Μία από τις πιο διάσημες κεραμίστριες και δημιουργούς επιτραπέζιας τέχνης στον κόσμο, η Αμερικανίδα, ουγγρικής και εβραϊκής καταγωγής, Εύα Τσάιζελ πέθανε σε ηλικία 106 ετών στη Νέα Υόρκη.
Μία από τις πιο διάσημες κεραμίστριες και δημιουργούς επιτραπέζιας τέχνης στον κόσμο, η Αμερικανίδα, ουγγρικής και εβραϊκής καταγωγής, Εύα Τσάιζελ πέθανε σε ηλικία 106 ετών στη Νέα Υόρκη.
Αντλώντας την έμπνευσή της κυρίως από τη γερμανική σχολή του Μπάουχαους της δεκαετίας του 1920 και από τη νέα ρωσική τέχνη, η Εύα Τσάιζελ δημιούργησε περισσότερα από 100.000 κεραμικά και αντικείμενα καθημερινής ζωής.
Κατέκτησε τη διασημότητα τη δεκαετία του 1940 με το σερβίτσιο φαγητού «Town and Country», που κατασκευάστηκε τότε από τη Red Wing Pottery της Μινεσότα και ανήκει σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λονδίνο. Η αλατιέρα και η πιπεριέρα αυτού του σερβίτσιου έχουν γίνει από τότε «εικονίσματα» των επιτραπέζιων τεχνών. Η πρώτη της μεγάλη έκθεση έγινε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MOMA) της Νέας Υόρκης το 1946.
Η Εύα Αμαλία Στράικερ, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1906 στη Βουδαπέστη, σε μια εύπορη εβραϊκή οικογένεια βιομηχάνων υφασμάτων. Γρήγορα παθιάστηκε με την κεραμική, τέχνη στην οποία θα τελειοποιήθηκε στη Γερμανία, το Αμβούργο και στη συνέχεια στο Βερολίνο. Το ενδιαφέρον της για τη σοβιετική επανάσταση την οδήγησε στη Ρωσία όπου εγκαταστάθηκε το 1932, και σε ηλικία 29 ετών έγινε διευθύντρια της Κρατικής Βιομηχανίας Πορσελάνης και Βιομηχανικής Υαλουργίας.
Το 1936 κατηγορήθηκε για μια υποτιθέμενη απόπειρα δολοφονίας του Ιωσήφ Στάλιν και φυλακίστηκε, σε απομόνωση, για 16 μήνες. Όταν τελικά αποφυλακίστηκε, χωρίς να ξέρει γιατί και ενώ περίμενε κάθε μέρα την εκτέλεσή της, κατέφυγε στη Βιέννη το 1938 όπου παντρεύτηκε έναν αυστριακό δικηγόρο, τον Χανς Τσάιζελ. Έξι μήνες αργότερα, διέφυγε μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία, στην αρχή στο Λονδίνο, στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Η μαρτυρία της χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως βάση για τον Ουγγρο - βρετανό συγγραφέα Άρθουρ Κέσλερ στο ηχηρό βιβλίο του «Το Μηδέν και το Άπειρο» (1941).