Δεκάδες ουσίες που μπορούν να μιμηθούν ή να μπλοκάρουν τα οιστρογόνα, την τεστοστερόνη και άλλες ορμόνες, απαντώνται στο περιβάλλον, στα τρόφιμα και σε προϊόντα, με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, όπως καλλυντικά, πλαστικά ή εντομοκτόνα. Μια από τις μεγαλύτερες διαφωνίες των επιστημόνων σε σχέση με τις ουσίες αυτές είναι εάν τόσο μικρές δόσεις, στις οποίες οι περισσότεροι εκτιθέμεθα, είναι επικίνδυνες.
Δεκάδες ουσίες που μπορούν να μιμηθούν ή να μπλοκάρουν τα οιστρογόνα, την τεστοστερόνη και άλλες ορμόνες, απαντώνται στο περιβάλλον, στα τρόφιμα και σε προϊόντα, με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, όπως καλλυντικά, πλαστικά ή εντομοκτόνα. Μια από τις μεγαλύτερες διαφωνίες των επιστημόνων σε σχέση με τις ουσίες αυτές είναι εάν τόσο μικρές δόσεις, στις οποίες οι περισσότεροι εκτιθέμεθα, είναι επικίνδυνες.
Νέα έκθεση, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Endocrine Reviews, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και πολύ μικρές δόσεις τέτοιων χημικών -ενδοκρινικών διαταρακτών, όπως ονομάζονται- μπορούν να αποδειχθούν τοξικές και να έχουν σοβαρότατες συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία. Οι 12 ερευνητές, ανάμεσά τους ορισμένοι που ταύτισαν το όνομά τους με την καλύτερη κατανόηση αυτών των ορμονών, επισημαίνουν ότι τα ευρήματά τους υπογραμμίζουν την ανάγκη για θεμελιώδεις αλλαγές στους ελέγχους ασφάλειας των χημικών ουσιών.
Η έκθεση βασίζεται στην επισκόπηση 800 μελετών και μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι συνέπειες των ενδοκρινικών διαταρακτών για τον άνθρωπο είναι «κοινές σε αξιοσημείωτο βαθμό». Οι επιστήμονες μάλιστα εξηγούν ότι τα χημικά αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση έναν από τους πυλώνες της τοξικολογίας: ότι «η δόση είναι αυτή που κάνει το δηλητήριο», δηλαδή όσο μεγαλύτερη είναι η δόση τόσο σοβαρότερες είναι οι επιπτώσεις. Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες, λένε οι ερευνητές, δεν συμπεριφέρονται απαραίτητα κατ' αυτόν τον τρόπο αφού κάποιες φορές, οι μικρές δόσεις προκαλούν σοβαρότερη βλάβη από τις μεγαλύτερες.
«Το κατά πόσο οι χαμηλές δόσεις ενδοκρινικών διαταρακτών επηρεάζουν τις ανθρώπινες διαταραχές, δεν αποτελεί πλέον εικασία, καθώς οι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η περιβαλλοντική έκθεση σχετίζεται με τις ανθρώπινες ασθένειες και αναπηρίες», γράφουν οι συντάκτες. Σύμφωνα με την επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας, Λόρα Βάντεμπεργκ από το Πανεπιστήμιο Ταφτς, κατά τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται κάθε χημικό που δρα ως ορμόνη.
Με τα συμπεράσματα δεν συμφωνούν όλοι. Μεταξύ όσων διατύπωσαν ενστάσεις είναι και η αμερικανική Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας, κατά την οποία οι αποδείξεις δεν είναι πειστικές. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο φυσικά όσο και συνθετικά συστατικά μπορούν να μιμηθούν τις ορμόνες», λέει ο Τζορτζ Γκρέι από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον για να προσθέσει όμως πως «το ότι ένα χημικό έχει συνέπειες σε συγκεκριμένες δόσεις, αλλά δεν έχει συνέπειες σε άλλες δόσεις... αυτό δεν είναι ευρέως αποδεκτό στην τοξικολογία».
Σημειώνεται ότι ένας εκ των 12 ερευνητών, ο καθηγητής φομ Σάαλ από το Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, έχει στο παρελθόν βρεθεί στο στόχαστρο μεγάλων ομίλων με αιχμή έρευνές του που κατέδειξαν τις βλαβερές συνέπειες της δισφαινόλης Α, γνωστής και ως BPA, ακόμη και σε μικρές δόσεις. Θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια αυτού του γνωστού ενδοκρινικού διαταράκτη, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή δοχείων για τρόφιμα, αλλά και σε πάσης φύσεως καθημερινά αντικείμενα, π.χ. αποδείξεις, cd κ.λπ., η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε πρόσφατα σε απαγόρευσή της στα βρεφικά μπουκάλια.