Κόσμος
Παρασκευή, 19 Απριλίου 2002 18:33

Παιχνίδια ισχύος

Είναι εύκολο να διασκεδάζει κανείς με τα κενά της γεωγραφικής κουλτούρας του Τζορτζ Μπους, ο οποίος δεν διστάζει άλλωστε να αυτοσαρκάζεται γι' αυτό το θέμα. Πιο δύσκολο είναι να αναλύσει κανείς τις γεωπολιτικές θέσεις του περιβάλλοντός του και τις επιπτώσεις τους στη σημερινή κρίση.

Η διαμάχη αρχίζει από την ημέρα που έπεσε το Τείχος, επισημαίνει ο Αλεξάντρ Αντλέρ, διευθυντής του γαλλικού περιοδικού Courrier International. Στα δεξιά βρίσκεται ο Πολ Γούλφοβιτς, που υποστηρίζεται από τον πρώην υπουργό Αμύνης και νυν αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι. Στα αριστερά βρίσκεται ο Ρίτσαρντ Χάας, συνεργάτης του Κόλιν Πάουελ.

Ο Γούλφοβιτς είναι οπαδός της βρετανικής ιμπεριαλιστικής σχολής του 19ου αιώνα, που υποστηρίζει τη δημιουργία σε παγκόσμια κλίμακα μιας και μοναδικής δύναμης που θα κρατά υποταγμένες όλες τις άλλες. Για τον Γούλφοβιτς, η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας επιτρέπει στην Αμερική να επιβάλει σε κάθε περιοχή του κόσμου μια ισορροπία που θα καθορίζεται από την ίδια.

Στην Ασία, η ισορροπία αυτή θα είναι ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία. Στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι Βρετανοί θα ανταγωνίζονται τους Γερμανούς, με τους Γάλλους στην απομόνωση.

Στη Μέση Ανατολή, η ισορροπία θα εξασφαλίζεται με τη σύγκλιση των συμφερόντων του Ισραήλ, της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας. Αποφασιστικός παράγων σε όλα αυτά θα είναι βέβαια η στρατιωτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Και βασικός αντίπαλος είναι η Κίνα.

Αυτό το δόγμα, με τον μανδύα μιας πολυμερούς προσέγγισης, αντιπροσωπευόταν ήδη στην κυβέρνηση Κλίντον από τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και την Μαντλίν Ολμπράιτ. Με δύο μόνο διαφορές. Την ανάγκη να συμμετέχουν περισσότερο οι Ευρωπαίοι στις επιχειρήσεις της αμερικανικής δύναμης. Και την αντιμετώπιση της νέας Ρωσίας ως της κυριότερης απειλής, πράγμα που δικαιολογούσε την έμφαση στη σημασία του ΝΑΤΟ, στην ταχεία διεύρυνσή του με την ένταξη των Πολωνών, των Τσέχων και των Ούγγρων, και στην υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, της Γεωργίας και των άλλων δημοκρατιών της περιοχής.

Τελείως διαφορετική είναι η προσέγγιση του Ρίτσαρντ Χάας, συνεργάτη του Πάουελ. Ο Χάας, που έγινε επικεφαλής του Policy Planning Staff του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υποστηρίζει ότι πρέπει να περιοριστούν οι άμεσες δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και να επιτραπεί σε ορισμένους βασικούς συμμάχους να ελέγχουν τις μεγάλες περιοχές του πλανήτη, εξαρτώμενοι πάντα από την αμερικανική βοήθεια.

Η προσέγγιση αυτή δεν αποκλείει τη χρήση δύναμης εναντίον ενός απειλητικού αντιπάλου, όπως το Ιράκ, και είναι σχετικά αδιάφορη απέναντι σε οικονομικές διαμάχες.

Η διαμάχη ανάμεσα στον Γούλφοβιτς και τον Χάας βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο. Ο πρώτος είναι σήμερα αναπληρωτής υπουργός Αμύνης και θεωρείται εγκέφαλος του «ιμπεριαλιστικού κόμματος» που διευθύνεται από τους ιέρακες Τσέινι και Ράμσφελντ (και απέτυχε στη Μέση Ανατολή).

Ο Χάας τροφοδοτεί με ιδέες τον Κόλιν Πάουελ και τον αναπληρωτή του Ντικ Αρμιτατζ. Η βασική αυτή αντιπαράθεση δεν αποκλείει να θριαμβεύσει τελικά ένας τρίτος δρόμος, που αντιπροσωπεύεται βασικά από τη Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Κοντολίσα Ράις. Από τον Χάας και τον Πάουελ, η Ράις δανείζεται τον ρεαλισμό και τη μετριοπάθεια: οι σύμμαχοι είναι περισσότερο αναγκαίοι από ποτέ, το πρόβλημα που λέγεται Σαντάμ Χουσεϊν δεν μπορεί να λυθεί χωρίς να σταματήσει ο ισραηλινοπαλαιστινιακός πυρετός, την Κίνα πρέπει να την αφήσουμε ήσυχη.

Η Κοντολίσα συμμερίζεται όμως την αδιαφορία του Τσέινι για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Οι σύμμαχοι τους οποίους θέλει αύριο στο πλευρό της Αμερικής είναι η Ρωσία, η Ινδία, η Τουρκία, ίσως ένα δημοκρατικό Ιράν, και το Ισραήλ, απαλλαγμένο από τα σημερινά πάθη.

Σ' αυτόν τον κόσμο, όπου σημαντικό ρόλο θα παίζει το ισλάμ, η Αμερική πρέπει να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και την τροφοδοσία της στον ενεργειακό τομέα. Και εδώ μπαίνουν στην εξίσωση τα κοινά πετρελαϊκά συμφέροντα της Αμερικής και της Ρωσίας. Η «κουμπάρα» του «γάμου» μεταξύ της Exxon και της Lukoil δεν είναι άλλη από την Κοντολίσα Ράις.