώ πέρα γιατί χρειαζόμαστε συγκεκριμένο έγκλημα.

Αυτές είναι οι πέντε προκαταρκτικές παρατηρήσεις που ήθελα να κάνω στο ζήτημα οι οποίες νομίζω ότι απορρέουν ευθέως από την τυποποίηση του εγκλήματος στο άρθρο 46. Μερικά ζητήματα γύρω από την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τώρα. Νομίζω ότι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος την ορίζουν τα εξής πράγματα: η διάπραξη του εγκλήματος, ενός εγκλήματος, η δημιουργία της απόφασης γι’ αυτό το έγκλημα από άλλον, τα μέσα που χρησιμοποίησε για την παραγωγή της και ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε ή που χρησιμοποιήθηκαν τα μέσα αν θέλετε. Αυτά νομίζω ότι συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι το μέσο και ο τρόπος μπορεί να είναι οποιοδήποτε. Δεν υπάρχει ζήτημα πάνω σε αυτό. Αλλά στην κατηγορία πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ποιος τρόπος και μέσο χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση του εγκλήματος άλλωστε είναι το δικαίωμα αμύνης προφανώς. Γιατί πρέπει ως προς την αντικειμενική υπόσταση ο κατηγορούμενος να μπορεί να αμυνθεί συγκεκριμένα.

Δεύτερον, να αποδειχθεί αιτιολογημένα ποια ενεργό συμπεριφορά του ηθικού αυτουργού με χρήση του συγκεκριμένου μέσου και τρόπου προκάλεσε την απόφαση του φυσικού αυτουργού και νομίζω ότι αυτό είναι ένα ζήτημα κλειδί. Νομίζω ότι θα πρέπει να περιγράφονται και να αποδειχθούν οι συγκεκριμένες υλικές πράξεις οι οποίες θα πρέπει να είναι προσδιορισμένες και τοπικά και χρονικά και ως προς τον δέκτη οι οποίες αιτιωδώς να οδήγησαν στην λήψη μιας απόφασης από τον τελευταία, από τον δέκτη δηλαδή.

Να αποδίδεται και να αποδεικνύεται τελικά στον κατηγορούμενο μιας ενεργός συμπεριφορά η οποία σε κάποιον άλλον προκάλεσε την απόφαση. Να το πω διαφορετικά, να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται η πρόκληση της απόφασης με συγκεκριμένο τρόπο και μέσο. Αυτό είναι το ζητούμενο ως προς την ενεργό συμπεριφορά που λέμε.

Θα ήθελα αυτό να το βάλω με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Νορντίν. Η τυποποίηση της κατηγορίας κατά την γνώμη μου ή μια ενδεχόμενη τυποποίηση της κατηγορίας θα έπρεπε να είναι ότι ο Γιωτόπουλος προκάλεσε στον Κουφοντίνα για παράδειγμα την απόφαση να σκοτώσει τον Νορντίν όταν μέσα από συζητήσεις που είναι ο τρόπος στη συγκεκριμένη περίπτωση που έγιναν εκεί και τότε τον έπεισε εξηγώντας του φέρ’ ειπείν ότι οι ΗΠΑ είναι εχθρικές προς τα συμφέροντα της Ελλάδος και πρέπει να σκοτώσει έναν συγκεκριμένο στρατιωτικό για να καταδειχθεί η αντίδραση του λαού στον ρόλο των ΗΠΑ.

Το επιχείρημα εδώ, αυτά που σας είπα, είναι το μέσο ή διαφορετικά ότι στις ίδιες συζητήσεις τον απείλησε ότι θα τον σκότωνε αν δεν έκανε το έγκλημα. Εδώ το μέσο είναι η απειλή. Τέλος θα πρέπει να πείτε και να αποδεικνύεται αυτό ότι ο Κουφοντίνας δεν θα σκότωνε τον Νορντίν αν δεν είχε δράσει με τον συγκεκριμένο τρόπο ο Γιωτόπουλος.

Νομίζω ότι τέτοια πρέπει να είναι η τυποποίηση για να καταφανεί η ενοχή κάποιου ανθρώπου για την ηθική αυτουργία στο έγκλημα το συγκεκριμένο. Τα πρόσωπα βεβαίως ως προς τον δράστη είναι τυχαία, δεν ξέρω αν κατηγορείται ο Κουφοντίνας, ως παράδειγμα το ανέφερα.

Φοβάμαι ότι τέτοια πραγματικά περιστατικά δεν αποδείχθηκαν για καμία από τις υποθέσεις που εξετάσατε αλλά σε αυτό το στάδιο δεν είναι το κύριο. Το κύριο είναι ότι τέτοια πραγματικά περιστατικά δεν περιλαμβάνονται στο βούλευμα. Δεν έχουμε δηλαδή μια πραγματωμένη αντικειμενική υπόσταση στο βούλευμα.

Η νομολογία σε πολλές περιπτώσεις στην Ελλάδα αρκέστηκε σε μία γενική αναφορά των μέσων και του τρόπου χωρίς να εξειδικεύεται η συγκεκριμένη διεργασία με την οποία προκλήθηκε η απόφαση ή χωρίς να προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος χρήσης των μέσων γιατί συνήθως είναι αυτονόητα. Όταν φέρ’ ειπείν γράφεται σε μία απόφαση ότι με επίμονες παρακλήσεις τον έπεισε να καταθέσει ψέματα στο Δικαστήριο και μόνο αυτό, η παράληψη αυτή θα μπορούσε να είναι ανεκτή στις περιπτώσεις που η συμμετοχή του ηθικού αυτουργού στο έγκλημα είναι εξόφθαλμη, είναι αυτονόητη όπως είναι στο έγκλημα της ψευδορκίας σε μία δίκη υπό την έννοια ότι ο μόνος που έχει συμφέρον εδώ είναι ο συγκεκριμένος διάδικος υπέρ του οποίου κατέθεσε ο μάρτυρας ψέματα. Ο ίδιος ο φυσικός αυτουργός δεν έχει ποτέ ένα άμεσο συμφέρον από αυτό, έχει ένα έμμεσο συμφέρον από τη σχέση που έχει με τον ηθικό αυτουργό.

Δηλαδή πολλά πράγματα γίνονται απολύτως αυτονόητα και γι’ αυτό παραλείπονται. Δε νομίζω ότι η απόφασή σας μπορεί να αρκεστεί στην αιτιολογία που δίνουν άλλες αποφάσεις σε ζητήματα σαν αυτό που σας ανέφερα αλλά πρέπει να ασχοληθεί με το να αποδείξει πλήρως την αντικειμενική υπόσταση όπως σας την εξέθεσα προηγουμένως.

Για το ίδιο ζήτημα της αντικειμενικής υπόστασης δόθηκε ένας ορισμός εδώ στην αγόρευση του κ. Αναγνωστόπουλο για τον οποίο θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Ο κ. Αναγνωστόπουλος σας είπε την εξής διατύπωση: «εάν ο φυσικός αυτουργός δεν θα τελούσε την πράξη του αν δεν υπήρχε η οποιαδήποτε λέξη, πράξη, νεύμα, τηλεφώνημα του ηθικού αυτουργού τότε ο ηθικός αυτουργός έχει στοιχειοθετημένη την δική του πράξη›.

Ο κ. Αναγνωστόπουλος έκανε έναν αρνητικό ορισμό με πολλαπλές αρνήσεις ώστε έμμεσα να διευρύνει την αντικειμενική υπόσταση και να υπονοήσει πρακτικά ότι οποιαδήποτε προσλαμβάνουσα του δράστη είναι ηθική αυτουργία από το φορέα που προέρχεται αυτή.

Θα έλεγα ότι αυτός ο ορισμός είναι αντίθετος και στην καθαρή θεωρία του ισοδυνάμου των όρων που απαιτεί αναγκαίο όρο, όχι οποιοδήποτε όρο. Να σας πω ένα παράδειγμα εδώ. Με την θεωρία του κ. Αναγνωστόπουλου η σύζυγος του εξασθενημένου σωματικά ληστή που ξέρει ότι πάει να κάνει ληστεία και του φτιάχνει ένα καλό πρωινό για να αντέξει θέλει έναν όρο για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη ληστεία ο ληστής.

Η διαφορά ποια είναι εδώ; Ότι δεν είναι ούτε αναγκαίος όρος, ούτε ενεργός αιτία. Αν αρκεστείτε στον ορισμό του κ. Αναγνωστόπουλου οτιδήποτε χωρίς το οποίο δεν θα έκανε την πράξη ο φυσικός αυτουργός, η σύζυγος του ληστή εδώ πέρα είναι ηθικός αυτουργός, εκεί πάει αυτός ο ορισμός.

Δεύτερον, από αυτόν τον ορισμό λείπει το βασικό. Λείπει η πρόκληση της απόφασης. Η πρόκληση της απόφασης πρέπει να έγινε θετικά από τον νεύμα που λέει, από το τηλεφώνημα δεν αρκεί να είναι μια δευτερεύουσα παράμετρος για την λήψη της απόφασης γιατί απλούστατα η παράμετροι στη δράση ενός ανθρώπου είτε παράνομη, είτε νόμιμη είναι άπειροι και δεν μπορούμε φυσικά και δεν το θέλει και ο νομοθέτης να φτάσουμε σε άπειρους ηθικούς αυτουργούς γύρω από οποιοδήποτε έγκλημα.

Επίσης αυτός ο ορισμός δεν προσεγγίζει καθόλου το θέμα από τη σκοπιά της ενεργού αιτίας. Ένα τέταρτο, μας λέει ότι αν δεν υπήρχε η πράξη του ηθικού αυτουργού ο φυσικός αυτουργός δεν θα τελούσε το έγκλημα. Αναφέρεται στην τέλεση, δηλαδή συγχέει την έννοια της ηθικής αυτουργίας με την άμεση συνέργια. Αυτά που περιγράφει ως προς την τέλεση προσδιορίζουν είτε άμεση, είτε απλή συνέργια.

Το θέμα κατά την γνώμη μου είναι ποια σημασία έχουν για τη λήψη της απόφασης. Εκεί έγκειται η ηθική αυτουργία. Αν αφορούν χρόνο μετά τη λήψη της απόφασης ως προς την ηθική αυτουργία είναι αδιάφορα, πάμε σε άλλο ζήτημα πια.

Το πέμπτο που θα ήθελα να παρατηρήσω είναι ότι οποιοδήποτε νεύμα, πράξη, τηλεφώνημα από το οποίο προκλήθηκε απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ηθική αυτουργία. Ποιο είναι όμως το πρόβλημα; Πρέπει να αναφέρεται στο βούλευμα, πρέπει να είναι κατηγορία αυτό το πράγμα. Δεν μπορεί να επινοηθεί το πρώτο από το Δικαστήριο στη διαδικασία. Αναφέρεται;

Δηλαδή πρακτικά θα πρέπει να πούμε εδώ πέρα με ποιο νεύμα, τηλεφώνημα έπεισε ο Γιωτόπουλος τον Σκανδάλη ας πούμε να σκοτώσει τον Τσαντ; Αυτό το πράγμα πρέπει να το πείτε συγκεκριμένα, ποια είναι η υλική ενέργεια που έκανε. Δηλαδή το ζήτημα τελικά δεν είναι να απαριθμήσει κάποιος διάφορα μέσα και τρόπους με τα οποία μπορεί να προκληθεί η ηθική αυτουργία. Πρέπει να κατηγορήσεις για ένα συγκεκριμένο μέσο και τρόπο και αυτό να το αποδείξεις κιόλας ότι συνέβη αλλιώς δεν έχει έννοια, είναι θεωρητική συζήτηση.

Όσον αφορά τώρα την υπόδειξη ή την συγκεκριμενοποίηση του στόχου η πρώτη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω γι’ αυτό είναι ότι δεν κατηγορούμαστε γι’ αυτό. Αν θεωρηθεί τρόπος ή μέσο τέλεσης του εγκλήματος είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, είναι πράξη δηλαδή και θα πρέπει να εκτίθεται στο βούλευμα ότι με αυτόν τον τρόπο τελέσαμε το έγκλημα. Είναι μία υλική πράξη.

Ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας εξέφρασε την εξής θέση, ότι για την ηθική αυτουργία απαιτείται ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης πειθώς και φορτικότητα τη χαρακτήρισε «νομολογιακό υπόλειμμα της ρύθμισης του Ποινικού Νόμου του 1836›.

Εγώ θα έκανα μία παρατήρηση πάνω σε αυτό ότι ο ισχύον Ποινικός Κώδικας ισχύει από 1/1/51 και η νομολογία είναι σταθερή ως προς την πειθώ και φορτικότητα. Είναι λίγο δύσκολο να πούμε ότι δεν έγινε κατανοητό επί 53 χρόνια τώρα ότι έχει αλλάξει ο νόμος αλλά νομίζω ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το ζήτημα. Αν και ο οποιοσδήποτε τρόπος και οποιοδήποτε μέσο τελικώς σε πειθώ καταλήγει, σε αλλαγή της βούλησης τελικά αλλιώς δεν έχουμε πρόκληση απόφασης.

Αν θέλετε και η φορτικότητα που συνηθίζεται να γράφεται στις αποφάσεις των Δικαστηρίων, τι περιγράφει; Περιγράφει την επίμονη προσπάθεια. Δηλαδή αν θέλετε την εξωτερίκευση του δόλου. Για να την αντιδιαστείλει ακριβώς από την απλή έκφραση μιας άποψης άνευ ειδικού δόλου που ενδεχομένως θα μπορούσε να οδηγήσει στην πρόκληση της απόφασης αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τέλεσης που δεν αποκλείονται από τη διατύπωση του 46 παρ. 1, αν θέλετε και στον ποινικό νόμο του 1836 κι έχει επικρατήσει να θεωρείται ενδεικτική αυτή η απαρίθμηση που έκανε.

Εδώ το ζήτημα είναι ότι το βούλευμα περιγράφει έναν συγκεκριμένο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος. Λέει ότι τέλεσες το έγκλημα με πειθώ και φορτικότητα. Είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να λέει άλλο, ότι το τέλεσες με κλάματα και παρακάλια, με οτιδήποτε θα μπορούσε να λέει. Το ζήτημα είναι πού αμύνεται ο κατηγορούμενος αυτή τη στιγμή.

Ο κατηγορούμενος οφείλει και δικαιούται να αμυνθεί στην κατηγορία που του απαγγέλθηκε και στο βαθμό που μιλάμε για αντικειμενική υπόσταση, αυτό ακριβώς δε μπορεί να ανατραπεί εδώ και να του αποδώσουμε άλλον τρόπο και μέσα τέλεσης του εγκλήματος αυτή τη στιγμή, γιατί έτσι η κατηγορία γίνεται κινούμενη άμμος. Μπορεί να είπε ο κ. Εισαγγελέας αυτό κι εσείς να έρθετε με την απόφασή σας και να πείτε κάτι τελείως άσχετο. Σε ποια βάση τελικώς θα αμυνθεί ο κατηγορούμενος; Αυτό είναι το πρόβλημα με τη μεταβολή της αντικειμενικής υπόστασης.

Δεύτερο ζήτημα για την υπόδειξη: Η υπόδειξη ενός αντικειμένου του εγκλήματος, δηλαδή μιας μονάδας ενός εννόμου αγαθού κατά τη γνώμη μου δεν είναι έννοια ισοδύναμη με την πρόκληση απόφασης. Πρόκειται για ευρύτερη έννοια. Γιατί; Γιατί δεν συνάπτεται υποχρεωτικά με πρόκληση απόφασης. Μπορεί να υποδειχθεί στόχος του φυσικού αυτουργού αλλά αυτό να μην του προκαλέσει καμία απόφαση να αγνοήσει την υπόδειξη δηλαδή.

Ή μπορεί να αποφασίσει την τέλεση του εγκλήματος για τελείως διαφορετικούς λόγους απ’ αυτούς που του υποδείχθηκαν ενδεχομένως. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εκ των ουκ άνευ όροι για διαμόρφωση της βούλησης του φυσικού αυτουργού είναι διαφορετικοί. Εφόσον με την υπόδειξη μπορεί να προκληθεί απόφαση, μπορεί και όχι, τότε έχουμε ευρύτερη έννοια. Αν έχουμε ευρύτερη έννοια όμως, δε μπορούμε να αντικαταστήσουμε την πρόκληση της απόφασης με την υπόδειξη, γιατί με αυτόν τον τρόπο διευρύνουμε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και παραβιάζουμε το 1 του ποινικού κώδικα και το 7 του συντάγματος.

Θα ήθελα να πω παραπάνω σ’ αυτό ότι αν ο νομοθέτης αρκείτο στην υπόδειξη για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αν ήθελε δηλαδή να διαμορφώσει μια ευρύτερη αντικειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας που να καλύπτει κάθε προσλαμβάνουσα του δράστη από το κοινωνικό περιβάλλον, απλώς θα το έλεγε. Η περίπτωση του άρθρου 84 είναι σαφής κατά τη γνώμη μου. Στη διάταξη αυτή περιλαμβάνεται και η διέγερση και η προτροπή, δηλαδή μια αντικειμενική υπόσταση που είναι ευρύτερη του 46.

Θέλω να πω ότι ο νομοθέτης δεν αγνοούσε και τις ευρύτερες έννοιες όταν κατάστρωνε τον Ποινικό Κώδικα. Ειδικότερα η συγκεκριμενοποίηση του στόχου αν είναι πριν την απόφαση δεν έχει καμία λογική έννοια γιατί δεν προκαλεί αναγκαίως την απόφαση. Το να συγκεκριμενοποιώ στόχους σε κάποιον που δεν έχει αποφασίσει το έγκλημα, πρακτικά δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να του προκαλέσω την απόφαση με αυτή την συγκεκριμενοποίηση, μπορεί και να μην του την προκαλέσω.

Σε κάθε περίπτωση έχω μια ευρύτερη έννοια δηλαδή από την πρόκληση της απόφασης. Αν της αποδοθεί όμως η έννοια της εξειδίκευσης μιας μονάδας του προς προσβολή εννόμου αγαθού μεταξύ δυο τριών μονάδων που έχει αποφασίσει να πλήξει ο δράστης, δηλαδή ο δράστης έχει αποφασίσει να κάνει ληστεία Τράπεζας και εγώ του υποδεικνύω όχι το Χ υποκατάστημα αλλά το Ψ υποκατάστημα να προσβάλλει για τον Χ λόγο, γιατί έχει περισσότερα λεφτά φερ’ ειπείν εκεί, εκεί αφορά ειλημμένη απόφαση.

Έρχεται η συγκεκριμενοποίηση μετά την απόφαση τέλεσης του εγκλήματος. Μετά την απόφαση όμως για την τέλεση του εγκλήματος, δεν υπάρχει ηθική αυτουργία. Σε ό,τι είναι αποφασισμένο δε χωρεί ηθική αυτουργία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη συγκεκριμενοποίηση οποιουδήποτε άλλου όρου του εγκλήματος, είτε είναι αναγκαίος όρος είτε είναι μη αναγκαίος όρος. Π.χ. η εξειδίκευση του μέσου τέλεσης του εγκλήματος μεταξύ δυο τριών μέσων που έχει επιλέξει ο δράστης. Να το εξειδικεύσω στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας ότι «είναι καλύτερα να τον κάνεις με μαχαίρι το φόνο και όχι με πιστόλι›. Δε σημαίνει τίποτα ακριβώς γιατί η εγκληματική απόφαση έχει ληφθεί.

Σας είπε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας ότι ο ρόλος του ηθικού αυτουργού είναι ότι συγκεκριμενοποιεί το στόχο στον φυσικό αυτουργό. Δεν παίζει κανένα ρόλο εάν ο φυσικός αυτουργός έχει μια ενδιάθετη εγκληματική βούληση λέει ο κ. Εισαγγελέας. Αν είναι δηλαδή έτοιμος να διαπράξει εγκλήματα. Αν το Δικαστήριό σας δεχθεί ότι ο κ. Γιωτόπουλος είναι αυτός που κάθε φορά συγκεκριμενοποιούσε τον στόχο, υπάρχει ηθική αυτουργία.

Νομίζω ότι αυτή η θέση είναι εσφαλμένη γιατί η συγκεκριμενοποίηση του στόχου δεν συνεπάγεται όπως είπαμε προηγουμένως αναγκαίως πρόκληση απόφασης τέλεσης του εγκλήματος. Ως υπόδειξη δεν οδηγεί αναγκαία στην πρόσκληση, ως εξειδίκευση μεταξύ διαφόρων μονάδων του αγαθού που έχει αποφασίσει να πλήξει ο δράστης προϋποθέτει ειλημμένη απόφαση.

Ενδεχομένως δεν είναι ούτε απλή συνδρομή γιατί φερ’ ειπείν σε έναν που έχει αποφασίσει να κλέψει ένα αυτοκίνητο μάρκας Χ, αν του συγκεκριμενοποιήσει κάποιος, του υποδείξει αν θέλετε, το χρώμα, τί αδίκημα κάνει; Αν του πει «κλέψε ένα κόκκινο Mercedes, όχι ένα πράσινο› κάνει κάποιο αδίκημα; Κι όμως είναι συγκεκριμενοποίηση αυτό. Τί αδίκημα θα του αποδώσετε;

Η τέταρτη και τελευταία παρατήρηση που ήθελα να κάνω γύρω απ’ αυτό το ζήτημα είναι ότι δεν αποδείχθηκε συγκεκριμενοποίηση του στόχου και νομίζω ότι και στην αγόρευση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα ακριβώς αυτή ήταν η έλλειψη. Πέραν της γενικής θέσης για τη συγκεκριμενοποίηση του στόχου, σε όσες ενέργειες πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος ο κ. Γιωτόπουλος ως ηθικός αυτουργός, δε μας είπε μία λέξη από πού προκύπτει αυτή η συγκεκριμενοποίηση του στόχου έστω και υπ’ αυτή την εκδοχή που εγώ νομικά τη θεωρώ εσφαλμένη.

Με ποιες υλικές ενέργειες δηλαδή, με ποια μέσα, συγκεκριμενοποίησε τον στόχο στον Χ ή στον Ψ στη συγκεκριμένη πράξη, στη συγκεκριμένη ενέργεια. Αυτό ήταν το βασικό έλλειμμα νομίζω, η θεμελίωση. Αλλιώς τη θέση θα τη βρίσκαμε. Δηλαδή είχα την αίσθηση επειδή η θέση αυτή του κ. Εισαγγελέως στηρίχθηκε και από πάρα πολλούς συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής, ότι πρόκειται για μια θεωρητική συζήτηση, αν μπορεί να είναι ή να μην είναι. Τελικά όμως έχουμε πραγματικά περιστατικά να υπαγάγουμε σε αυτό;

Ότι στον Τσαντ φερ’ ειπείν ή στη ληστεία του Μαρινόπουλου έκανε αυτές τις υλικές ενέργειες με αυτά τα μέσα και με αυτόν τον τρόπο και έπεισε τον Χριστόδουλο να κάνει το τάδε; Αυτό είναι το ζητούμενο τελικώς εδώ. Και νομίζω ότι κυρίως εκεί πρέπει να στραφεί η απόφασή σας πέραν του ότι βεβαίως πρέπει να εξετάσετε κατά πόσον μια θεωρητική θέση στέκει νομικά. Νομίζω ότι η συγκεκριμένη θέση δεν στέκει για τους λόγους που σας είπα.

Την υπόδειξη του στόχου θα πρέπει να την προσεγγίσουμε και από μια άλλη πλευρά, ως αναγκαίου όρου για την τέλεση του εγκλήματος, ως condition sine qua non δηλαδή. Πώς το βλέπω εγώ αυτό το ζήτημα: Όταν ο φυσικός αυτουργός έχοντας αποφασίσει να προσβάλλει ένα έννομο αγαθό έχει ενώπιόν του μια σειρά εναλλακτικούς στόχους αντικείμενα του εγκλήματός του, φερ’ ειπείν αν θέλει να κάνει ληστεία έχει μπροστά του μια σειρά υποκαταστήματα τραπεζών, αν θέλει να κάνει ανθρωποκτονία Αμερικανού στρατιωτικού έχει κάποιους Αμερικάνους στρατιωτικούς μπροστά του που υπηρετούν στην Αθήνα.

Σε αυτή την περίπτωση ο φυσικός αυτουργός δέχεται μια υπόδειξη από κάποιον τρίτο, του προσφορότερου απ’ αυτούς τους στόχους, φερ’ ειπείν του Χ ταγματάρχη ή του Χ καταστήματος της ΕΘΝΙΚΗΣ. Αλλά αποφασίζει, αφού εκτιμήσει πληθώρα άλλων αναγκαίων και κρίσιμων όρων στην εκτίμηση των οποίων οδηγείται με δικές του νοητικές διεργασίες, είτε με τη σύμπραξη τρίτων προσώπων άσχετων με αυτόν που του έκανε την υπόδειξη, που του υπέδειξε έναν από τους πιθανούς στόχους.

Σε αυτή την περίπτωση κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει ηθική αυτουργία ακόμα και αν τελικώς κατέληξε στον υποδειχθέντα στόχο γιατί η υπόδειξη καθαυτή δεν ήταν condition sine qua non. Θα μπορούσε να προσεγγίσει την απόφασή του και με τελείως διαφορετικό τρόπο, με άσχετο τρόπο ανεξάρτητο από την υπόδειξη. Δηλαδή δεν ήταν ούτε ενεργός αιτία ούτε αναγκαίος όρος.

Θα δώσω ένα παράδειγμα εδώ για να γίνω πιο σαφής. Έχουμε τρία άτομα τα οποία έχουν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν μια ληστεία Τράπεζας για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών της Οργάνωσής τους. Δέχονται μια υπόδειξη από έναν τρίτο ενός συγκεκριμένου υποκαταστήματος. Στη συνέχεια παρακολουθούν το συγκεκριμένο κατάστημα επί μέρες, παρακολουθούν και άλλα προκειμένου να συγκρίνουν και να βρουν το προσφορότερο για τη δουλειά τους.

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, αυτό έχει αποδειχθεί ότι γινόταν από τις δισκέτες, δείτε τις δισκέτες που έχουν τυπωθεί κι έχουν έρθει εδώ, θα δείτε πόσες πολλαπλές παρακολουθήσεις γίνονταν για οποιονδήποτε στόχο της Οργάνωσης. Φαίνεται ότι έχουν παρακολουθηθεί άπειροι στόχοι με αυτούς που τελικά χτύπησαν.

¶λλα μέλη ελέγχουν αν το υποδειχθέν υποκατάστημα Τράπεζας είναι εύκολα προσπελάσιμο από τα μεταφορά τους μέσα, άλλοι αν μπορούν να εξουδετερώσουν τη φρουρά με τις δυνάμεις και τα όπλα που διαθέτουν, αν ο αριθμός των συναλλασσόμενων και των υπαλλήλων μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια, αν βρίσκεται σε επαρκή απόσταση από αστυνομικά τμήματα, παρακολουθούν τις συναλλαγές για να εκτιμήσουν αν θα βρουν επαρκή ποσότητα χρημάτων, αν έχει χρηματοκιβώτιο με χρονοκαθυστέρηση, αν η διαφυγή είναι δυνατή και εφόσον εκτιμήσουν με τις δικές τους νοητικές διεργασίες πλέον και με τη δική τους δράση ή και τρίτων συμπραττόντων προσώπων ότι όλες αυτές οι περιπτώσεις που σας ανέφερα προηγουμένως συντρέχουν, τότε λαμβάνουν την απόφαση.

Η υπόδειξη του καταστήματος ήταν λοιπόν σε αυτή την περίπτωση αναγκαίος όρος; Θα γινόταν η ληστεία αν είχε αυστηρή φύλαξη, αν δεν είχε λεφτά; Αν το χρηματοκιβώτιο ήταν τέτοιο; Έτσι πρέπει να προσεγγίσουμε νομίζω το ζήτημα του αναγκαίου όρου ως προς την υπόδειξη του στόχου. Βλέπετε ότι εδώ οι αναγκαίοι όροι ήταν τελείως διαφορετικά πράγματα από την υπόδειξη του στόχου. Ήταν βεβαίως όρος και αυτός, όπως όρος είναι χιλιάδες πράγματα στο κοινωνικό περιβάλλον για να λάβεις μια οποιαδήποτε απόφαση. Είναι χαοτικό το ζήτημα, αν θέλετε και η θεωρία του χάους ακριβώς σ’ αυτό το πράγμα στηρίχθηκε, ότι οι όροι είναι άπειροι για οποιαδήποτε πράξη, για οποιαδήποτε δράση.

Εδώ ψάχνουμε όμως αναγκαίους όρους που ταυτόχρονα να αποτέλεσαν και ενεργές αιτίες. Εγώ σας είπα στην περίπτωση της ληστείας της Τράπεζας ποιοι κατά τη γνώμη μου ήταν αναγκαίοι όροι για να ληφθεί μια απόφαση από τα μέλη μιας Οργάνωσης.

Το συμπέρασμα που βγαίνει νομίζω ότι είναι ότι η υπόδειξη μιας εξειδικευμένης μονάδας, ενός εννόμου αγαθού που έχει ήδη αποφασίσει ο δράστης να προσβάλλει, δεν ισούται με πρόκληση απόφασης για τέλεση του εγκλήματος. Αν ο δράστης δεν είχε απλά την ενδιάθετη βούληση να τελεί εγκλήματα, κι εκεί νομίζω ότι είναι η λεπτή διάκριση, αλλά έχει αποφασίσει προηγουμένως να τελέσει το συγκεκριμένο έγκλημα, το έγκλημα της ληστείας, τότε πια δεν έχουμε ηθική αυτουργία στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί δεν έχουμε απλώς ενδιάθετη βούληση, δεν έχουμε έναν γενικώς διατεθειμένο να τελεί εγκλήματα. Έχουμε έναν που έχει αποφασίσει να τελέσει το έγκλημα της ληστείας.

Πρέπει να σημειώστε και κάτι ακόμα: Ότι τιμωρητή είναι η πράξη, όχι ένας οποιοσδήποτε όρος της πράξης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπόδειξη ή η συγκεκριμενοποίηση του στόχου μεταξύ πολλών ομοειδών μονάδων του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται είναι όρος του εγκλήματος. Αποδείξαμε προηγουμένως ότι θα έπρεπε να είναι αναγκαίος ο όρος και ενεργός αιτία ταυτόχρονα. Γιατί αυτό ισοδυναμεί με πράξη κατά τη δυσμενέστερη θεωρία, κατά τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων. Ο απλός όρος δεν είναι πράξη.

Ύστατη γραμμή άμυνας: Αν προσεγγιστεί υπόδειξη μονάδας εννόμου αγαθού ως προπαρασκευαστική πράξη ή έστω μέρος της αντικειμενικής υπόστασης θα έλεγα ότι αν ο ηθικός αυτουργός μείνει εκεί και δεν ολοκληρώσει ο ίδιος προσωπικά την πρόκληση της απόφασης, δεν έχουμε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση, έχουμε ένα μέρος της, οπότε δεν έχουμε το έγκλημα.