Κόσμος
Τετάρτη, 03 Απριλίου 2002 18:18

Συνειδητή ολιγωρία

Με την απόσταση ενός ανθρώπου που κάνει διακοπές στο Τέξας, ο αμερικανός πρόεδρος αποδίδει τη μεσανατολική κρίση στην τρομοκρατία, σημειώνει ο Αλέν Φρασόν στη Le Monde.

Η τραγωδία της Ραμάλας έχει τις ρίζες της στη συνειδητή πολιτική της ολιγωρίας που ακολουθούσε ανέκαθεν ο Λευκός Οίκος στο θέμα της Μέσης Ανατολής. Η αφύπνιση ήρθε πολύ αργά. Χρειάστηκε η περίοδος μετά την 11η Σεπτεμβρίου και η απόφαση που φαίνεται πως έχει ληφθεί για μια φθινοπωρινή επίθεση κατά του Ιράκ, για να ασχοληθεί πιο ενεργά η κυβέρνηση Μπους με τη Μέση Ανατολή.

Η ανάμιξη αυτή, έτσι, δεν έχει σχέση με μια απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να δώσει τέλος στην αιματοχυσία στη Μέση Ανατολή, αλλά με την επιθυμία της να βελτιώσει την εικόνα της στον αραβικό κόσμο ώστε να επιτεθεί στη συνέχεια σε έναν από τους ηγέτες της.

Αυτή η επιθυμία έκανε την Ουάσιγκτον να μιλήσει για την αναγκαιότητα ενός παλαιστινιακού κράτους, να εγγράψει αυτόν τον στόχο σε ένα ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών και να ζητήσει διακριτικά από το Ριάντ να αναλάβει μια ειρηνευτική πρωτοβουλία στην περιοχή. Οπερ και εγένετο.

Η πολιτική της κυβέρνησης Μπους από την αρχή συνίστατο στην αποδέσμευση από τη Μέση Ανατολή. Κι αυτή η αποδέσμευση ισοδυναμούσε με «πράσινο φως» προς τον Αριέλ Σαρόν, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις του: να εξουδετερώσει τον Γιασέρ Αραφάτ, να διαλύσει την Παλαιστινιακή Αρχή, να ενταφιάσει τις συμφωνίες του Οσλο και να κτίσει ακόμη περισσότερους οικισμούς στα παλαιστινιακά εδάφη.

Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο πρόεδρος Μπους εγκατέλειψε τις διαπραγματεύσεις που είχε αρχίσει ο προκάτοχός του. Μπροστά στο αιματηρό χάος όπου βυθίζονταν Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν μια στρατηγική εκ του μακρόθεν μεσολάβησης, η οποία αποδείχθηκε ουδόλως λειτουργική.

Κι αυτό, επειδή τις δύο πλευρές τις χώριζε ένα χάσμα. Ο Γιασέρ Αραφάτ δεν ήθελε κατάπαυση του πυρός χωρίς μια ταυτόχρονη επανέναρξη του πολιτικού διαλόγου. Και ο Αριέλ Σαρόν δεν δεχόταν πολιτικό διάλογο χωρίς να έχει πρώτα τερματιστεί η βία. Ο πρώτος δεν τολμούσε να διακινδυνεύσει τη δημοτικότητά του. Ο δεύτερος γνώριζε ότι ο συνασπισμός του οποίου ηγείται θα τιναζόταν στον αέρα αν ξανάρχιζαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Μπους επέλεξε να ρίξει όλο της το βάρος στην υποστήριξη της πολιτικής του Αριέλ Σαρόν. Ο Κόλιν Πάουελ δεν ζήτησε έτσι ποτέ να σταματήσει η οικοδόμηση των εβραϊκών οικισμών. Και ο Γιάσερ Αραφάτ υπέστη δημόσιο εξευτελισμό από τον αμερικανό πρόεδρο όταν οι δύο άνδρες βρέθηκαν την ίδια μέρα στη Νέα Υόρκη για τον ΟΗΕ, και ο πρόεδρος Μπους κατέστησε γνωστό ότι δεν θα αντήλλασσε με τον Αραφάτ ούτε μια χειραψία.

Χωρίς να το λέει δημοσίως, η κυβέρνηση Μπους θεωρεί ότι ο Αραφάτ δεν είναι, ή δεν είναι πια, ένας αξιόπιστος εταίρος. Οπως είπε ο Ντικ Τσέινι στον ισραηλινό υπουργό Αμύνης, ο Αραφάτ θα μπορούσε, σε ό,τι τον αφορά, να πάει να «κρεμαστεί».

Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι ένα μέρος του περιβάλλοντος του αμερικανού προέδρου, όπως για παράδειγμα ο Ρίτσαρντ Περλ, αποτελούν τους ανθρώπους του Λικούντ στην Ουάσιγκτον. Θεωρούν ότι οι εβραϊκοί οικισμοί δεν αποτελούν πρόβλημα και ότι ένα παλαιστινιακό κράτος στη Δυτική Οχθη δεν είναι βιώσιμο.

«Η απόφαση του προέδρου να αποδεσμευτεί από τη Μέση Ανατολή αποδεικνύεται λάθος ιστορικών διαστάσεων», έγραφε τη Δευτέρα ένας σχολιαστής της «Ουάσιγκτον Ποστ». Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει σήμερα άλλο συνομιλητή από τον παγιδευμένο και εξευτελισμένο Γιασέρ Αραφάτ. Και βρίσκεται αντιμέτωπη με μια έκρηξη βίας που μπορεί να έχει σοβαρές περιφερειακές επιπτώσεις.