Μπορεί οι οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών να υφίστανται τις επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, πλην όμως οι αναπτυσσόμενες χώρες πάνε καλά και, μέσω της ανοδικής τους οικονομικής δραστηριότητας, διαμορφώνουν και ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο. Είναι δηλαδή σαφές ότι ο κόσμος αλλάζει και άρα οι επιχειρήσεις, που είναι οι βασικοί αιμοδότες της οικονομίας, αλλάζουν και αυτές.
Μπορεί οι οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών να υφίστανται τις επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, πλην όμως οι αναπτυσσόμενες χώρες πάνε καλά και, μέσω της ανοδικής τους οικονομικής δραστηριότητας, διαμορφώνουν και ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο. Είναι δηλαδή σαφές ότι ο κόσμος αλλάζει και άρα οι επιχειρήσεις, που είναι οι βασικοί αιμοδότες της οικονομίας, αλλάζουν και αυτές.
Οπως είναι δε φυσικό, οι αλλαγές αυτές αποτυπώνονται και στη φιλοσοφία του επιχειρείν.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, στο «Ευ Επιχειρείν, ο νέος διατηρήσιμος πλούτος των εθνών», οι Αθανάσιος Παπανδρόπουλος και Κώστας Χριστίδης παρουσιάζουν την επιχείρηση κατά τρόπον οντολογικό και φιλοσοφικό, στο πρώτο μέρος, και δεοντολογικό στο δεύτερο σκέλος του πονήματός τους.
Επίσης, ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα, γίνεται λόγος για το επιχειρείν υπό μία ευρύτερη έννοια πέρα από την οικονομία και τη διοίκηση των επιχειρήσεων.
Οι συγγραφείς ιχνογραφούν με πολλές λεπτομέρειες το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι επιχειρήσεις και δίνουν έμφαση στην έννοια της επιχειρηματικής ηθικής και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Κατά την άποψή τους, η ενασχόληση μιας επιχείρησης με ηθικούς προβληματισμούς κάθε άλλο παρά πολυτέλεια είναι. Αντιθέτως, πρόκειται για επιταγή των καιρών. Διότι οι καταναλωτές, αλλά και διάφορες ομάδες πίεσης, προβάλλουν αυξανόμενες απαιτήσεις για μία πιο ηθική και περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φέρνουν στο επίκεντρο της προσοχής της κοινής γνώμης (αν και συχνά όχι με υπεύθυνο, από πλευράς τους, τρόπο) περιπτώσεις εταιρικών καταχρήσεων και κακών πρακτικών. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως άλλων κινήτρων, αντιλαμβάνονται ότι το να «φέρεσαι ηθικά» (ή, σε μια πιο κυνική προσέγγιση, το να φαίνεσαι ότι φέρεσαι ηθικά) μπορεί να είναι επωφελές γι αυτές.
Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σε μία σειρά λόγων: 1) Η ισχύς και η επιρροή των επιχειρήσεων (οικονομική αλλά και πολιτική) είναι, στην εποχή μας, μεγαλύτερη από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν, 2) Οι επιχειρήσεις έχουν αποφασιστική συμβολή σε θέματα όπως: παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών που έχουμε ανάγκη, δημιουργία θέσεων εργασίας, πληρωμή φόρων, δημιουργία πλούτου, κ.α. Ο τρόπος με τον οποίο παρέχεται αυτή η συμβολή γεννά σοβαρά ηθικά θέματα, που εισέρχονται στο κέντρο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει κάθε σύγχρονη κοινωνία, 3) Κακές επιχειρηματικές πρακτικές επηρεάζουν αρνητικά μεγάλο αριθμό ατόμων, κοινωνίες ολόκληρες και, βεβαίως, το περιβάλλον, 4) Οι απαιτήσεις που προβάλλουν έναντι μιας επιχείρησης τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (μέτοχοι, εργαζόμενοι, πελάτες, κ.λπ.) καθίστανται με την πάροδο του χρόνου αριθμητικά περισσότερες και ποιοτικά πιο περίπλοκες.
Ομως, οι δύο σπουδαιότερες εξελίξεις που καθιστούν, πλέον, θεμελιώδη τη σημασία του ευ επιχειρείν είναι η παγκοσμιοποίηση (globalization) και η ανάγκη για βιωσιμότητα (sustainability).
Και από την άποψη αυτή θεωρώ πολύ σημαντική την αναφορά στην έννοια της διατηρησιμότητας, η οποία όντως αποτελεί σήμερα σημαντικό κομμάτι του πλούτου των εθνών. Ειδικά δε για τη χώρα μας, η έννοια αυτή θα πρέπει εφεξής να αποτελεί κορυφαίο στόχο επιχειρήσεων και ηγετικών ομάδων. Η διατηρήσιμη ή βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες της παρούσας γενεάς χωρίς να μειώνει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Η διατηρησιμότητα είναι μία έννοια με πολλές παραμέτρους και αποτελεί αντικείμενο πολλών συζητήσεων, αναλύσεων και επιχειρηματικής ρητορικής.
Η συνισταμένη των απόψεων αυτών φαίνεται, πάντως, να διαμορφώνεται στην αντίληψη ότι η διατηρησιμότητα έχει τρεις βασικές διαστάσεις: την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική. Η αντίληψη αυτή έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση της λεγόμενης «τριπλής τελικής γραμμής» (triple bottom line - TBL), κατά την οποία η επιχείρηση δεν έχει ένα μόνο σκοπό, δηλαδή τη δημιουργία οικονομικού πλεονάσματος, αλλά ένα πιο εκτεταμένο σύνολο σκοπών οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κατεύθυνσης.
Αντίστοιχα, η επιχείρηση πρέπει να συντάσσει (και ήδη πολλές επιχειρήσεις παγκοσμίως το πράττουν) τρεις απολογισμούς ετησίως: τον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον περιβαλλοντικό. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η διατηρησιμότητα αφορά τόσο στο σχεδιασμό και την υλοποίηση κοινωνικών στόχων, όσο και στην αποτελεσματική διατήρηση φυσικών πόρων, έτσι ώστε να αναπαράγονται και να διατηρούνται στο μέλλον.
Αναφορικά με την εταιρική κοινωνική ευθύνη, οι συγγραφείς τονίζουν ότι αποτελεί εθελοντική δέσμευση μιας επιχείρησης, που συμπληρώνει τους ελέγχους της νομοθεσίας, του ανταγωνισμού και του εθιμικού δικαίου και οδηγεί την επιχείρηση να λαμβάνει εκείνες τις αποφάσεις, να επιδιώκει εκείνες τις πρακτικές και να ακολουθεί εκείνες τις δράσεις που προάγουν ευρύτερα συμφέροντα και, επομένως, είναι αποδεκτές από την κοινωνία.
Πολλά από τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της αντίληψης διατυπώνονται σε όρους «φωτισμένου ιδίου συμφέροντος» -ότι, δηλαδή, η επιχείρηση αναλαμβάνει διάφορες κοινωνικές ευθύνες διότι έτσι προάγει πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά της: οι θεωρούμενες ως κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις μπορεί να έχουν περισσότερους, πιο ικανοποιημένους ή πιο σταθερούς πελάτες, ή να προσελκύουν καλύτερης ποιότητας και πιο αφοσιωμένους υπαλλήλους ή να αποφεύγουν, σε κάποιο βαθμό, τη θέσπιση νόμων που θα μπορούσαν να έχουν πολύ δυσμενείς συνέπειες γι' αυτές ή τέλος, να συμβάλλουν θετικά στη δημιουργία μιας πιο ασφαλούς, καλύτερα εκπαιδευμένης και περισσότερο ευημερούσας κοινότητας, πράγμα που, με τη σειρά του, δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τη λειτουργία και την ανάπτυξη της ίδιας της επιχείρησης σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αναφορά των συγγραφέων στη θεωρία περί ενδιαφερομένων μερών. Επισημαίνουν έτσι ότι στο επίκεντρο των θεωρητικών και πρακτικών προσπαθειών για την προαγωγή του ευ επιχειρείν βρίσκεται η θεωρία περί των ενδιαφερομένων μερών (stakeholder theory) της επιχείρησης. Ως ενδιαφερόμενο μέρος θεωρείται κάθε άτομο ή ομάδα που μπορεί να επηρεάσει ή να επηρεασθεί από την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης.
Επεξηγώντας, στο πλαίσιο αυτό, την έννοια των λέξεων «να επηρεάσει ή να επηρεασθεί», οι συγγραφείς ορίζουν το ενδιαφερόμενο μέρος με ακριβέστερο τρόπο, ως εξής: Ενδιαφερόμενο μέρος μιας επιχείρησης είναι ένα άτομο ή μία ομάδα που ζημιώνεται ή ωφελείται από μια επιχείρηση· ή τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του οποίου μπορεί να θιγούν και, αντιστοίχως, πρέπει να τύχουν σεβασμού από μια επιχείρηση. Με βάση τον ορισμό αυτόν, προσδιορίζουν ως ενδιαφερόμενα μέρη μιας επιχείρησης, υπό στενότερη έννοια, τους μετόχους, τους εργαζομένους, τους πελάτες και τους προμηθευτές ή, υπό ευρύτερη έννοια, τους ανταγωνιστές, το κράτος και τις τοπικές κοινωνίες, καθώς και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις, ομάδες πίεσης, κ.λπ.
Τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη συνδέονται με την επιχείρηση είτε με δεσμούς νομικούς, που καθορίζουν τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, είτε με δεσμούς οικονομικούς ή άλλους, στις σχέσεις δε αυτές εισέρχονται -στο βαθμό που δεν καλύπτονται από τις νομικές ρυθμίσεις- ηθικοί προβληματισμοί και αντιλήψεις.
Ετσι, μπορούμε να αναλογισθούμε ότι το κλείσιμο ενός εργοστασίου που αποτελεί βασική πηγή απασχόλησης σε μια μικρή πόλη ή επαρχία επηρεάζει όχι μόνο τους εργαζομένους στην επιχείρηση αλλά και τοπικούς προμηθευτές, καταστηματάρχες, σχολεία και άλλες υπηρεσίες ή μικρές επιχειρήσεις. Από την άλλη μεριά, οι μέτοχοι της επιχείρησης αυτής μπορεί να αγοράζουν τις μετοχές της για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους και να έχουν μια βραχυχρόνια σχέση με αυτήν, σε αντιδιαστολή με τα μακροχρόνια συμφέροντα άλλων ενδιαφερομένων μερών, όπως είναι οι εργαζόμενοι, οι προμηθευτές ή οι πελάτες.
Προκύπτει έτσι η ανάγκη, οι διευθυντές της επιχείρησης, που διοικούν ως εκπρόσωποι των συμφερόντων των μετόχων και διορίζονται απ' αυτούς, να λαμβάνουν υπόψη και να εξισορροπούν τα συμφέροντα και των άλλων ενδιαφερομένων μερών, παρέχοντας σε αυτά τη δυνατότητα να αναπτύσσουν τις απόψεις τους και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση -ή, σε μερικές περιπτώσεις, να μετάσχουν στη λήψη- των αποφάσεων που τους αφορούν. Στο πλαίσιο των αντιλήψεων αυτών αυξάνονται τα αιτήματα για υπεύθυνη λογοδοσία (accountability) και μεγαλύτερη διαφάνεια (transparency) εκ μέρους των επιχειρήσεων προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders).
Θα ήθελα, τέλος, να επισημάνω ότι στο παράρτημα 3 του βιβλίου, οι Παπανδρόπουλος και Χριστίδης αναφέρονται στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση και τις τεράστιες ανακατατάξεις που αυτή προκαλεί. Καταλήγουν δε γράφοντας ότι το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας έχει, πέρα από τις οικονομικές του πτυχές, μια τεράστια ηθική και πολιτιστική διάσταση.
Πρέπει να αλλάξουμε το παρόν. Είναι ζωτική ανάγκη, με αφετηρία την επιχείρηση -αυτή την πολύτιμη μονάδα της ανθρώπινης ζωής-, να επαναπροσδιορίσουμε το συλλογικό βίο και να επεξεργαστούμε ένα νέο πρότυπο πολιτισμού. Διότι, μπορεί η σημερινή κρίση να έχει αφετηρία χρηματοοικονομική, είναι όμως ταυτοχρόνως και κρίση της ίδιας της προόδου. Είναι δηλαδή μια κρίση που συνοδεύεται από την ανικανότητα να σκεφτούμε όλοι μαζί το εύρος και την υφή σοβαρών προβλημάτων με τοπικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.
Ομως, αυτή η δραματική αδυναμία της σκέψης συγκατοικεί με συγκεκριμένες γνώσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι τμηματοποιημένες και τελούν υπό τον έλεγχο μιας γραφειοκρατικής, τεχνοεπιστημονικής εξουσίας, που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από τις λύσεις που προσφέρει. Χρέος, λοιπόν, της επιχείρησης του αύριο είναι να γίνει και φορέας ελπίδας, συνδυάζοντας με ισόρροπο τρόπο τις οικονομικές επιδόσεις με την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και με την περιβαλλοντική μέριμνα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).