Πολιτική
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2003 20:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (20/11/2003) Μέρος 4/8

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Κύριε Ραχιώτη έχετε τον λόγο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Συνοψίζοντας λοιπό την απολογία του Κονδύλη, αυτό που λέει με μια φράση είναι «δεν μου προκάλεσε απόφαση ούτε ο Κουφοντίνας ούτε κανένας άλλος, ήξερα τί έκανα για ό,τι έκανα›. Αυτό μπορεί να είναι το ρεζουμέ από τον Κονδύλη.

Ο μόνος που εκδήλωσε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την ηθική αυτουργία από την πλευρά του Δικαστηρίου ήταν ο Τσελέντης. Για τον κ. Τσελέντη, σε σχέση με την ηθική αυτουργία πάντα και με την επιφύλαξη όσων είπα προχθές για τη χρήση του Τσελέντη, ας δούμε τώρα τον Τσελέντη καθαυτόν ως προς την ηθική αυτουργία.

Δυο προκαταρκτικές παρατηρήσεις: Ο Τσελέντης υπήρξε μέλος της Οργάνωσης και συμμέτοχος σε κάποιες πράξεις της, της περιόδου ’83-’88 και αυτό όχι επειδή μας το δηλώνει απλά, αλλά επειδή εκθέτει πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη δράση της, άσχετα με την ακρίβειά τους ή όχι και δεύτερον, γιατί εκθέτει ένα πολιτικό σκεπτικό το οποίο προσιδεάζει σε μέλος της Οργάνωσης.

Η δεύτερη προκαταρκτική παρατήρηση είναι ότι συνεργάζεται με τις διωκτικές αρχές και με το Δικαστήριο με προσδοκία συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων στα οποία αναφέρθηκα προχθές και δεν θα επανέλθω και με τη διευκρίνιση ότι στη συνεργασία αποδίδω αρνητικό περιεχόμενο σ’ αυτή τη λέξη, δηλαδή αποδίδω την έννοια της διαστροφής της πραγματικότητας. Και αυτό το αντλώ από την απολογία του η οποία μου έδωσε του έτοιμου για όλα, αν θυμηθώ κι άλλα θα σας τα πω.

Σας απευθύνει ένα μήνυμα, «τί θέλετε;› σας ρωτά. Η απόδειξη ότι είναι συνεργαζόμενος γιατί υποστηρίζω αυτή μου τη θέση με αυτό το αρνητικό περιεχόμενο, είναι η εξής: Τη στηρίζω πρώτον στην απολογία του. Μας είπε στην απολογία του ότι «είχα την τύχη να πέσω σε έναν άξιο Εφέτη›, τον οποίον τον συνάντησε ένα-δύο μήνες πριν τη Δίκη όπως μας είπε. «Δεν του ζήτησα καμία χάρη, του είπα πώς αισθανόμουν. Από εκείνη τη στιγμή είδα διαφορετική συμπεριφορά στο πρόσωπό μου, χωρίς να σημαίνει ότι άλλαξε τίποτα για τις συνθήκες που ήμουν›.

Φυσικά κατά την ανάκρισή του, για τον κ. Ζερβομπεάκο αναφερόμαστε, δεν ήταν μπροστά ο Διευθυντής της φυλακής ούτε ο αρχιφύλακας αλλά παρά ταύτα το κλίμα άλλαξε, από κάπου έλαβαν το μήνυμα για να αλλάξει το κλίμα. Το έλαβε κι αυτός το μήνυμα και το ανταποδίδει.

Δεύτερον, γιατί στην απολογία του παραδέχτηκε μια συνάντηση με τον κ. Διώτη μέσα στη φυλακή για κάποια άλλη Οργάνωση και ρητά είπε, μπορώ σας διαβάσω και το απόσπασμα αν δεν το θεωρήσετε περιττό, του υποσχέθηκε ότι αν βοηθήσει τις Αρχές, το Δικαστήριο θα το πάρει υπόψη του.

Αυτά όσον αφορά την απολογία του. Το στηρίζω επίσης στο πανηγύρι που είχε στηθεί από μερίδα του Τύπου πριν την απολογία του, στις παραμονές της κατάθεσής του, ότι θα πει στοιχεία για τον Γιωτόπουλο. Ακόμα τη στηρίζω στη βεβαιότητα που εξέφραζε το Δικαστήριο από το μέσο της Δίκης και μετά ότι έχει έναν συνεργαζόμενο. Υπήρχε μια διατύπωση που ειπώθηκε, δε θυμάμαι από ποιον, εσείς θα θυμάστε όμως, «καθίστε να μιλήσει ο κ. Τσελέντης και θα δείτε›.

Αυτές τις δυο παρατηρήσεις τις κάνω έχοντας στο μυαλό μου τις απολογίες της προδικασίας του ιδίου κατηγορουμένου, οι οποίες είχαν ασήμαντες ποινικά αναφορές στον Γιωτόπουλο. Μια κοινωνική συνάντηση ήταν στην πρώτη απολογία του και μια εκτίμηση στη δεύτερη απολογία του στον Ανακριτή ότι είχε υψηλό επίπεδο και θα μπορούσε να γράφει τις προκηρύξεις.

Οπότε αυτή που εξέφραζαν τη βεβαιότητα είτε στον Τύπο είτε απ’ το Δικαστήριο, προφανώς δεν στηρίζονταν για να εκφράσουν αυτή τη βεβαιότητα στο υλικό της προδικασίας που μέχρι αυτή τη στιγμή ήταν γνωστό ως άποψη του συγκεκριμένου κατηγορουμένου.

Το στηρίζω τέλος στην άμεση ανταπόκρισή του για την ακύρωση επιχειρημάτων και ισχυρισμών άλλων κατηγορουμένων, εν γένει κατηγορουμένων, όταν δεν υπήρχε κάποιος πιο ευπρόσωπος τρόπος για να ακυρωθούν αυτά τα επιχειρήματα. Σχετίζεται και με αυτό που σας είπα, τη διαπόμπευσή του, αυτό αφορά το Δικαστήριο αλλά σχετίζεται και με τη δική του διάθεση να ανταποκριθεί.

Με ποιο πρίσμα αντιμετωπίζω ό,τι είπε ο Τσελέντης: Δεν το αντιμετωπίζω με τη λογική του άσπρου-μαύρου, όλα ψέματα ή όλα αλήθεια. Δεν τον θεωρώ πλήρως αξιόπιστη πηγή γιατί απέδειξε στο Δικαστήριό σας ότι έχει στοχεύσεις και κάνει χειρισμούς και κυρίως γιατί προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με χειρισμούς της Έδρας. Ούτε όμως θεωρώ και πλήρη κατασκευή, αποκύημα φαντασίας ό,τι λέει.

Και με ποιες διακρίσεις το κάνω αυτό, γιατί πρέπει να εφαρμόσεις κι ένα κριτήριο για να δεις τί θεωρείς αξιόπιστο και τί όχι από το σύνολο των καταθέσεων ενός ανθρώπου. Γιατί; Γιατί ο αυτόπτης, ο συμμέτοχος μιας δράσης, μιας πράξης, θεωρώ ότι είναι αδύνατο να πει ολοσχερώς ψέματα για γεγονότα που έζησε, ακόμα και αν επιδιώκει να πει ψέματα. Γιατί μπορεί να παραλλάξεις γεγονότα, να προσθέσεις, να αφαιρέσεις, αλλά δε μπορείς να συγκριθείς ποτέ με τον στημένο μάρτυρα που λέει μια ιστορία που την έχει βγάλει από το μυαλό του ή από διηγήσεις άλλων.

Γιατί τα βιώματα δεν μπορούν ποτέ να εξοβελιστούν ολοκληρωτικά από τη συνείδηση του ανθρώπου. Ένα πράγμα που το έζησες, ειδικά μια μακρόχρονη διεργασία η οποία μπορεί να προκαλέσει βίωμα, δεν μπορείς να το πετάξεις ολοσχερώς από το υποσυνείδητό σου και να το υποκαταστήσεις με μια ανύπαρκτη πραγματικότητα. Ασυνείδητα θα εκφράσεις πραγματικά βιώματα εκεί που ο αφηγητής, ο απολογούμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πολύ προσεκτικός, δεν έχει προβλέψει τη σημασία κάποιων θεμάτων για κάποιον άλλον ενδεχομένως ή για θέματα που ο ίδιος δεν έχει μία σαφή στόχευση, δεν τον ενδιαφέρον δηλαδή, δεν το πάει κάπου.

Με αυτό το κριτήριο που σας λέω, σαν ερμηνευτικό εργαλείο, πιστεύω ότι σε ορισμένες γενικές τοποθετήσεις που έκανε για την Οργάνωση, που δεν μπορούμε να διακριβώσουμε σε σχέση με αυτές μια προσωπική στρατηγική του, μπορούμε να αξιολογήσουμε θετικά τις πληροφορίες που μας δίνει ειδικά όταν μπορούμε να τις συνδυάσουμε είτε με άλλα γεγονότα είτε με άλλα επιχειρήματα. Με αυτό το κριτήριο θα προσεγγίσω κι εγώ τις απολογίες του Τσελέντης και όσον αφορά την ηθική αυτουργία, και όσον αφορά τα υπόλοιπα θέματα που σχετίζονται με τη συμμετοχή, καθαυτό το 187.

Ως προς το πρώτο ζήτημα της ηθικής αυτουργίας: Για τον γενικό τρόπο λειτουργίας της Οργάνωσης, νομίζω ότι είναι σχετικά αυθόρμητος γιατί όπως σας είπα δεν μπορεί να παραλλάξει το σύνολο της εμπειρίας του και επιπλέον γιατί δεν το θέλει. Γιατί δεν απορρίπτει ο Τσελέντης τον εαυτό του σε καμία φάση της ζωής του. Ένιωθε πάντα σημαντικός και για εκείνη την περίοδο της ζωής του, το ίδιο νιώθει και τώρα. Γι αυτό δεν το θέλει.

Θα επανέλθω αν θέλετε να το θεμελιώσω λίγο καλύτερα αυτό που σας λέω μετά, σχετίζεται με κάποιες ερωτήσεις που είχε κάνει ο Εφέτης κ. Ζαϊρης αυτή η εκτίμηση που σας είπα μόλις τώρα. Μετά που θα σχολιάσω τις απαντήσεις στις ερωτήσεις θα επανέλθω. Τί μας λέει για μια σειρά πράξεις της Οργάνωσης στην αρχική του απολογία, πριν ερωτηθεί, στο ακροατήριο πάντα.

Μας λέει για την ΕΤΕ Πετραλώνων, ότι προκειμένου να έχουν χρήματα για κρησφύγετα, έντυπα και κάλυψη παράνομων, αποφάσισαν να ληστέψουν μια τράπεζα. Αποφάσισαν να μη χτυπάνε περιουσίες ιδιωτών, οπότε η τράπεζα ήταν η μόνη λύση. Ποιοι το αποφάσισαν αυτό; Αυτός, ο Χριστόδουλος και ο Κουφοντίνας. Μας λέει ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας υπέδειξε την ΕΤΕ Πετραλώνων. Δε μας λέει ότι κατάλαβε να το έχει πει κάποιος άλλος στον Κουφοντίνα.

Πήγε και είδε την τράπεζα, το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Μετά συζήτησαν πώς μπορεί να γίνει, έφτιαξαν το σχέδιο. «Αρχίσαμε και φτιάχναμε ένα σχέδιο για τον αιφνιδιασμό των αστυνομικών› -το σχέδιο είναι δική του διατύπωση. Μετά παρακολούθηση, εντοπισμός του αστυνομικού και με ονοματεπώνυμο, τα γλυκά, το μηχανάκι, η αγορά στολής. Περιγράφει δηλαδή και την υλοποίηση του σχεδίου μετά τη λήψη της απόφασης πριν την τέλεση του εγκλήματος.

Τί μας λέει πρακτικά: Ότι έκαναν τη δουλειά που κατά το βούλευμα έκανε ο Γιωτόπουλος. Αυτό μας λέει. Μας λέει το πώς προκάλεσαν την απόφαση στους εαυτούς τους. Αυτό που λέει το βούλευμα ότι έκανε ο Γιωτόπουλος, προκαλούσε την απόφαση. Αυτός εξηγεί κάποιο από ποιον μηχανισμό προκλήθηκε η απόφαση για τη ληστεία της ΕΤΕ. Γιατί δεν είχαν λεφτά, γιατί τα λεφτά χρειάζονταν για τους παράνομους, για τα έντυπα, για τις γιάφκες και έφτιαξαν και το σχέδιο. Επινόησαν, έφτιαξαν και το υλοποίησαν.

Αυτό δεν είναι ακριβώς το πραγματικό του βουλεύματος για τον Γιωτόπουλο; Βλέπετε πώς διαψεύδεται το βούλευμα; Η απόφαση πότε λήφθηκε; Αφού έγιναν όλα τα παραπάνω και έκριναν ότι μπορούν να αντεπεξέλθουν. Αυτό είναι ένα σημείο κλειδί σε όλες τις ενέργειες της 17Ν και νομίζω ότι πρέπει να προσεχθεί. Η απόφαση δεν λαμβάνεται την ώρα που λένε ότι «πάμε να κάνουμε μια ληστεία ή έστω τη ληστεία της ΕΤΕ Πετραλώνων όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος παρακολούθησης και προετοιμασίας›. Και λέει «μπορούμε να κάνουμε τη ληστεία στην ΕΤΕ Πετραλώνων›. Τότε έχουμε απόφαση τέλεσης του εγκλήματος και αυτό είναι πολύ κρίσιμο όπως καταλαβαίνετε και για την ηθική αυτουργία και για τις απλές συνέργιες από κει και πέρα.

Αυτό το έχουν επαναλάβει όλοι οι κατηγορούμενοι όσον αφορά το πώς λήφθηκε η απόφαση. Γιατί; Γιατί αν από την παρακολούθηση έβλεπαν ότι η φρουρά είναι πολύ μεγάλη ή ότι δεν βρίσκεις ποτέ να παρκάρεις τα μέσα διαφυγής κάπου κοντά, η ληστεία δε θα γινόταν. Η απόφαση για τη ληστεία λήφθηκε όταν συνέτρεξαν αυτοί οι αναγκαίοι όροι που σχετίζονταν με την επιτήρηση του στόχου και με τη συγκέντρωση των αναγκαίων μέσων που σου επιτρέπουν να αποφασίσεις να κάνεις τη συγκεκριμένη ληστεία κι όχι κάποια άλλη.

Οπότε ούτε η υπόδειξη του Κουφοντίνα προκάλεσε την απόφαση. Η απόφαση προκλήθηκε στο στάδιο που σας είπα και με τις προϋποθέσεις που σας είπα. Όροι δηλαδή για τη λήψη της απόφασης, για να τους πω κάπως συμμαζεμένα, ήταν οι συνθήκες του Καταστήματος, τα μέσα μεταμφίεσης, τα όπλα, η διαφυγή, αυτά ήταν τα μέσα, οι αναγκαίοι όροι για να γίνει.

Για τον Μομφεράτο τί μας λέει: Μας λέει ότι «ο Κουφοντίνας με τον Γιωτόπουλο συζητούσαν με εμένα για την εκτέλεση του Μομφεράτου. Δεν διαφώνησα, δεν είχα λόγο να διαφωνήσω. Νόμιζα τότε ότι όλα αυτά ήταν σωστά›. Στη συνέχεια αναλύει το πολιτικό σκεπτικό βάσει του οποίου έλαβε την απόφαση να πάρει μέρος, να μη λέω πολλά εδώ, ουσιαστικά μιλά για μια πεποίθηση να εκτελεστεί ένας πρώην χουντικός, εκδότης της Δεξιάς, ύποπτης προέλευσης χρήματα πίσω του, κάπως έτσι ήταν διατυπωμένο το πολιτικό σκεπτικό.

Τί περιγράφει εδώ πέρα; Περιγράφει μια συναπόφαση. Αυτό περιγράφει εδώ, στον Μομφεράτο. Μπορεί να λέει ψέματα ως προς τον Γιωτόπουλο, και λέει ψέματα, γιατί δεν τον ήξερε. Σε αιφνιδιαστική ερώτηση δική σας κ. Πρόεδρε απάντηση ότι τον γνώρισε 6-8 μήνες μετά την ΕΤΕ Πετραλώνων, τον αιφνιδιάσατε σε αυτό το σημείο και πιθανώς δεν πρόλαβε να κάνει τους αναγκαίους συνειρμούς εκεί.

Σημασία όμως εδώ έχει το πώς περιγράφει την εσωτερική διεργασία λήψης της απόφασης στο πλαίσιο της Οργάνωσης. Αυτό που περιγράφει, αν το συνδυάσετε και με τον τρόπο που ελήφθη η απόφαση στην ΕΤΕ Πετραλώνων, παραπέμπει σε ένα καθαρό μοντέλο συναπόφασης το οποίο όπως είπα στο θεωρητικό μέρος αποκλείει την ηθική αυτουργία.

Επειδή ξέρει ότι εξετάζεται η δυνατότητα να σταθεί η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας εναντίον του Γιωτόπουλου -ειδικά σε δύο πράξεις αυτό το πράγμα εξετάζεται πιο συγκεκριμένα, Μομφεράτο και Περατικό εννοώ, γιατί είναι εδώ και παρακολουθεί τη διαδικασία- πετάει το εξής το οποίο είναι σε αντίθεση με όσα είπε στο αυθόρμητο κομμάτι της περιγραφής του.

Αφού τελειώνει την περιγραφή του Μομφεράτου, λέει «σε αυτά τα πλαίσια με έπεισαν. Βέβαια ήμουν ένας αγνός επαρχιώτης νέος›. Αντιφατικό γιατί η συναπόφαση που σας περιέγραψε στην αρχή της διήγησής του είναι ακριβώς το αντίθετο της πειθούς, αποκλείει την ηθική αυτουργία και επιπλέον δεν έχει εκθέσει ότι διαφωνούσε σε κάτι και τον έπεισαν. Αντίθετα, είπε ότι δεν είχε λόγο να διαφωνήσει.

Θα μπορούσε να νοηθεί ίσως η ηθική αυτουργία σε άρση διαφωνίας, όταν περιέγραφε μια κατάσταση ότι «ναι, ας ήμαστε Οργάνωση, ας συναποφασίζουμε, εγώ είχα στυλώσει τα πόδια όμως κι έλεγα όχι και με έπιασε ο Γιωτόπουλος ή με έπιασε ο τάδε και μου είπε αυτά τα επιχειρήματα, τρόπο και μέσα και με έπεισε›.

Είναι η μοναδική περίπτωση νομίζω που οριακά και μέσα στα πλαίσια του 187 θα μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος ηθική αυτουργία. Στην άρση ισχυρής διαφωνίας η οποία εκφεύγει πλέον από την διαδικασία της συζήτησης που γίνεται στην ομάδα για να αρθεί σε μία απόφαση. Δηλαδή η άρση μιας έντονης αντίθεσης σε αυτό που οι υπόλοιποι θέλουν, μόνο αυτή την περίπτωση θα μπορούσατε να δείτε στο 187.

Αυτά που λέει βέβαια ο Τσελέντης και νομίζω ότι αποδείχθηκε κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο ότι ήταν ένας αγνός επαρχιώτης νέος και τον έπεισαν είναι ψέματα, είναι απλό ψέμα γιατί δεν ήταν αγνός επαρχιώτης. Ήταν ήδη δύο χρόνια μέλος της Οργάνωσης περίπου τότε που γινόταν αυτά, ήταν πολύ καιρό πριν στα κράσπεδα του χώρου.

Εκτιμά ο ίδιος τον εαυτό του ως σημαντικό μέλος της Οργάνωσης με σοβαρή πολιτική εμπειρία πίσω του, ότι ήταν επικεφαλής πυρήνα, είχε ένα ισχυρό δίπολο με τον Κουφοντίνα και λόγω φιλίας και λόγω περίπου ταυτόχρονης ένταξης και πιστεύω ότι δεν θα αναγνώριζε κανέναν πάνω από αυτόν και λόγω χαρακτήρα. Αυτό που είπε ο ίδιος ότι εκτιμά τον εαυτό του σημαντικό και για κάποια άλλα που θα σας πω στο μέλλον αλλά και λόγω της προηγούμενης πολιτικής του διαδρομής. Γι’ αυτό το λόγο αυτό είναι απλώς η βοήθεια που σας προσφέρει την οποία νομίζω ότι πρέπει να την αρνηθείτε.

Για τον Καψαλάκη τι μας λέει; Κάποιος μας είπε για την ύπαρξη της διαγνωστικής κλινικής Καψαλάκη. Κοιτάξτε, στην αφήγησή του στην αρχή δεν ονομάζει τον Τζωρτζάτο παρόλο που περιγράφει την συμμετοχή του στην ενέργεια, ούτε τον Γιωτόπουλο παρόλο που τον ξέρει βεβαίως τον Γιωτόπουλο. ¶ρα εδώ η υπόδειξη στόχου τουλάχιστον κατά την αρχική αφήγηση δεν προέρχεται ούτε από τον Τζωρτζάτο, ούτε από τον Γιωτόπουλο.

Αναλύει μετά το πολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ήχθη η ομάδα στην απόφαση που έχει σχέση με τα θέματα της υγείας, φακελάκια και τέτοια και πώς καταλήγει; Σε αυτά τα πλαίσια είπαμε να γίνει ένα χτύπημα συμβολικό σε αυτόν τον άνθρωπο, δηλαδή ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας να χάσει την ζωή του. Κλασική διαδικασία κατά την γνώμη μου συλλογικής λήψης απόφασης στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης.

Στον Ρέντη έχει απαντήσει με δήλωση και όταν συζητιόταν η υπόθεση σε εισαγγελική ερώτηση και είπε ότι λήφθηκε η απόφαση για να χτυπήσουμε το λεωφορείο με βάση το πολιτικό κλίμα. Αυτό το ανέλυσε περισσότερο στην απολογία του και μας είπε «είναι γνωστό το αντιαμερικανικό αίσθημα που υπάρχει στην Ελλάδα και η επικρότηση κάθε ενέργειας εναντίον τους›.

Στη συνέχεια μας περιγράφει το κίνητρο. «Από την πρώτη ημέρα που μπήκα στην Οργάνωση ή έμαθα για την Οργάνωση όλα τα μέλη της Οργάνωσης κοιτούσαν οτιδήποτε κινήσεις έκαναν οι αμερικάνοι στρατιωτικοί στην Ελλάδα›. Να η συγκεκριμενοποίηση του έννομου αγαθού που θα προσβληθεί, που τον αποδίδει στον Γιωτόπουλο ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας. «Από την πρώτη ημέρα έμαθα ότι όλα τα μέλη κοιτάνε για στόχο› και είναι και λογικό, δεν λέει τίποτα παράλογο.

Δίνει και περαιτέρω διευκρινήσεις εδώ. «Τα ειδικότερα βέβαια δρομολόγια κλπ τα έβλεπε κάποιος άμα περνούσε, άμα σχόλαγε από την δουλειά του›. Να και η απόλυτη εξειδίκευση του στόχου πώς προκύπτει. Βλέπετε ότι δεν είναι ένα εξωτερικό ζήτημα σε σχέση με τους συναυτουργούς η υπόδειξη του στόχου και με την μορφή της συγκεκριμενοποίησης, της απόλυτης εξειδίκευσης; Είναι το μέλος που σχόλαγε από την δουλειά του και αυτό είναι και η λογική, αυτό είναι κοινή λογική που λέει ο Τσελέντης εδώ πέρα. Δεν λέει μια πατέντα δηλαδή που την έχει επινοήσει.

Επιμένει και ο Εφέτης ο κ. Ζαϊρης στο ίδιο ζήτημα. Την απόφαση για τον Ρέντη ποιοι την πήραν τον ρωτάει συγκεκριμένα. Απαντάει «όμως δεν μπορώ να πω ότι όλοι που ήταν εκείνη την εποχή, εγώ, ο Κουφοντίνας, ο Γιωτόπουλος, ο Χριστόδουλος δεν μπορώ να πω ότι μου είπαν ‘τώρα θα πάμε εκεί στον Ρέντη‘. Βλέπαμε διάφορες περιπτώσεις στις οποίες μπορούσαμε να βάλουμε μια βόμβα ή να κάνουμε κάτι και πηγαίναμε›. Αν δεν είναι αυτός ο ορισμός της συναπόφασης τι είναι κατά την γνώμη μου;

Για τον Κάρος. Εκεί μας λέει ότι ήταν επικεφαλής της επιχείρησης και με εντολή του ακυρώθηκε. Τα περιστατικά αυτής της ενέργειας δεν επιβεβαιώνουν το βούλευμα στο μέρος που αναφέρεται στα χαρίσματα του Γιωτόπουλου που υπονοούν μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Δηλαδή ηγετική θέση, ικανότητα επιβολής ποινών κλπ.

Σε αυτή την περίπτωση πού είναι η εκμετάλλευση της ηγετικής θέσης του Γιωτόπουλου; Γιατί αυτή η περίπτωση πήγε στραβά και πήγε από ευθύνη των μελών στραβά. Δεν πρόσεχαν, δεν έλεγξαν την βόμβα, αναγκάστηκαν μετά για να μην χτυπήσουν κανέναν να ειδοποιήσουν την αστυνομία να πάει να την πάρει. Αυτό είναι αυτή η ιστορία, δεν είναι το κλασικό θέμα που θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή αφού είχε ικανότητα επιβολής ποινών.

Η κλασική περίπτωση δηλαδή που ένα Δικαστήριο έπρεπε να διαπιστώσει την χρήση αυτών των ιδιοτήτων που το βούλευμα τις παρουσιάζει ως μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Εδώ δεν διαπιστώθηκαν. Για τον Νορντίν έχει πει ενδιαφέροντα πράγματα γιατί εδώ έδωσε πολλές πληροφορίες για την συγκεκριμενοποίηση του στόχου.

Είπε ότι οι αμερικάνοι στρατιωτικοί εντοπιζόντουσαν, με αφορμή τον Νορντίν τα λέει αυτά τα πράγματα από παρακολούθηση των οχημάτων που είχαν τις ειδικές πινακίδες που είχαν οι αμερικάνοι και από την παρακολούθηση των γραφείων της Τζάζμανγκ στην Πανεπιστημίου. Δεύτερος τρόπος επιλογής συγκεκριμενοποίησης του στόχου ήταν το ίδιο το θύμα λέει. Μέσω της παρακολούθησης διαπίστωνες τον βαθμό του από την στολή που φορούσε, την υπηρεσία που εργαζόταν, την κατοικία και ούτω καθεξής.

Δεν είναι απολύτως αντίθετο αυτό που λέει ο Τσελέντης στον Νορντίν με αυτό που σας είπε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας για την συγκεκριμενοποίηση του στόχου; Δεν είναι μια σαφέστατη περιγραφή του πώς συγκεκριμενοποιείτο ο στόχος από την συλλογική εργασία των μελών της Οργάνωσης;

Τελικώς για να το πούμε με μία κουβέντα, ο στόχος υποδεικνυόταν από την παρακολούθηση. Αυτό έκανε την υπόδειξη στόχου και πάντως δεν υπήρξε κανένας εδώ μέσα που να μας είπε ότι αυτό ήταν η αρμοδιότητα του Γιωτόπουλου στην Οργάνωση όπως το έθεσε η εισαγγελική πρόταση. Μας είπε και κάτι ακόμα εδώ, ότι ακυρώθηκε η ενέργεια για τον Νορντίν όταν διαπίστωσε ότι οδηγούσε το όχημα που παρακολουθούσαν μια μαύρη και είναι λογικό.

Το άλλο αυτοκίνητο λοιπόν που παρακολουθούσε ο κ. Τσελέντης (όχι αυτό το αυτοκίνητο) το οδηγούσε μία μαύρη και γυρίζει πίσω στην Οργάνωση και λέει «ρε παιδιά, θα χτυπήσουμε μια μαύρη και γυναίκα μάλιστα;›. Ακυρώθηκε η ενέργεια γι’ αυτό, έγινε μετά η ενέργεια στο άλλο αυτοκίνητο εκεί που το οδηγούσε ένας αμερικάνος στρατιωτικός, γιατί είναι φανερό και γι’ αυτό δεν έχουν καμία αξία και αυτές οι διορθώσεις που κάνει εκεί ότι ο στόχος της Οργάνωσης ήταν να χτυπήσουν έναν αμερικανό στρατιωτικό.

Πώς εντόπισαν το όχημα απ’ ότι σας λέει; Από τις πινακίδες που χρησιμοποιούσαν οι αμερικανοί στρατιωτικοί. Δηλαδή τι αποδεικνύεται από αυτά που σας είπε εδώ ο Τσελέντης; Ότι δεν τους ενδιέφερε καν η συγκεκριμενοποίηση του στόχου τηρουμένων βεβαίως των εξαιρέσεων για τους ασχέτους. Δεν τους ενδιέφερε αν είναι ο ταγματάρχης Χ ή ο ναύαρχος Ψ. Τους ενδιέφερε να χτυπηθεί ένας αμερικανός στρατιωτικός, ένας στρατιώτης του εχθρού. Αυτό είναι το ζητούμενο εδώ πέρα.

Καταλαβαίνετε δηλαδή ότι αυτό που λέει η εισαγγελική πρόταση για συγκεκριμενοποίηση στόχου όχι μόνο δεν είναι αναγκαίος όρος, είναι και παντελώς αδιάφορο, δεν είναι καν όρος. Αυτό θέλω να σας πω εδώ. Ποιον τον ένοιαζε αν θα λέγεται Ψ ή Χ ο συγκεκριμένος στρατιωτικός; Είδατε τη μόνη δουλειά που ακύρωσαν ήταν όταν πιθανολόγησαν ότι δεν υπάρχει στρατιωτικός σε αυτό το όχημα, ότι αυτή η μαύρη γυναίκα πιθανότατα δεν ήταν μια αμερικάνα στρατιωτικός, μπορεί να ήταν η υπηρέτριά του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όχι βέβαια, δεν είναι αυτό. Μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε πάντως τι σας λέω. Σας λέω ότι εδώ πρέπει να δείτε ότι αυτή η Οργάνωση στόχευε να χτυπήσει έναν στρατιωτικό, όχι τον Χ ή τον Ψ στρατιωτικό. Διαφωνείτε με αυτό που σας λέω;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Τότε τι επιμένετε γι’ αυτό; Δικαστήριο είσαστε. Θα συμφωνείτε με το έγκλημα; Αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα. Πρέπει να δούμε τους όρους που τελέστηκε το έγκλημα και τους δράστες και να το αποδώσουμε εκεί που πρέπει. Αυτό έλειπε να λέμε ότι συμφωνούμε με το έγκλημα. Θα κυρωνόμασταν άμα λέγαμε ότι συμφωνούμε.

Αυτό λοιπόν που βγαίνει από τον Νορντίν είναι ότι η συγκεκριμενοποίηση του στόχου ως αναγκαίος όρος πρόκλησης της απόφασης αντιφάσκει πλήρως στα πραγματικά περιστατικά. Αυτό το συμπέρασμα είναι που πρέπει να κρατήσετε.

Για τον Αγγελόπουλο τι μας είπε; Εκθέτει όλη την προεργασία για την επιλογή ενός εκπροσώπου του μεγάλου κεφαλαίου, ότι δεν ενδιέφερε προσωπικά ο συγκεκριμένος λέει, την ελληνική ελίτ ήθελαν να πλήξουν. Αυτή είναι η δικιά μου εκτίμηση. Παράλληλα εξέταζαν και άλλους στόχους, τον Τσάτσο, τον Βαρδινογιάννη, πιθανώς και άλλους που δεν αναφέρθηκε ή μπορεί και να μην τους γνώριζε κιόλας όλους.

Η πολιτική αγωγή σε αυτό το σημείο και όταν εξεταζόταν η κάθε μία υπόθεση στάθηκε πάρα πολύ στην προσωπικότητα του κάθε ενός θύματος αυτής της δράσης, τι είχε κάνει, αν ήταν καλός ή κακός, γιατί να πυροβοληθεί αυτός. Αυτό είναι εσφαλμένη προσέγγιση κατά την γνώμη μου γιατί αυτό που συνέβαινε με αυτήν την Οργάνωση άσχετα αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτό το πράγμα αλλά πρέπει να είστε αντικειμενικός στην προσέγγιση του θέματος είναι ότι σύμβολο χτυπούσε, δηλαδή τον εκπρόσωπο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, πολιτικής, στρατιωτικής ομάδας, τι ήταν αυτή; Αυτό είναι το ζητούμενο εδώ πέρα. Γι’ αυτό είναι εσφαλμένη η προσωπική προσέγγιση.

Γι’ αυτό βλέπετε ότι και στις προκηρύξεις είναι τμήμα μόνο της συνολικής καταγγελίας που κάνουν για το σύστημα οι προσωπικές αναφορές στο συγκεκριμένο οι οποίες τελικώς λειτουργούν ως παράδειγμα και όχι για το γεγονός αυτό καθ’ αυτό. Πώς κατέληξαν στον Αγγελόπουλο; Γιατί συγκεκριμενοποιήθηκε αυτός ο στόχος; Το κριτήριο ήταν απλό, γιατί πήγαινε περπατώντας.

Τίνος αρμοδιότητα ήταν αυτό να το κρίνει και να αποφασίσει με αυτό το κριτήριο; Δεν ήταν αυτών που έκαναν την παρακολούθηση, αυτών που σύγκριναν την παρακολούθηση με τους άλλους στόχους που φέρ’ ειπείν πήγαιναν με αυτοκίνητο; Αυτοί μπορούσαν να είναι άλλοι από τους συναυτουργούς και τους άμεσους συνεργούς; Αυτή είναι η ερώτηση. Μπορούσε να παρακολουθήσει και να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα ένας που μετά δεν θα ήταν συναυτουργός ή απλός συνεργός έστω;

Κατά την γνώμη μου είναι αδύνατον γιατί τη συγκεκριμενοποίηση του στόχου πρέπει να την κάνουν αυτοί που μετά θα πάρουν μέρος στην ενέργεια ή να τον ξέρουν. Πώς θα κάνει σινιάλο ο άλλος ότι έρχεται άμα δεν τον έχει δει; Αυτό είναι όλο-όλο το θέμα. Δηλαδή η συγκεκριμενοποίηση του στόχου και η συναυτουργική δράση μετά στην εκτέλεση δεν μπορεί να προέρχεται από δύο διαφορετικές ομάδες δραστών. Η ομάδα είναι μία κατά την γνώμη μου και έχοντας βρει τους συναυτουργούς ξέρετε και πώς συγκεκριμενοποιήθηκε ο στόχος.

Πιστεύω ότι όλο το μοντέλο υπόδειξης στόχου ή συγκεκριμενοποίησης είναι στον αέρα γιατί είναι φανερό ότι οι στόχοι ήταν οι γνωστοί στόχοι αυτής της Οργάνωσης, ταυτιζόντουσαν με το γενικό δόλο ένταξης του μέλους στην Οργάνωση και γι’ αυτό δεν έχει έννοια η υπόδειξη συγκεκριμένου στόχου που υποτίθεται ότι έκανε ο Γιωτόπουλος. Μάλιστα η συγκεκριμενοποίηση του στόχου είναι τελείως δευτερεύων επιχειρησιακό ζήτημα για τον τρόπο που δούλευε αυτή η Οργάνωση.

Ένα τελευταίο σχόλιο για την απολογία του Τσελέντη είναι ότι πλην της περίπτωσης Μομφεράτου που αναφέρθηκα δεν έχει την παραμικρή κουβέντα για το πώς παρενέβη ο Γιωτόπουλος σε αυτές τις υποθέσεις. Δεν δίνει καμία λέξη έστω. Λέξη, όχι μία περιγραφή ή υλικές πράξεις που να τον καθιστά συμμέτοχο υπό οποιαδήποτε εκδοχή, υπό οποιαδήποτε μορφή τέλεσης.

Ας δούμε τώρα πώς απαντάει ο ίδιος κατηγορούμενος σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Εδώ η διήγηση δεν μπορεί να είναι τόσο αυθόρμητη βεβαίως γιατί εδώ ο κατηγορούμενος καθοδηγείται από την ερώτηση. Αυτό είναι φυσιολογικό και ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις που μπορεί μια ερώτηση να μην τίθεται και με τον ορθότερο δικονομικά τρόπο, δηλαδή να υποβάλλει άποψη.

Για να σταθμίσεις εδώ τις απαντήσεις πρέπει εκ των πραγμάτων να τις συσχετίσεις με την ερώτηση που γίνονται. Το γενικό συμπέρασμα που νομίζω ότι βγαίνει από αυτές τις στιχομυθίες που θα σας αναφέρω πιο κάτω είναι ότι εδώ ο κατηγορούμενος ακροβατεί μεταξύ των βιωμάτων του, την διάθεση να πει και ψέματα, τη θέληση να είναι αρεστός συνεργάτης αλλά ταυτόχρονα και του αιφνιδιασμού που εκ των πραγμάτων σηματοδοτεί οποιαδήποτε ερώτηση σε οποιοδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο κι αν την κάνεις.

Ερωτάται από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα «για πείτε, προσέξτε είπατε αυτή η γνώση σας είναι προϊόν παραπλάνησής σας. Μήπως κάποιος, σκεφτείτε το, μην βιάζεστε ο οποίος είχε επιλέξει πριν από σας και τον κ. Κουφοντίνα, κάποιος φρόντισε να περάσει από σας αυτό που εκείνος ήδη είχε σχεδιάσει και είχε αποφασίσει αυτός και η παρέα του ενδεχομένως;›. Αυτή ακριβώς είναι η ερώτηση. Ουσιαστικά η ερώτηση αυτή τι σημαίνει; Μήπως δεν είναι αυτό που κατέθεσες αλλά είναι αυτό που θα ήθελα εγώ να είναι; Αυτή η ερώτηση βέβαια σε άλλες συνθήκες θα είχε χαρακτηριστεί υποθετική.

Πώς απαντάει ο κ. Τσελέντης σε αυτό; «Δεν γνωρίζω αν είχε παρέα. Δεν είναι τόσο εύκολο, κάποιες φορές όμως μπορεί, κάποιες άλλες όχι. Γίνονταν συζητήσεις για πάρα πολλούς από αυτό που λέμε στόχους. Δεν σημαίνει ότι καταλήγαμε. Γίνονταν προτάσεις από όλους. Δεν σημαίνει ότι κάθε φορά ένας άνθρωπος μας έφερνε ή προσπαθούσε να μας πείθει έτσι ώστε να γίνει αυτή η ενέργεια›. Νομίζω είναι σαφές, δεν χρειάζεται σχόλια.

Ξαναρωτάει ο κ. Εισαγγελέας σε άλλο σημείο: «Δική σας πρόταση υπήρξε και ποτέ; Αν, αν; πρωτότυπη πρόταση; Μπορεί κάποιος να σας την έφερε πλάγια και εσείς να τσιμπήσατε (είναι ακριβώς οι διατυπώσεις) είναι και αυτό ενδεχόμενο; Έτσι δεν είναι κ. Τσελέντη;›. Ο κ. Τσελέντης απαντά «ναι›. Ο κ. Εισαγγελέας: «Σε αυτή τη ζωή ζούμε αρκετά χρόνια όλοι μας› «Βεβαίως› απαντά ο κ. Τσελέντης. «Πώς το βλέπετε αυτό;› ξαναρωτά ο κ. Εισαγγελέας και αφού γίνει μία συζήτηση όπως καταλαβαίνετε για θέματα που ποινικά δεν είναι ενδιαφέροντα πώς βλέπουμε τον χρόνο της ζωής κλπ, η ουσία της απάντησης βρίσκεται εδώ. «Δηλαδή εάν ήταν μια παρέα που επέλεγε ότι αυτά πρέπει να γίνουν θα προσπαθούσαν τότε και ο Γιωτόπουλος ή ο Κουφοντίνας να μου επιβάλλουν ότι αυτό πρέπει να γίνει γιατί είναι άνθρωπος του ιμπεριαλισμού, είναι εναντίον της χώρας μας κλπ και ότι πρέπει εγώ να υπακούσω και να πάω ή να κάνουν την ενέργεια αυτή χωρίς εμένα. Όμως αυτό το πράγμα δεν έγινε. Με τη λογική μου λέω ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο κέντρο που να σου επέβαλλε να κάνεις κάτι και εσύ να έπρεπε να κάνεις›. Εντός εισαγωγικών είναι η απάντηση που δίνει ο Τσελέντης και νομίζω ότι δεν χρειάζεται σχόλια.

Ο κ. Πρόεδρος ρωτά τον κ. Τσελέντη: «Είπατε τη λέξη ‘εξουσία’ που δημιουργεί αλαζονεία κτλ. Δηλαδή ο κ. Γιωτόπουλος είχε εξουσία και αν είχε ποια εξουσία; Ή το παρανοήσαμε;› «Είπα κι εχθές ότι την εποχή που δρούσαμε, επειδή οι αστυνομικές αρχές δεν ήταν ικανές να μας συλλάβουν, όλοι νιώθαμε μια αλαζονεία. Δηλαδή η Οργάνωση διαχρονικά ένιωθε ότι μπορεί να κάνει ανεξέλεγκτα ό,τι θέλει. Αυτό ονόμασα είδος εξουσίας›. «Αυτό εννοείτε εξουσία›; τον ξαναρωτάτε. «Αυτό εννοώ είδος εξουσίας› απαντά. Και τον ρωτάτε πάλι: «Όχι δηλαδή ότι είχε ο κ. Γιωτόπουλος εξουσία να επιβάλλει› «Και να ήθελε δεν θα μπορούσε να έχει›.

Τί άλλο θέλετε να σας πει; Δεν είναι κατάρριψη της θέσης του βουλεύματος; Ρωτά ο Εφέτης κ. Κουρκάκης: «Δε θα σας πω να μας περιγράψετε τον χαρακτήρα και των υπολοίπων μελών που εσείς γνωρίσατε της Οργάνωσης› Πάτροκλος Τσελέντης: «Με τον Κουφοντίνα είχα γνωριστεί από το ’81, βγαίναμε έξω›. «Υπάρχει μέτρο σύγκρισης με τον κ. Γιωτόπουλο; Όχι.› «Όχι σε γραμματικό επίπεδο› λέει ο κ. Τσελέντης.

Δώστε ερμηνείες εσείς. Σε άλλα θέματα μπορεί να υπήρχε σύγκριση και βεβαίως δεν είχαμε μια Οργάνωση λογοτεχνών εδώ. Αυτό είναι η δική μου ερμηνεία πάνω στο ζήτημα. Παρόλο που υποδεικνύεται ότι έπρεπε να απαντήσει με ένα ξερό «όχι›, βάζει και κάτι ακόμα. Ξαναρωτά ο κ. Εφέτης: «Ούτε του κ. Χριστόδουλου Ξηρού ούτε του κ. Σάββα Ξηρού ούτε του κ. Τζωρτζάτου, εντάξει; Είπατε προηγουμένως ότι όλες οι ενέργειες της 17Ν ήταν συλλογικές. Ενόψει αυτών των δύο διαφορετικών προσωπικοτήτων μπορούσε να υπερισχύσει η άποψη των υπολοίπων μελών ή η άποψη του κ. Κουφοντίνα ή η δική σας;›

Εδώ τελειώνει μια ερώτηση η οποία ουσιαστικά έχει θέσει και τις προϋποθέσεις μέσα στις οποίες πρέπει να κινηθεί η απάντηση βεβαίως, έβαλε τα όρια. Πώς απαντά ο κ. Τσελέντης εδώ: «Η δική μου ναι, όπως υπερίσχυσε στην περίπτωση που είπαμε με το αυτοκίνητο το αμερικάνικο, ίσως όμως και σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις να υπερίσχυε κάποια άποψη. Σε γενικές γραμμές όμως μπορούσε ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ή ο Δημήτρης Κουφοντίνας να πείσει κάποιο από τα άλλα μέλη›.