Ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να εγκατέλειψε προ πολλού τον τρόπο ζωής του κυνηγού - συλλέκτη, όμως η δαρβίνειος αρχή της επιβίωσης του ισχυρότερου συνεχίζει να διέπει την εξέλιξη του ανθρώπου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να εγκατέλειψε προ πολλού τον τρόπο ζωής του κυνηγού - συλλέκτη, όμως η δαρβίνειος αρχή της επιβίωσης του ισχυρότερου συνεχίζει να διέπει την εξέλιξη του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας μελέτης, θεσμοί όπως ο γάμος δεν περιόρισαν την επίδραση της φυσικής επιλογής στην εξελικτική διαδιασία.
Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Βερολίνου μελέτησαν ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, θανάτου και γάμου σχεδόν 6.000 ανθρώπων, οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1760 και 1849 σε τέσσερα χωριά αγροτών και αλιέων, στη Φινλανδία. Αυτή η χρονική περίοδος επελέγη μεταξύ άλλων λόγω της αυστηρής νομοθεσίας που απέτρεπε τη μοιχεία και τα διαζύγια.
Η ομάδα μελέτησε τέσσερις πτυχές της ζωής εκείνων των ανθρώπων, οι οποίες επηρεάζουν την επιβίωση και την αναπαραγωγή: πόσοι και ποιοι ζούσαν μετά την ηλικία των 15 ετών, ποιοι παντρεύονταν και ποιοι όχι, πόσες φορές παντρευόταν κάποιος (ο δεύτερος γάμος ήταν αποδεκτός μόνο εάν κάποιος χήρευε) και πόσα παιδιά αποκτούσε κάθε ζευγάρι. «Όλα αυτά τα βήματα συνδέονται με τον αριθμό των παδιών», λέει ο επικεφαλής της ομάδας Αλεξάντρ Κουρτιόλ.
Τα ευρήματα του Κουρτιόλ και των συνεργατών του καταδεικνύουν ότι η φυσική επιλογή ήταν παρούσα σε όλα τα χωριά που βρέθηκαν στο μικροσκόπιο. Σχεδόν οι μισοί από τους κατοίκους τους πέθαιναν πριν κλείσουν τα 15, κάτι που σημαίνει ότι δεν είχαν γενετικές προδιαγραφές τέτοιες που θα τους επέτρεπαν να επιβιώσουν, ήταν π.χ. ευάλωτοι στις ασθένειες. Συνεπώς, δεν κληροδοτούσαν τα γονίδιά τους στις επόμενες γενιές. Έπειτα, απ' όσους ζούσαν μετά τα 15, ένα 20% δεν παντρευόταν και δεν τεκνοποιούσε, άρα πιθανώς κάποια από τα χαρακτηριστικά τους λειτουργούσαν αποτρεπτικά στη διαιώνιση των γονιδίων τους.
Επίσης, όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, η τύχη κάθε ανθρώπου - και των γονιδίων του- δεν είχε να κάνει με το αν ήταν πλούσιος ή όχι. «Το περιθώριο εξέλιξης είναι το ίδιο με αυτό που υπάρχει σε άλλα ζώα», επισημαίνει ο Κουρτιόλ.
Στην περίπτωση των Φινλανδών, παρών ήταν και ο παράγοντας της φυλετικής επιλογής: οι άνδρες που ήταν σε θέση να προσελκύσουν νέες συντρόφους, έκαναν περισσότερα παιδιά. Με μία σύντροφο, ο μέσος όρος ήταν πέντε παιδιά, ενώ με τέσσερις συντρόφους ο αριθμός των παιδιών αυξανόταν στα 7,5. Ο Κουρτιόλ σημειώνει ότι, από τα έγγραφα που μελέτησε, δεν κατέληξε σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με τα χαρακτηριστικά, με βάση τα οποία οι άνδρες επέλεγαν συντρόφους. Ωστόσο ο μεγάλος αριθμός παιδιών που αντιστοιχούσαν σε κάθε άνδρα - φθάνοντας έως και τα 17- καταδεικνύει ότι είχαν πολλές επιλογές.
Με τα ευρήματα της ομάδας του Κουρτιόλ συμφωνούν και άλλοι συνάδελφοί του. «Δεν χωράει αμφιβολία ότι η φυσική επιλογή απαντάται στο σύγχρονο άνθρωπο», λέει ο Τζέικομπ Μουράντ από το Πανεπιστήμιο Ντιουκ. Η σημασία της φυσικής επιλογής είναι ευρέως αποδεκτό ότι υπάρχει στα πτηνά και στα ψάρια, «όμως αυτή είναι η πρώτη φορά που η φυλετική επιλογή καταγράφεται τόσο καλά στους ανθρώπους», επισημαίνει ο Στίβεν Στερνς από το Γέιλ.