O πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Σπύρος Κυπριανού, εξέπνευσε στις 17:32' ύστερα από εννεάμηνη μάχη με την επάρατο νόσο. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλλεί την Πέμπτη, στις 13:00', στον Ιερό Ναό Παναγίας Ευαγγελίστριας στο προάστιο της Λευκωσίας, Παλλουριώτισσα.
Οπως ανακοίνωσε ο πρώην διευθυντής του γραφείου του Σπύρου Κυπριανού, Χάρης Βωβίδης, η σορός του εκλιπόντος δεν θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, ύστερα από παράκληση της οικογένειάς του. Η ταφή θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο στη Λεμεσό.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος εξέφρασε τη βαθειά του λύπη για το θάνατο του Σπύρου Κυπριανού και απέστειλε τα θερμά του συλλυπητήρια στην οικογένεια του εκλιπόντος.
Ο κ. Στεφανόπουλος δήλωσε ότι ο Σπύρος Κυπριανού υπήρξε άνδρας με έντονη δράση υπέρ των εθνικών συμφερόντων, του δικαίου και της ειρήνης. Και πρόσθεσε ότι ο εκλιπών από νεαρής ηλικίας ανάλωσε τη ζωή του για την υπόθεση της Κύπρου και με τους πολιτικούς του αγώνες εξέφρασε τους πόθους του κυπριακού ελληνισμού.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέληξε λέγοντας ότι ο Σπύρος Κυπριανού μέχρι την τελευταία στιγμή αγωνίσθηκε υπέρ των μεγάλων εθνικών σκοπών.
Ο Σπύρος Κυπριανού γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 28 Οκτωβρίου του 1932. Σπούδασε Οικονομικά και Νομικά στο Λονδίνο, με ειδίκευση στο Συγκριτικό Δίκαιο. Ηταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά, τον Αχιλλέα και τον Μάρκο.
Το Φεβρουάριο του 1952 διορίστηκε γραμματέας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο Λονδίνο και το 1954 γραμματέας της Κυπριακής Εθναρχίας, υπεύθυνος για τη διαφώτιση της βρετανικής κοινής γνώμης για τα δίκαια της Κύπρου, προσπάθεια που εντάθηκε ένα χρόνο μετά, με την έναρξη του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα.
Το 1956 λόγω της δραστηριότητάς του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Βρετανία και μετέβη στην Ελλάδα όπου συνεργάζεται με την Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιάθεσης Κύπρου, για θέματα προβολής του κυπριακού ζητήματος.
Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης και λίγο μετά υπουργός Εξωτερικών. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1972, οπότε και παραιτήθηκε μετά από διαφωνία με το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας.
Τον Αύγουστο του 1974, μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή ανέλαβε διπλωματικές αποστολές για την επίλυση του Κυπριακού, στην Ελλάδα, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.
Στις 12/5/1976 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής.
Μετά το θάνατο του Προέδρου της Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 3 Αυγούστου 1977, ανέλαβε, δυνάμει του συντάγματος, Προεδρεύων της Δημοκρατίας και στις 3 Σεπτεμβρίου 1977 εκλέχτηκε ομόφωνα Πρόεδρος για τη συμπλήρωση του υπόλοιπου της προεδρικής θητείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στις προεδρικές εκλογές της 28ης Φεβρουαρίου 1978 επανεξελέγη ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Επανεξελέγη επίσης για ακόμα μια θητεία ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 13 Φεβρουαρίου 1983. Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1996 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις 8 Οκτωβρίου του 2000 παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου του ΔΗΚΟ και το 2001 αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή της χώρας.
Στις 23/1/2001 βραβεύθηκε στη Μόσχα από τον Πατριάρχη Ρωσίας, Αλέξιο, για τη συμβολή του στην ενότητα των χριστιανικών ορθοδόξων λαών, ενώ στις 28/2/2002 του απενεμήθη το Μέγα Χρυσούν παράσημο του Αποστόλου Βαρνάβα για τη μεγάλη προσφορά του προς την Εκκλησία και την πατρίδα.