Πολιτική
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2003 20:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (20/11/2003) Μέρος 2/8

Ας δούμε μερικά πράγματα γύρω από τη συναπόφαση, τί πρακτική συνέπεια, τί νομική συνέπεια έχει όταν κάποιοι άνθρωποι συναποφασίζουν ένα έγκλημα. Η θέση μας είναι ότι όταν κάποιοι συναποφασίζουν ένα έγκλημα δεν υπάρχει ηθική αυτουργία γιατί δε νοείται αμοιβαία ηθική αυτουργία μεταξύ τους, ούτε του ενός προς τους υπολοίπους. Γιατί; Γιατί στο δίπολο ηθικός αυτουργός – φυσικός αυτουργός, ο ένας έχει εγκληματική απόφαση, ο ηθικός αυτουργός και ο άλλος δεν έχει πριν την προκαλέσει ο ηθικός αυτουργός. Είναι καθαρός μέχρι να του προκληθεί η απόφαση από τον ηθικό αυτουργό.

Αντίθετα, στην ομάδα που συζητά για το αν θα τελέσει το έγκλημα, το αποτέλεσμα ποιο μπορεί να είναι; Ή τα μέλη της ομάδας μέσω της συζήτησης θα αχθούν στην παραγωγή μιας κοινής απόφασης ή δεν θα αχθούν στην παραγωγή απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση που άγεται η ομάδα στη λήψη μιας απόφασης δεν έχουμε ηθικό αυτουργό γιατί κανείς δεν είχε ειλημμένη απόφαση πριν την πάρουν όλοι αυτή την απόφαση. Γιατί η ηθική αυτουργία προϋποθέτει ότι ένα μέλος του δίπολου έχει αποφασίσει πριν αποφασίσει το άλλο.

Στη συναπόφαση δεν πληρούται αυτή η προϋπόθεση. Στη δεύτερη περίπτωση βεβαίως που η ομάδα δεν άγεται σε απόφαση δεν έχουμε έγκλημα αφού δε λήφθηκε απόφαση, η δεύτερη περίπτωση είναι καθαρή νομίζω. Η συναπόφαση τί είναι πρακτικά: Όταν κάποια μέλη μιας Οργάνωσης, ή κάποιοι άνθρωποι συζητούν και παίρνουν μια απόφαση να τελέσουν ένα έγκλημα, ουσιαστικά έχουμε εγκληματικές διαπραγματεύσεις, αυτό είναι συναπόφαση.

Οι εγκληματικές διαπραγματεύσεις όμως είναι ατιμώρητες γιατί απλώς πρόκειται για εκδήλωση εγκληματικού φρονήματος και η εκδήλωση εγκληματικού φρονήματος δεν τιμωρείται, με κάποιες εξαιρέσεις όταν αυτό γίνεται δημόσια. Όταν γίνεται στον ιδιωτικό χώρο η εκδήλωση του εγκληματικού φρονήματος είναι ατιμώρητη. Στο πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης του 187 αυτό που τιμωρείται είναι η συμμετοχή σ’ αυτήν, όχι οι διαπραγματεύσεις για την τέλεση κάθε μεμονωμένου εγκλήματος.

Και στην Οργάνωση δηλαδή παραμένουν τα γενικά όσον αφορά τις εγκληματικές διαπραγματεύσεις για κάθε μεμονωμένο έγκλημα. Με μια κουβέντα θα έλεγα ότι η ομοφωνία αποκλείει την ηθική αυτουργία. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τη συναπόφαση, είναι ομοφωνία και η συναπόφαση. Θα πρόσθετα ακόμα ότι ο ένας συμμέτοχος στην απόφαση δεν είναι ούτε απλός συνεργός των άλλων στη λήψη της δικής τους απόφασης γιατί η απλή συνέργια προϋποθέτει ειλημμένη απόφαση από τους υπόλοιπους.

Όμως στο πλαίσιο της συναπόφασης έχουμε μια ταυτόχρονη λήψη της απόφασης. Τί συνέπειες έχουν αυτά όσον αφορά τη συναπόφαση: Έχουμε το εξής πράγμα το οποίο σας το είπε και ο κ. Χρυσικόπουλος, θέλω να το επαναλάβω. Όταν έχουμε 5-10 ανθρώπους που αποφασίζουν μαζί την τέλεση ενός εγκλήματος, οι 5 πάνε και το κάνουν και οι άλλοι 5 κάθονται στο σπίτι τους, αυτοί που κάθονται στο σπίτι τους δεν κάνουν κανένα έγκλημα.

Η εισαγγελική πρόταση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως όσον αφορά την ηθική αυτουργία εξαντλήθηκε στην εξής θέση η οποία σχετίζεται με το ζήτημα που σας αναπτύσσω τώρα, της συναπόφασης. Είπε το εξής: «Κανείς εχέφρων άνθρωπος, γνώστης αυτής της υπόθεσης, δε μπορεί να φανταστεί ότι χωρίς το ‘ναι’ του Γιωτόπουλου μπορούσε να παρθεί απόφαση να δολοφονηθεί λ.χ. ο Στίβεν Σόντερς ή ο Παύλος Μπακογιάννης ή ο Δημήτριος Αγγελόπουλος›.

Μας λέει ότι για οποιαδήποτε ενέργεια δηλαδή χρειαζόταν η σύμφωνη γνώμη του Γιωτόπουλου υπό την προϋπόθεση ότι ο Γιωτόπουλος είναι μέλος της Οργάνωσης την οποία βεβαίως εμείς την αρνούμαστε, ο κ. Εισαγγελέας τη δέχεται, η θέση του κ. Εισαγγελέως είναι σωστή. Έτσι θα έπρεπε να γίνονται τα πράγματα αν ήταν μέλος της Οργάνωσης ο Γιωτόπουλος.

Και αυτό το πράγμα αποδείχθηκε και από τις καταθέσεις άλλων μελών της Οργάνωσης και του Κονδύλη και του Τσελέντη οι οποίοι ήρθαν και είπαν εδώ ότι χωρίς το «ναι›το δικό μου, «χωρίς ομοφωνία› είπε ο Τσελέντης, «χωρίς συμφωνία› είπε ο Κονδύλης, «δεν προχωρούσαμε σε ενέργεια›. Αυτά τα πραγματικά περιστατικά προφανώς έχει στο μυαλό του ο κ. Εισαγγελέας και λέει ότι «χωρίς το ‘ναι’ του Γιωτόπουλου δε θα γινόταν τίποτα.

Πρακτικά τί σημαίνει αυτό: Ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει ενέργεια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη πάντων. Εφόσον όμως κάποιοι συναποφασίζουν και χωρίς το «ναι› του καθενός δεν γίνεται τίποτα, έχουμε συναπόφαση, δεν έχουμε ηθική αυτουργία. Αυτό σας ανέφερα πριν, ότι η συναπόφαση αποκλείει την ηθική αυτουργία. Αυτή την έννοια είχε και η ανάπτυξη που σας έκανα προηγουμένως. Αυτή η ορθή λοιπόν εκτίμηση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, οδηγεί υποχρεωτικά σε αθώωση του Γιωτόπουλου για την ηθική αυτουργία και συμφωνούμε με αυτό.

Βέβαια μπορεί ως προς την υπαγωγή να έκανε ένα λάθος ο κ. Εισαγγελέας παρόλο που σωστά δέχθηκε τα πράγματα, τα υπήγαγε τελικά στο άρθρο 46 το οποίο όμως δεν ισχύει εδώ. Αλλά η προσέγγιση του πραγματικού του ζητήματος κατά τη γνώμη μου είναι σωστή και πρέπει να τη λάβετε υπόψη σας υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα δεχθείτε ότι ο Γιωτόπουλος είναι μέλος της Οργάνωσης.

Ως προς αυτό συντάσσομαι με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με τον κ. Εισαγγελέα, διαφωνώ ως προς την υπαγωγή τους. Το συμπέρασμα: είδατε λοιπόν που έχουμε και θέματα να συμφωνήσουμε με τον κ. Εισαγγελέα. Και ο κ. Εισαγγελέας σωστά προσέγγισε αυτά που άκουσε από τους υπόλοιπους εδώ πέρα. Έκανε ένα σφάλμα στην υπαγωγή νομίζω μόνο αλλά κατά τα άλλα σας είπε ότι υπάρχει μία συναπόφαση εδώ. Όπως σας είπε ο Κονδύλης «χωρίς εμένα δεν θα αποφασιζόταν το τάδε›, ο Τσελέντης σας είπε το ίδιο πράγμα.

Υπάρχουν πολλές ρητές διατυπώσεις και των δύο αυτών. Θα σας τις διαβάσω μετά, προσθέτει και την εκτίμηση αυτού του πραγματικού υλικού ο κ. Εισαγγελέας και λέει «ναι, χωρίς το ναι του Γιωτόπουλου δεν θα γινόταν›. Κι εγώ αυτό λέω, ότι αν ο οποιοσδήποτε είναι μέλος της Οργάνωσης έπρεπε να υπάρχει συναπόφαση. Συναπόφαση δεν μπορεί να είναι ηθική αυτουργία, να μην σας τα ξαναπώ δεύτερη φορά, σας τα είπα προηγουμένως.

Συμπέρασμα: στον Γιωτόπουλο δεν αποδόθηκαν πραγματικά περιστατικά συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε καμία πράξη. Αντ’ αυτού προτάθηκε να καταδικαστεί με την αόριστη και αναπόδειχτη αναφορά ότι τέλεσε απλά ένα μη αναγκαίο όρο για τη πρόκληση της απόφασης των συγκατηγορουμένων του, την υπόδειξη στόχου και με την επιφύλαξη βεβαίως ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει στο βούλευμα.

Μερικές παρατηρήσεις στο ζήτημα της ηθικής αυτουργίας. Η ηθική αυτουργία πρώτον ως πράξη έχει αντικειμενική υπόσταση η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με πραγματικά περιστατικά τα οποία να οδηγούν αιτιωδώς στην συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης. Βεβαίως δεν αρκεί η επινόηση ενός σεναρίου, πώς έγιναν τα πράγματα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το λέω αυτό το πράγμα.

Δεύτερη παρατήρηση. Ο αρχηγός δεν είναι νομική έννοια κατά το δικό μας Δίκαιο και μέχρι τώρα, θα δούμε στο μέλλον πώς θα γίνει. Και να υπάρχει σε μία Οργάνωση πρέπει να αποδεικνύεται ότι με δόλο πρώτου βαθμού τέλεσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Αυτή είναι και νομική επίπτωση του ζητήματος όπως τίθεται ως εδώ, γι’ αυτή ήταν και αναγκαία η ηθική αυτουργία για να έρθει ο Γιωτόπουλος κάπως βαριά εδώ πέρα, γιατί ακριβώς δεν είναι τυποποιημένη αυτή η πράξη η οποία λανθάνει στο μυαλό διαφόρων σε τελευταία ανάλυση και του βουλεύματος αν θέλετε.

Τρίτον, για την στοιχειοθέτηση δεν αρκεί απαρίθμηση προσωπικών χαρισμάτων, ταλέντων ή εξουσιών του ηθικού αυτουργού, του δράστη του εγκλήματος. Το έγκλημα είναι πράξη, δεν είναι τα ταλέντα του εγκληματία. Δεν αρκεί να γίνεται δηλαδή αναφορά σε υποκειμενικές ιδιότητες ή σε εξουσίες του δράστη ότι είναι ηγέτης, είναι πνευματικά υπερέχων, είναι ικανός να επιβάλλει ποινές αλλά να εκτίθεται πώς χρησιμοποιήθηκαν αυτές στη συγκεκριμένη περίπτωση για να προκληθεί εγκληματική απόφαση, πώς μετατράπηκαν δηλαδή τα χαρίσματα ή οι θέσεις σε μέσο τέλεσης του εγκλήματος. Αυτό πρέπει να κάνετε και αυτό είναι και το σφάλμα του βουλεύματος που αρκείται σε αυτό, να περιγράφει ταλέντα του δράστη.

Χρειάζεται να κάνετε και ένα αυτονόητο ακόμα, να βάλετε τόπο-χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Πότε έπεισε και πού έπεισε τον τάδε; Πού υλοποίησε τα μέσα; Ένα πέμπτο ζήτημα, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση πρέπει να στοιχειοθετούνται σε κάθε πράξη ειδικώς για την οποία κατηγορείται κάποιος σαν ηθικός αυτουργός. Δεν είναι νόμιμη η αιτιολογία επειδή ακριβώς έχουμε πραξεοκεντρικό σύστημα στον Ποινικό Κώδικα, ότι αφού έπεισες τον τάδε να τελέσει το τάδε έγκλημα άρα είσαι ηθικός αυτουργός του ίδιου σε οποιαδήποτε άλλη πράξη-τέλεση. Δεν μπορούν τα πράγματα να γίνουν έτσι, πρέπει να εξετάσετε πράξεις.

Υπήρξαν απόψεις εδώ από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα αν θυμάμαι καλά ότι δεν μπορεί να είναι άλλος πλην του Γιωτόπουλου αλλά και έμμεσα από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα (αν το κατάλαβα καλά) ότι ο Γιωτόπουλος αφού είναι μέλος δεν μπορεί παρά να είναι αρχηγός. Γι’ αυτό η αγόρευσή του στράφηκε κυρίως στο να αποδείξει ότι είναι μέλος και δεν ασχολήθηκε πρακτικά με την απόδειξη της ηθικής αυτουργίας.

Όμως η παρατήρηση σε αυτές τις δύο θέσεις είναι η εξής: ότι το έγκλημα δεν αποδεικνύεται αρνητικά δια της εις άτοπον απαγωγής. Αφού δεν μπορεί να είναι άλλος εκεί θα είσαι εσύ. Δεν είναι κολοκυθιά δηλαδή το έγκλημα. Δεύτερον, τα εγκλήματα δεν έχουν υποχρεωτικά ηθικό αυτουργό γιατί δεν είναι υποχρεωτική μορφή συμμετοχής στην πράξη που θα την έχουμε σε κάθε περίπτωση. Αυτές τις δύο παρατηρήσεις ήθελα να κάνω γύρω από αυτές τις προτάσεις των Εισαγγελέων.

Ένα έβδομο ζήτημα γύρω από αυτά. Ιδιαίτερα ηθική αυτουργία σε άγνωστους φυσικούς αυτουργούς, άγνωστους στην ανάκριση εννοώ, αλλά και ηθική αυτουργία σε άγνωστα στον ηθικό αυτουργό πρόσωπα ή έστω μη σχετιζόμενα πρόσωπα με τον ηθικό αυτουργό, δηλαδή αλυσιδωτή ηθική αυτουργία κατά την γνώμη μου χρειάζεται ακόμα ισχυρότερη θεμελίωση.

Δηλαδή πρέπει να αποδεικνύεται η σχέση του ηθικού αυτουργού με τους αγνώστους στην ανάκριση, τον τρόπο που έπεισε, τα μέσα που έπεισε τον άγνωστο αλλά και τη σχέση που τον συνέδεε με τον άγνωστο. Δηλαδή, έχεις κάτι επιπλέον εδώ πέρα να αποδείξεις όταν μιλάς για άγνωστους. Στην περίπτωση της αλυσιδωτής ηθικής αυτουργίας που σαν θεωρητικό σχήμα βεβαίως υπάρχει. Το θέμα είναι τι αποδείχθηκε εδώ από αυτά τα πράγματα.

Εκεί πρέπει να αποδεικνύεται με συγκεκριμένο τρόπο ότι έπεισε τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας και επιπλέον έπεισε αυτόν τον κρίκο να πείσει τους υπόλοιπους. Δηλαδή θέλετε αυτή την επίταση του δόλου επιπλέον για να πείτε ότι έχω αλυσιδωτή ηθική αυτουργία.

Αν αυτά τα πράγματα, για την αλυσιδωτή ηθική αυτουργία μιλάω, τα οποία είναι πολύ όμορφα θεωρητικά σχήματα δεν προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχουν. Παραμένουν θεωρήματα πλέον. Πρέπει από κάπου να βγουν αυτά.

Ένα τελευταίο ζήτημα σε αυτές τις παρατηρήσεις. Τι είναι η προκήρυξη ως προς την ηθική αυτουργία; Ο συγγραφέας ενός κειμένου που εξηγεί στο κοινό τους λόγους τέλεσης του εγκλήματος δεν είναι ηθικός αυτουργός των αυτουργών. Για νομικούς λόγους δεν είναι, όχι για λόγους εκτίμησης γιατί η εξήγηση των λόγων τέλεσης του εγκλήματος έπεται πρώτον της λήψης απόφασης για την διάπραξη του εγκλήματος. Είναι μέσο δικαιολόγησης δηλαδή του διαπραχθέντος εγκλήματος ή έστω του αποφασισθέντος εγκλήματος και μη εις έτη διαπραχθέντος.

Δεύτερον, γιατί δεν απευθύνεται στους φυσικούς αυτουργούς. Απευθύνεται στους τρίτους, στο κοινό. Η ηθική αυτουργία πρέπει να απευθύνεται στο φυσικό αυτουργό. Είτε γράφεται η προκήρυξη πριν το έγκλημα, είτε μετά το έγκλημα το κρίσιμο είναι ότι γράφεται πολύ μετά την λήψη της απόφασης. Το είχε εντοπίσει νομίζω και ο Εφέτης ο κ. Κουρκάκης αυτό και ρώτησε επανειλημμένα γι’ αυτό το ζήτημα, πότε γράφεται η προκήρυξη.

Και νομίζω ότι έχουμε επαρκή απόδειξη αλλά έχουμε και λογική. Είναι και λογική να γίνεται έτσι δηλαδή γιατί ακριβώς με τον τρόπο που γινόντουσαν οι ενέργειες αυτής της Οργάνωσης προετοιμαζόντουσαν πολύ καιρό πριν ενώ η προκήρυξη έπρεπε να λαμβάνει υπόψη της και τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις αλλά και τα τελευταία περιστατικά που σχετίζονταν με την πράξη. Και προφανώς δεν μπορούσε να γραφτεί μία προκήρυξη για μία ενέργεια που δεν έχει καν αποφασισθεί ακόμα. Πρώτα αποφασίζεις την ενέργεια και μετά την εξηγείς. Δεν μπορεί να εξηγείς κάτι που δεν έχει αποφασίσει.

Πρέπει να δούμε λίγο νομίζω τη σχέση του 187 του Ποινικού Κώδικα με το 46 γιατί όπως τυποποιήθηκε μετά τον 2928 το 187 προκύπτουν κάποια ζητήματα στη σχέση του με το 46 με την ηθική αυτουργία. Κοιτάξτε να δείτε τι εννοώ. Το άρθρο 46 στην παράγραφο 1 τυποποιεί μια συγκεκριμένη μορφή εξωτερίκευσης της εγκληματικής βούλησης του δόλου του δράστη. Την πρόκληση της απόφασης δηλαδή σε έναν άλλο για την διάπραξη ενός εγκλήματος.

Πριν την ενέργεια του ηθικού αυτουργού ο άλλος πόλος, ο μελλοντικός φυσικός αυτουργός σε αναφορά με την εγκληματική απόφαση είναι tabula rasa, είναι καθαρός εγκληματικά δηλαδή. Είναι μία tabula rasa στην οποία εγγράφεται ο εγκληματικός δόλος του ηθικού αυτουργού και παίρνει τη μορφή της απόφασης. Δηλαδή έχουμε μία μετάγγιση δόλου εδώ στον φυσικό αυτουργό.

Αυτό σημαίνει ότι είχαμε μία διαδικασία, είχαμε μία κατάσταση που δεν είχαν όλοι δόλο και μεταγγίστηκε ο δόλος από τον έναν στον άλλον. Αυτό είναι η ηθική αυτουργία. Στην περίπτωση όμως του 187 τυποποιείται επίσης μια μορφή εξωτερίκευσης της εγκληματικής βούλησης του δράστη και είναι συγκρότηση Οργάνωσης αυτή με άλλους για την διάπραξη εγκλημάτων. Όχι γενικά όμως εγκλημάτων αλλά κάποιων από αυτά που προβλέπει το άρθρο, που προβλέπει ο νόμος. Γιατί ο νόμος προβλέπει ειδικά τα εγκλήματα για τα οποία συγκροτείται η Οργάνωση. Δεν είναι κάθε έγκλημα.

¶ρα λοιπόν στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του 187 είναι η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε Οργάνωση με δόλο τέλεσης αυτών των εγκλημάτων ή κάποιων από αυτά τα εγκλήματα. Επιπλέον πρέπει όλα τα μέλη να επιδιώκουν τα ίδια εγκλήματα γιατί δεν είναι λογικό πια να συμμετέχουν στην ίδια Οργάνωση. Δηλαδή δεν μπορεί να έχουμε έναν με δόλο να πουλάει ναρκωτικά και έναν με δόλο και να συμμετέχει σε μία Οργάνωση που τα υπόλοιπα μέλη δεν έχουν δόλο να πουλάνε ναρκωτικά. Πρέπει ο εγκληματικός δόλος των μελών να συμπίπτει στην τέλεση των ίδιων εγκλημάτων όποιων και αν είναι αυτά υπό την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι θα είναι κάποια από αυτά που αναφέρει το 187 στην παράγραφο 1.

Η συμμετοχή σε μία Οργάνωση του άρθρου 187 είναι μία συνειδητή επιλογή ένταξης σε μία διαδικασία αλληλοζύμωσης και αλληλεπενέργειας μεταξύ των μελών. Ο κοινός δόλος πώς υλοποιείται εδώ; Εδώ υλοποιείται με αμοιβαίες πνευματικές και υλικές δράσεις. Δηλαδή με τις επιλογές των προσφορότερων στόχων κατά περίπτωση, των μέσων, των χρόνων, με την απόκρυψη, την διαχείριση, αναλόγως με τους στόχους που έχει η εγκληματική Οργάνωση.

Πού βρίσκεται η ουσία της Οργάνωσης του 187; Κατά την γνώμη μου βρίσκεται σε 4 σημεία. Στην συνεπιδίωξη, στην συναπόφαση, στην συνεκτέλεση και στην κατανομή των ρόλων. Αυτά είναι η ουσία της Οργάνωσης του 187, γι αυτό την φτιάχνουν αυτή την Οργάνωση και δεν κάνει ο καθένας μόνος του το έγκλημα.

Η ένταξη σε αυτή την Οργάνωση, στην Οργάνωση του 187 προϋποθέτει σχηματισμένο δόλο για την τέλεση αυτών των συγκεκριμένων εγκλημάτων. ¶ρα λοιπόν εδώ ο δόλος είναι στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης τέλεσης του εγκλήματος από την ένταξη στην Οργάνωση, όχι από τον χρόνο συναπόφασης του κάθε εγκλήματος, του κάθε μεμονωμένου εξειδικευμένου εγκλήματος.

Κατά την γνώμη μου σχήμα ηθικού αυτουργού, φυσικού αυτουργού στο πλαίσιο της Οργάνωσης του 187 δεν έχει έννοια γιατί αυτή προϋποθέτει το σχηματισμένο δόλο ακριβώς από την ένταξη στην Οργάνωση για την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων. Ενώ στην ηθική αυτουργία του ΄46 (γι’ αυτό σας το ανέφερα πριν) τι έχουμε εδώ; Έχουμε έναν που έχει δόλο εγκλήματος και έναν που δεν έχει.

Στο 187 δεν υπάρχει tabula rasa. Όποιος είναι μέσα έχει εγκληματικό δόλο γιατί ακριβώς είναι στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης, μας το απαιτεί ο νόμος αυτό το πράγμα. Αυτή είναι και η διάκριση με το 46. γι’ αυτό λέω ότι δεν έχει καμία έννοια αν δεχθείτε ότι υπάρχει Οργάνωση του 187 να προσεγγίζετε το θέμα με το 46 για την ηθική αυτουργία.

Πρακτικά τι σημαίνει; Όλα τα μέλη που είναι στην Οργάνωση βρίσκονται σε μία συνεχή διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Τι στόχο έχει αυτή η αλληλεπίδραση; Την υλοποίηση του εγκληματικού δόλου για τον οποίο μπήκαν στην Οργάνωση, οτιδήποτε κι αν κάνει αυτή η Οργάνωση, είτε πουλάει ναρκωτικά, είτε κάνει ληστείες, οτιδήποτε. Αυτή είναι και η έννοια της Οργάνωσης σε τελευταία ανάλυση.

Η διαφορά δηλαδή με τα σχήματα του άρθρο 46 είναι ότι εδώ όλοι έχουν δόλο από την αρχή. Πρακτικά αυτό τι σημαίνει; Ότι η ένταξη κάποιου σε μία Οργάνωση του 187 αποκλείει την σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του ηθικού αυτουργού των υπολοίπων αφού ο δόλος ακριβώς προϋπάρχει σε όλους.

Η εξειδίκευση της συγκεκριμένης μονάδας εννόμου αγαθού που προσβάλλεται κάθε φορά είναι ακριβώς το αντικείμενο του κοινού δόλου όλων των προσώπων που έχουν ενώσει τις προσπάθειές τους. Αυτό σημαίνει η Οργάνωση, ένωση των προσπαθειών.

Συμπέρασμα: αυτό που υποτίθεται ότι προκάλεσε την απόφαση, ο στόχος, η υπόδειξη του στόχου ήταν το συλλογικό ζητούμενο, ήταν ο κοινός δόλος, δεν ήταν ο δόλος ενός. Γι’ αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει το 46 στο πλαίσιο του 187. Νομίζω δηλαδή ότι μόνο σαν νομικό παραλογισμό θα μπορούσαμε να πούμε και τα δύο. Έχουμε και Οργάνωση, είσαι και μέλος της Οργάνωσης, είσαι και ηθικός αυτουργός μελών της Οργάνωσης που είσαι μέλος. Θα οδηγήσει σε νομικά παράλογα αυτό.

Μια-δύο ειδικές παρατηρήσεις για την πολιτική Οργάνωση που διαπράττει έγκλημα. Η διάκριση από την εγκληματική Οργάνωση βρίσκεται στην επιδίωξη προφανώς ιδεολογικών και πολιτικών στόχων αντί οικονομικού ή άλλου ιδιοτελούς οφέλους.

Ο πολιτικός χαρακτήρας βεβαίως ενός σχηματισμού καθόλου δεν αποκλείει την ύπαρξη παραβατικής συμπεριφοράς από τα μέλη του και για την εκτέλεση και για την υλοποίηση των πολιτικών σκοπών. Στο μέτρο μάλιστα που ένας πολιτικός σχηματισμός στρέφεται πλήρως και έμπρακτα εναντίον του κατεστημένου συστήματος, δηλαδή πρακτικά θέτει τον εαυτό του από μόνος του εκτός νόμου, σε αυτή την περίπτωση αποδέχεται συνήθως και τη βαριά παραβατικότητα. Την βαριά παραβατικότητα την αποδέχεται και ο νόμιμος πολιτικός σχηματισμός ότι διακυβεύονται ζωτικά του ζητήματα.

Πάρτε ένα παράδειγμα, διαβάσαμε τώρα την προεδρική οδηγία που έβγαλε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ. Προεδρική οδηγία στην Αμερική σημαίνει Προεδρικό Διάταγμα για τα δικά μας στάνταρ εκεί ότι ξαναεπιτρέπει στην CIA δολοφονίες στο εξωτερικό. Αυτό τι είναι; Δεν είναι μια αποχή της βαριάς παραβατικότητας ακόμα και από μια κατεστημένη δύναμη γιατί κρίνει ότι διακυβεύονται συμφέροντά της αναγκαία και ζωτικά.

Θέλω να σας πω δηλαδή ότι και σε ένα νόμιμο πολιτικό σχηματισμό, σε έναν κρατικό σχηματισμό η βαριά παραβατικότητα είναι επίσης αποδεκτή. Το ίδιο πράγμα είναι αυτό που λένε στοχευμένη δολοφονία στο Ισραήλ. Αυτό το πράγμα είναι, κρατική πράξη είναι αυτό. Αυτά είναι λογικο να συμβαίνουν γιατί όπως λέγαμε και προχθές δεν καθορίζει ο νόμος την πολιτική σύγκρουση. Ο νόμος έπεται της πολιτικής σύγκρουσης, είναι το αποτέλεσμα των συμβάσεων που προκαλεί η πολιτική σύγκρουση.

Το ζήτημα που μας απασχολεί όμως εδώ ποιο είναι; Τι είναι αυτό που κινεί το μέλος της πολιτικής Οργάνωσης στο να διαπράξει παράβαση, να διαπράξει έγκλημα; Το κινεί το κέρδος, το κινεί η βούληση του αρχηγού, το κινούν άλλα πράγματα; Αυτό είναι το ζητούμενο εδώ ως προς την ηθική αυτουργία πάντα μιλώντας.

Το να στρατευτεί κάποιος κατά την γνώμη μου σε πολιτική Οργάνωση σχετίζεται πρώτον και κύριο με την ιδεολογία. Αυτό είναι η κινητήρια δύναμη για κάποιον για να ενταχθεί σε οποιαδήποτε φύσης Οργάνωση οποιασδήποτε πολιτικής κατεύθυνσης. Εκ φύσεως μια πολιτική Οργάνωσης θα είναι εθελοντική. Δεν μπορεί να έχει την έννοια της υποχρεωτικότητας αν εξαιρέσουμε κάποια κρατικά Κόμματα που είχαν φτιαχτεί στο παρελθόν δηλαδή που ουσιαστικά όμως ήταν υποκατάστατα του κράτους εκεί τα Κόμματα αλλά σε όλες τις λοιπές Οργανώσεις η στράτευση θα είναι πάντα εθελοντική.

Αυτό δηλαδή που καθορίζει τον τρόπο δράσης του μέλους μιας Οργάνωσης δεν είναι η βούληση του αρχηγού ή της ηγεσίας αυτής της Οργάνωσης αλλά είναι η ιδεολογία. Για να το κάνω και πιο πρακτικό είναι η εξειδίκευσή της σε ένα πολιτικό πρόγραμμα γιατί κανένας δεν στρατεύεται μόνο και μόνο για αφηρημένες θεωρητικές έννοιες αλλά για ένα πολιτικό πρόγραμμα.

Θα έλεγα ότι σε αυτό το επίπεδο πλέον δεν έχει σημασία πού εξειδικεύεται το πολιτικό πρόγραμμα. Αν εξειδικεύεται σε ψηλά επίπεδα ή σε χαμηλά επίπεδα. Γιατί αυτό που είναι η κινητήρια δύναμη για το μέλος δεν είναι η εξειδίκευση του προγράμματος, είναι το ίδιο το πολιτικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό το λόγο αποφασίζει να δράσει. Γι’ αυτό δεν έχει και πολύ νόημα η αναζήτηση ηγεσίας ή όχι ηγεσίας στην 17Ν από την άποψη δηλαδή της κινητήριας δύναμης στη συμπεριφορά, στη δράση του μέλους.

Αυτά που σας λέω νομίζω φαίνονται στις περιπτώσεις Οργανώσεων, νόμιμων ή παράνομων, δεν έχει καμία σημασία αυτό το πράγμα, που για κάποιο λόγο αλλάζει η ηγεσία ή καταργείται η ηγεσία, αντικαθίσταται ολοσχερώς. Βλέπετε ότι τα μέλη συνεχίζουν να δρουν με τον ίδιο τρόπο. Καταλαβαίνετε δηλαδή ότι ο γεννήτορας της δράσης, αυτός που προκαλεί την απόφαση για δράση δεν είναι ο αρχηγός, είτε μονοπρόσωπος είτε συλλογική ηγεσία.

Δείτε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, πόσες φορές μπήκαν οι ηγεσίες τους στη φυλακή; Αυτοί είχαν μια ομάδα που τη θεωρούσαν ηγεσία, έτσι κι αλλιώς ήταν πολυπρόσωπη Οργάνωση. Πόσες φορές άλλαξε αυτή; ¶ρχισαν να μπαίνουν φυλακή από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. ¶λλαξε ο τρόπος δράσης της Οργάνωσης απ’ αυτόν τον λόγο; Η ΡΑΦ στη Γερμανία ανέστειλε τη δράση της πέρα, 2-3 χρόνια πριν. Οι πρώτοι αρχηγοί έχουν πεθάνει τώρα δεκαετίες εκεί. Πώς δούλευαν;

Θέλω να σας πω δηλαδή ότι είναι άλλοι οι μηχανισμοί στην πολιτική Οργάνωση που προκαλούν την απόφαση, δεν είναι η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη ηγεσίας και ούτε είναι αυτός ο ρόλος της ηγεσίας μέσα σε μια οποιαδήποτε Οργάνωση, ακόμα και στη νόμιμη Οργάνωση. Επειδή έχει σημασία το τί κάνει η ηγεσία, από τη σκοπιά της ηθικής αυτουργίας, θα σας το πω με ένα παράδειγμα νόμιμης Οργάνωσης.

Υπήρξε εδώ στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’80, όταν τα ΜΜΕ τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά ήταν ακόμα κρατικά και μόνο και απαγορευόταν στους ιδιώτες να έχουν τέτοια, υπήρξε ένα πολιτικό κόμμα, του οποίου η ηγεσία πήρε θέση, την επεξεργάστηκε και είπε «εγώ έχω θέση υπέρ της ιδιωτικοποίησης των ΜΜΕ, θέλω κάθε ιδιώτης να μπορεί να φτιάχνει ένα ΜΜΕ, μια τηλεόραση, όπως επίσης θέλω και κάθε Δήμος, η Εκκλησία, ο καθένας, να έχει το δικό του ΜΜΕ›.

Αυτή ήταν μια πολιτική απόφαση η οποία εκείνη τη στιγμή στρεφόταν ενάντια σε νόμο. Υπήρχε νόμος που το απαγόρευε. Ένας Δήμαρχος αυτού του συγκεκριμένου κόμματος, παραβαίνει το νόμο τότε εκεί, και μάλιστα ανώτερο στέλεχος και φτιάχνει έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Μπορεί σοβαρά να πει κανένας ότι η απόφαση της ηγεσίας ή του ηγέτη ή ο ηγέτης εδώ είναι ηθικός αυτουργός αυτού του Δήμαρχου στην παράνομη πράξη που έκανε;

Ο ηγέτης και η ηγεσία όντως έλαβε την απόφαση και όντως πήρε μέτρα να την εκλαϊκεύσει, δεν την παίρνει για την έχει στο κεφάλι της. Την έγραψε στις εφημερίδες, έπεισε τα μέλη, έπεισε και το συγκεκριμένο στέλεχος αν θέλετε, που τον είχε Δήμαρχο. Και ως Δήμαρχος κάνει αυτή την παρανομία. Θα έλεγε ποτέ στα σοβαρά χωρίς να κινδυνεύει να θεωρηθεί γελοίος κάποιος ότι πρέπει να ασκηθεί δίωξη στον Μητσοτάκη εναντίον του Έβερτ για ηθική αυτουργία; Δε θα ήταν γελοίο;

Αυτό θέλω να σας πω, μη συγχέετε έννοιες της πολιτικής με έννοιες του Ποινικού Δικαίου. όποτε προσπαθούμε να κάνουμε μεταφορές πολιτικών φαινομένων ή πολιτικών διαδικασιών και να το εξηγήσουμε αυτό με εργαλεία του Ποινικού Δικαίου, νομίζω ότι θα καταλήξουμε σε άτοπα, τα οποία μπορεί να φαίνονται λειτουργικά ή να κάνουμε τη δουλειά μας σε μια συγκεκριμένη στιγμή, όταν το κοιτάς όμως με μια ιστορική απόσταση, τότε πια το πράγμα χάνει τη σοβαρότητά του.

Στην Ελλάδα ειδικά, δεν ξέρω πώς είναι αλλού στον κόσμο, όταν η έννοια της ηθικής αυτουργίας χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση πολιτικών φαινομένων, μετατράπηκε απλώς σε πολιτική βωμολοχία. Εδώ, αυτό το πράγμα που είναι ηθική αυτουργία, όποτε το πήραν στην πολιτική, ως βρισιά το πήραν. Τί λέγαμε; Λέγαμε ότι οι Κομμουνιστές είναι ξενοκίνητοι, ότι τους κινούν οι Ρώσοι, ότι τους πληρώνουν, τους στέλνουν εδώ για κατασκοπεία. Αυτό είναι ηθική αυτουργία όσον αφορά τους Κομμουνιστές.

Τί έλεγαν οι Κομμουνιστές -γιατί όλοι τα ίδια λένε, η πολιτική κουλτούρα είναι ενιαία, δεν είναι μόνο καλή και κακή- για άλλες Αριστερές Οργανώσεις: Ότι είναι πράκτορες του ταξικού εχθρού. Δεν είναι πάλι τυποποίηση της ηθικής αυτουργίας αν το δείτε αυτό το πράγμα με νομικούς όρους;

Αν τώρα αυτό το πράγμα, τον πολιτικό διάλογο που εμπεριέχει τη βρισιά προς τον αντίπαλο πας να το τυποποιήσεις νομικά, θα σου δώσει τέτοια σχήματα σαν αυτά που έχουμε κάνει εδώ πέρα, που λέμε δηλαδή ότι επί 30 χρόνια μια Οργάνωση ήταν απλώς υποχείρια ενός ανθρώπου που κινούσε τα νήματα, παλαιότερα ήταν οι Ρώσοι ή ο ταξικός εχθρός για τους Αριστερούς που κινούσε τα νήματα, εδώ επειδή είναι και μικρά τα μεγέθη, το προσωποποιήσαμε λίγο παραπάνω. Αλλά καταλαβαίνετε πρακτικά ότι έχουμε μια μεταφορά της πολιτικής βωμολοχίας στον ποινικό χώρο.

Μερικές παρατηρήσεις γύρω από το βούλευμα, την κατηγορία όπως άγεται: Το βούλευμα τί μας λέει για την ηθική αυτουργία, για να ξέρουμε και ποιο είναι το πλαίσιο δηλαδή στο οποίο δικαζόμαστε. Μας λέει ότι: «Ο Γιωτόπουλος ως έχων ηγετική θέση, έκανε τρία πράγματα: Επινόησε την τέλεση όλων των εγκλημάτων, κατέστρωσε το σχέδιο και τρίτον απευθύνθηκε στους λοιπούς κατηγορούμενους και τους έπεισε με πειθώ και φορτικότητα –μας λέει δηλαδή τον τρόπο που το έκανε- να διαπράξουν κάθε έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται, όλα τα εγκλήματα δηλαδή, και με ποια μέσα: α) την εκμετάλλευση της ηγετικής του θέσης, β) την πνευματική του υπεροχή και γ) τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων που του έδινε η θέση του στην ιεραρχική δομή της Οργάνωσης›.

Όλη η κατηγορία για τον Γιωτόπουλο είναι αυτά τα πράγματα. Στα παραπάνω θα έλεγα, όπως τυποποίησε την κατηγορία το βούλευμα, δεν περιγράφεται με ορισμένο τρόπο καμία από τις 963 πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο Γιωτόπουλος με βάση αυτό το βούλευμα, όλες τις πράξεις δηλαδή που περιέχει το βούλευμα.

α) Γιατί η επινόηση και η κατάστρωση του σχεδίου, το (α) και το (β) δηλαδή απ’ αυτά που σας διάβασα, δεν είναι στοιχεία του εγκλήματος, άρα εκ περισσού αναφέρονται. Η πρόκληση της απόφασης σε άλλον για υλοποίηση του σχεδίου είναι η πράξη. Μπορεί στο κεφάλι σου να επινοείς όσα εγκληματικά σχέδια θέλεις, δεν υπάρχει έγκλημα, δεν υπάρχει τίποτα εκεί, άρα εκ περισσού μας τα λέει αυτά τα πράγματα.

β) Περιγράφει μια προσωπική ιδιότητα του κατηγορούμενου, δηλαδή τα χαρίσματά του. Πνευματική υπεροχή. Τα χαρίσματα όμως του εγκληματία, αν είναι μορφωμένος, αμόρφωτος, έξυπνος, βλάκας, δεν είναι στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης κανενός εγκλήματος.

γ) Περιγράφει μια θέση του κατηγορούμενου σε μια ιεραρχική δομή και μια εξουσία που είχε λόγω της θέσης. Η θέση όμως σε μια δομή, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή ή η εξουσία επιβολής ποινών που σου δίνει αυτή η θέση, από μόνες τους επίσης δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης κανενός εγκλήματος, πλην του 187.1 αν μιλάμε για τη συγκεκριμένη δομή. Αλλά από μόνο του αυτό δεν αποδεικνύει αντικειμενική υπόσταση κανενός άλλου εγκλήματος.

Αυτό που είναι έγκλημα είναι η χρήση τους για την πρόκληση απόφασης σε άλλον να τελέσει το έγκλημα. Αυτό δε μας λέει το βούλευμα. Μας λέει ότι είναι έξυπνος, μορφωμένος και υπερέχων, αλλά δε μας λέει και τί έκανε που είναι έξυπνος και μορφωμένος, πώς χρησιμοποίησε την εξυπνάδα του να πει στον Κουφοντίνα ή τον Βασίλη Ξηρό να κάνουν το Χ ή το Ψ. Σε ποιο πράγμα θα αμυνθεί ο κατηγορούμενος εδώ;

Πάρτε το πιο συγκεκριμένα. Εξετάσατε εδώ την περίπτωση του Βρανόπουλου. Πώς προέκυψε πραγματικά ότι ο Γιωτόπουλος έπεισε τον Κουφοντίνα, πώς χρησιμοποίησε την ηγετική του θέση ή τη δυνατότητα που μας λέει να επιβάλλει ποινές; Η πράξη θα ήταν να πει, απείλησε τον Κουφοντίνα ότι θα τον τιμωρήσει με την τάδε τιμωρία αν δεν σκοτώσει τον Βρανόπουλο και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο φοβήθηκε ο Κουφοντίνας και πήγε και σκότωσε τον Βρανόπουλο.

Αυτό είναι πράξη για τον ηθικό αυτουργό. Αυτό δεν το βρήκατε ούτε στο βούλευμα ούτε από την αποδεικτική διαδικασία βεβαίως. Πού θα στηριχτείτε; Αυτό είναι το ζήτημα. Νομίζω ότι και η Πολιτική Αγωγή και πολύ περισσότερο ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας, συνειδητοποίησαν ότι δεν αποδίδονταν στον κατηγορούμενο πράξεις επαρκείς για την αντικειμενική υπόσταση και προσπάθησα να φτιάξουν το πρώτον έναν τρόπο και κάποια μέσα τέλεσης του αποδιδόμενου εγκλήματος.

Αυτή την έννοια είχε και όλη αυτή η προσπάθεια με την υπόδειξη και τη συγκεκριμενοποίηση. Έκανα βεβαίως την παρατήρηση προηγουμένως ότι το έκαναν με γενικούς όρους και όχι με την κάθε μεμονωμένη πράξη. Η ουσία της θέσης τους όμως είναι η εξής: Δε μπορούμε να εξειδικεύσουμε τί έκανε σε κάθε πράξη, πώς έπεισε τους υπόλοιπους, αλλά είναι εν γένει υπεύθυνος με τον τρόπο που σας λένε.

Όπως είπα και προηγουμένως πέραν του ότι δεν κατηγορούμαστε γι αυτό, είναι και διεύρυνση της αντικειμενικής υπόστασης αυτό και δεν είναι και αναγκαίος όρος ούτε ενεργός αιτία. Είναι άλλη πράξη το «σε πείθω να κάνεις ένα έγκλημα, σου προκαλώ την απόφαση› και άλλο πράγμα είναι «σου υποδεικνύω έναν στόχο για το έγκλημα που έχεις αποφασίσει ή στην περίπτωση που θα αποφασίσεις›.

Θα έλεγα ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξειδικεύσει την πράξη, μπορεί να την προσδιορίσει καλύτερα, βεβαίως αυτά είναι δικαιώματα του Δικαστηρίου, αλλά δε μπορεί να αποδώσει το πρώτον υλικές πράξεις. Δεν μπορεί να αποδώσει το πρώτον πραγματικά περιστατικά. Αυτό δεν μπορείτε να κάνετε και νομίζω ότι αυτή η πρόταση που έχετε είναι υλική πράξη, είναι πραγματικά περιστατικά. Αυτό θα το πείτε για πρώτη φορά με την απόφαση; Αν δεχτείτε ότι μπορεί να γίνει έτσι, μπορεί να αποδεσμεύσετε και τον εαυτό σας και να πείτε και κάτι τρίτο που δεν έχει ακουστεί καθόλου μέσα σε αυτή την αίθουσα, αλλά έτσι πια έχουμε κινούμενη άμμο, έτσι δε γίνεται τίποτα.

Πού πρέπει να ορίσουμε το αποδεικτέο θέμα: Η πρόκληση της απόφασης σε κάθε συμμέτοχο και σε κάθε πράξη ξεχωριστά όπως περιγράφεται στο βούλευμα για τον Κουφοντίνα, αν ο Γιωτόπουλος ήρθε σε επαφή με άλλον και με ποιον, πού και πότε έγινε αυτό, ποια απόφαση του προκάλεσε που δεν είχε ήδη πάρει, με ποιον τρόπο απ’ αυτούς που αναφέρει το βούλευμα, με ποια μέσα.