Αμφιβολίες για την ικανότητα παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ εκφράζονται σε δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, το οποίο εστιάζει στα ποικίλα σενάρια για το οικονομικό μέλλον της χώρας.
Αμφιβολίες για την ικανότητα παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ εκφράζονται σε δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, το οποίο εστιάζει στα ποικίλα σενάρια για το οικονομικό μέλλον της χώρας.
Στο δημοσίευμα που τιτλοφορείται ««Θα πέσει η Ελλάδα;», η εφημερίδα επισημαίνει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα οξύνεται περαιτέρω, καθώς «οι διαπραγματεύσεις για τη μείωση του χρέους μένουν στάσιμες και οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται την ικανότητα του κράτους για μεταρρυθμίσεις καταθέτοντας κάθε βράδυ δισεκατομμύρια στην ΕΚΤ».
Όπως αναφέρει η Handelsblatt, παρά τη δήλωση του επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν είναι επιλογή για την Ελλάδα και την ευρωζώνη, «πίσω από κλειστά μικρόφωνα και κάμερες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι αισιόδοξες δηλώσεις αντικαθίστανται από έντονες αμφιβολίες για την ικανότητα παραμονής της Ελλάδας στη νομισματική ένωση».
Παραθέτει παράλληλα την άποψη ενός επικεφαλής γερμανικής τράπεζας, ο οποίος σημειώνει ότι όσο διαρκεί η αβεβαιότητα γύρω από την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, δεν μπορεί να υπάρξει εκτόνωση της κρίσης. Το δημοσίευμα φιλοξενεί και μία συνέντευξη του οικονομολόγου Κλέμενς Φουστ, ο οποίος προειδοποιεί ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ήταν «μισή αποχώρηση από την ΕΕ και ίσως θα επανέφερε τη χώρα στο επίπεδο των δεκαετιών του ’60 και ‘70».
Η εφημερίδα εκτιμά ότι τις επόμενες εβδομάδες «κρίνονται τα πάντα για την Αθήνα» και ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός «πρέπει να επιφέρει μαζικές περικοπές για να εισπράξει τη νέα βοήθεια δισεκατομμυρίων». «Αν δεν το καταφέρει, τότε η χώρα θα βρεθεί στο κενό», υπογραμμίζει.
Οσον αφορά το θέμα του ελληνικού χρέους, η Handelsblatt επικαλείται πληροφορίες από κύκλους της Ε.Ε. που κάνουν λόγο για «σκληρές διαπραγματεύσεις» και οι οποίες εκτιμούν ότι το κούρεμα του ελληνικού χρέους θα φτάσει το 50%, αλλά οι πραγματικές απώλειες για τους πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες.
Πηγή: Deutsche Welle