Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι εάν η αμερικανική οικονομία είναι σε θέση, όχι μόνο να περπατήσει, αλλά να τρέξει και μάλιστα σε αγώνες ταχύτητας. Από την απάντηση εξαρτώνται οι προοπτικές ολόκληρης της παγκόσμιας οικονομίας.
Του Μοχάμεντ Α. Ελ-Ερίαν*
Μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, που την έστειλε «στα επείγοντα», η αμερικανική οικονομία πέρασε μια επίπονη περίοδο επεμβάσεων και θεραπειών αποκατάστασης. Από τη μονάδα εντατικής θεραπείας μεταφέρθηκε σταδιακά στον θάλαμο ανάρρωσης και, πρόσφατα, πήρε εξιτήριο. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι εάν είναι σε θέση, όχι μόνο να περπατήσει, αλλά να τρέξει και μάλιστα σε αγώνες ταχύτητας. Από την απάντηση εξαρτώνται οι προοπτικές ολόκληρης της παγκόσμιας οικονομίας.
Είναι εύκολο να έχει ξεχάσει κανείς πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση το τέταρτο τρίμηνο του 2008 και το πρώτο του 2009. Με την αμερικανική οικονομία να έχει υποστεί αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ξαφνικό θάνατο» (sudden stop), πολλοί τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονταν υπό κατάρρευση ή είχαν αδρανήσει, καθώς -όπως λέγεται στην ιατρική- απειλούνταν τα «ζωτικά όργανα» της οικονομίας.
Η οικονομική δραστηριότητα κατέρρεε και η ανεργία αυξανόταν. Η στρόφιγγα των πιστώσεων είχε κλείσει, οι τράπεζες βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κρατικοποίησης και το διεθνές εμπόριο είχε αποδιοργανωθεί. Ταυτόχρονα, η ψαλίδα του εισοδήματος και του πλούτου μεγάλωνε. Η αίσθηση φόβου και αβεβαιότητας που κυριαρχούσε δεν άφηνε τις επιχειρήσεις στους λιγοστούς υγιείς κλάδους της οικονομίας να προβούν σε προσλήψεις, επενδύσεις και επέκταση των δραστηριοτήτων τους.
Οι επισφαλείς συνθήκες που επικρατούσαν απαιτούσαν δραστικά μέτρα. Αυτό ακριβώς έκανε η ομοσπονδιακή αμερικανική τράπεζα με τα πρωτοφανή δημοσιονομικά κίνητρα που προσέφερε και τις αδιανόητες πολιτικές «ακτιβισμού» που εφάρμοσε. Παράλληλα με τα παρεμβατικά μέτρα, οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ διαβουλεύονταν με τους ομολόγους τους από όλον τον κόσμο και τους παρότρυναν να δρομολογήσουν υποστηρικτικά μέτρα. Έτσι προέκυψε μία από τις πλέον επιτυχημένες περιόδους πολιτικού συντονισμού στην παγκόσμια ιστορία, στην οποία συμμετείχαν τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Κατά πολλούς, η διεθνής σύνοδος για την οικονομία που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο 2009 στο Λονδίνο σηματοδότησε τη μεταστροφή της αμερικανικής οικονομίας. Η αλλαγή ήταν τόσο εμφανής, που πολλοί αρμόδιοι χάραξης πολιτικής έπεσαν στην παγίδα να κάνουν προβλέψεις για ραγδαία ανάκαμψη, βασιζόμενοι στον δυναμισμό και την ανθεκτικότητα που χαρακτηρίζει την αμερικανική οικονομία. Στην πράξη, βέβαια, η ανάκαμψη αποδείχθηκε μια παρατεταμένη και πολύπλοκη διαδικασία, η οποία υποδεικνύει ακόμη και σήμερα την κλίμακα και την έκταση των διαρθρωτικών αδυναμιών που παρουσιάζει η συγκεκριμένη οικονομία.
Καθώς ο κίνδυνος της νέας ύφεσης έχει υποχωρήσει σημαντικά, η αμερικανική οικονομία είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, αλλά με προσεκτικά βήματα. Τη δραματική κατάρρευση της αγοράς εργασίας έχει διαδεχθεί η σταδιακή αύξηση των θέσεων εργασίας, αν και με ρυθμό χαμηλότερο από αυτόν που απαιτείται για την πλήρη ανάκαμψη. Η μεταποιητική δραστηριότητα έχει επιταχυνθεί χάρη στην αύξηση των εξαγωγών. Ο κλάδος στέγης φαίνεται πως έχει φτάσει στο κατώτερο σημείο του (αν και η χρηματοδότηση κατοικιών παραμένει αποσπασματική). Η πρόσβαση των καταναλωτών στον δανεισμό έχει βελτιωθεί και οι επιχειρήσεις - ανταποκρινόμενες στη γενικότερη βελτίωση- βγάζουν σιγά σιγά από το συρτάρι τη ρευστότητα που είχαν συσσωρεύσει για περίπτωση ανάγκης.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αμερικανική οικονομία επηρεάζει όλες τις χώρες του κόσμου, καθώς παραμένει η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, με διαφορά, ενώ θεωρείται η «άγκυρα» του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Για το λόγο αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ανάκαμψη στις ΗΠΑ έχει παίξει καθησυχαστικό και εποικοδομητικό ρόλο σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία, κατά την οποία η ευρωπαϊκή περιφέρεια εξακολουθεί να πλήττεται από την κρίση χρέους και οι αναδυόμενες οικονομίες βιώνουν μια κυκλική επιβράδυνση.
Βέβαια, εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η πολιτική, καθώς από τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου θα κριθεί ποιος θα κυβερνά την παγκόσμια υπερδύναμη. Η βελτίωση που παρατηρείται ήδη στην οικονομία, καθώς επίσης και η παρατεταμένη, διχαστική και δαπανηρή κούρσα των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα ενισχύουν τις προεκλογικές προοπτικές του Μπαράκ Ομπάμα.
Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει -πολύ μεγάλη- πιθανότητα να υπερεκτιμηθεί αυτή η αίσθηση ανακούφισης. Τα τελευταία θετικά νέα δεν πρέπει να επισκιάσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα που χρειάζονται μακροχρόνια θεραπεία και αντιμετώπιση. Εξ’ άλλου, η αμερικανική οικονομία δεν έχει ακόμη ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις της. Έχει υποστεί τόσο μεγάλο πλήγμα σε διαρθρωτικό επίπεδο που δύσκολα θα μπορέσει να υποστηρίξει μια ταχεία ανάκαμψη. Επιπλέον, δεν έχει αρχίσει να ξεπερνά πολλές από τις στρεβλωτικές παρενέργειες της θεραπείας στην οποία έχει υποβληθεί.
Για να διασφαλιστεί η ανάκαμψης χρειάζεται ένα πολυετές πρόγραμμα σοβαρών και συντονισμένων μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο η χώρα μορφώνει και εκπαιδεύει τους πολίτες της, επενδύει σε υποδομές και χρηματοδοτεί άλλες παραγωγικές δραστηριότητες -όπως την αγορά στέγης, ανταγωνίζεται τις υπόλοιπες οικονομίες του κόσμου, διαμορφώνεται και προσαρμόζεται βάσει μιας ορθολογικής δημοσιονομικής διαδικασίας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζεται μια Αμερική σε ανάκαμψη, η οποία θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που προκύψουν τους επόμενους μήνες.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, η αμερικανική οικονομία δεν είναι ακόμη σε θέση να αντιμετωπίσει τον «δημοσιονομικό γκρεμό» του 4-5% επί του ΑΕΠ που πλησιάζει, καθώς όλες οι δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που αναβλήθηκαν θα βρεθούν ξανά στο προσκήνιο στο τέλος του έτους. Η προοπτική της άτακτης δημοσιονομικής συρρίκνωσης πρέπει να αποτραπεί με τη βοήθεια μιας προσεκτικής προσέγγισης που δεν θα υπονομεύει την εύθραυστη ανάκαμψη. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να σταματήσουν οι πολιτικοί να τσακώνονται, καθώς εξαιτίας τους η Αμερική βυθίστηκε σε νέα ύφεση το 2011. Το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα της οικονομικής διακυβέρνησης στη χώρα.
Δυστυχώς, η ανατίμηση του πετρελαίου δεν βοηθά καθόλου προς αυτή την κατεύθυνση. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, εν μέσω ανησυχιών για τις γεωπολιτικές εξελίξεις σχετικά με το Ιράν, έχει επηρεάσει σημαντικά τη συμπεριφορά των Αμερικανών καταναλωτών. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει εξασθενίσει, οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο πληρωμών έχουν διευρυνθεί και η ευελιξία των αρμοδίων χάραξης στρατηγικής έχει περιοριστεί ακόμη περισσότερο.
Επιπλέον, υπάρχει και η Ευρώπη, η οποία δε έχει κατορθώσει ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα χρέους και ανάπτυξης. Οι ΗΠΑ θα πρέπει, όπως και οι υπόλοιπες χώρες, να συνεχίσουν την προσπάθεια ενίσχυσης του εσωτερικού τείχους προστασίας ούτως ώστε η αμερικανική οικονομία να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο ευάλωτη στη δυσεπίλυτη κρίση που πλήττει την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν εγγυήσεις για πλήρη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα μείγμα σταθερότητας, σύνεσης και καλοτυχίας. Εάν οι ΗΠΑ τα καταφέρουν τελικά, θα μπορέσουν πιο εύκολα να πληρώσουν το αστρονομικό κόστος της θεραπείας.
Ο Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν είναι διευθύνων σύμβουλος και διευθυντής πληροφορικής της PIMCO και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «When Markets Collide».
Copyright: Project Syndicate, 2012.