Κόσμος
Τετάρτη, 23 Μαΐου 2012 20:30

Αναβίωση εθνικιστικών δυνάμεων

Η εκλογή του Τόμισλαβ Νίκολιτς στην προεδρία της Σερβίας δεν αποτελεί παρά μισή έκπληξη. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες της Σερβίας, το γεγονός αυτό είναι απόρροια ενός φαινομένου που δεν περιορίζεται στα Βαλκάνια, αλλά επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη: πρόκειται για την αναβίωση του εθνικισμού.

Ο νέος πρόεδρος της Σερβίας, που επέδειξε ρεαλισμό με τη φιλοευρωπαϊκή του στροφή, υπήρξε στην πραγματικότητα ο αντικαταστάτης του Βόισλαβ Σέσελι στην προεδρία του ακροδεξιού Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, όταν ο Σέσελι οδηγήθηκε στη Χάγη για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Oπως επισημαίνει στη «Λιμπερασιόν» ο Ζιλιέν Τερόν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Βερσαλλιών και ειδικός στη γεωπολιτική των συγκρούσεων, η φιλοευρωπαϊκή εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο Νίκολιτς δεν μπορεί να σβήσει την ιδεολογία που πρέσβευε μέχρι το 2008. Η ιδεολογία αυτή εκφράστηκε και σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία μέσα από τρία θέματα. Την άρνηση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, που έχει αναγνωριστεί από 22 εκ των 27 μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την έμφαση στον αγροτικό και βιομηχανικό τομέα, όπου έχουν μεγάλη δύναμη οι ακροδεξιοί και οι νοσταλγοί της Γιουγκοσλαβίας. Και την άρνηση της ένταξης στο ΝΑΤΟ, το οποίο βομβάρδισε τη χώρα το 1999.

Παρά τον πολιτικό μετασχηματισμό του οποίου ηγήθηκε η δημοκρατική αντιπολίτευση της Σερβίας το 2000, οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ, η δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ζόραν Τζίντζιτς, η προσαγωγή σέρβων πολιτικών στο Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η ανεξαρτησία του Κοσόβου έχουν διατηρήσει εδώ και δώδεκα χρόνια μια σημαντική εθνικιστική τάση στους κόλπους του σερβικού πληθυσμού.

Η φιλοευρωπαϊκή στροφή ενός μέρους της σερβικής ακροδεξιάς εξηγείται εν μέρει από την αδυναμία της να διατηρήσει ένα αυταρχικό προφίλ, την ώρα που η χώρα προσπαθεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση: ίσως να κατευθύνεται περισσότερο η Ευρώπη προς τη Σερβία, παρά η Σερβία προς την Ευρώπη. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης γνωρίζουν εδώ και δέκα χρόνια την αναβίωση ισχυρών εθνικιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό τους. Η αναβίωση αυτή αντανακλάται στα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς στις εθνικές βουλευτικές εκλογές (Φινλανδία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Σουηδία, Πολωνία, Ελλάδα) ή στις ευρωεκλογές (Βρετανία), στην καλή επίδοση ακροδεξιών υποψηφίων σε προεδρικές εκλογές (Γαλλία) ή σε τοπικές εκλογές (Γερμανία), καθώς και στην έκφραση βίας που παρατηρείται σε χώρες όπως η Σλοβακία και η Ουγγαρία.

Αλλά και οι ηγέτες των δημοκρατικών κομμάτων δεν πάνε πίσω. Χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο ένα λεξιλόγιο εναντίον των ξένων, είτε είναι Ευρωπαίοι, είτε όχι. Αποδιοπομπαίοι τράγοι προσφέρονται στην κοινή γνώμη για να εξηγηθεί κάθε δυνατή δυσλειτουργία του συστήματος, είτε είναι πραγματική είτε φανταστική.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο; Από τη μια πλευρά, σημειώνει ο γάλλος καθηγητής, οι ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνται ότι τα περιθώρια δράσης τους περιορίζονται από τη λήψη κοινών αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα να υιοθετούν μια διπλή γλώσσα: συνεργασία στο εξωτερικό, αυτονομία στο εσωτερικό. Από την άλλη πλευρά υπάρχει βέβαια η οικονομική κρίση, που προκαλεί φόβο στους ευρωπαίους πολίτες για το μέλλον τους.

Και οι δύο αυτοί φόβοι αμφισβητούνται στην πράξη. Η ανακατάταξη των πολιτικών εξουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει στόχο μια αυξημένη αποτελεσματικότητα και νομιμότητα, χωρίς να εξαφανίζεται ο εθνικός πυλώνας. Σε ό,τι αφορά την κρίση, η Ε.Ε. -που είναι η πιο πλούσια ζώνη του κόσμου με βάση το ΑΕΠ- θα μπορούσε να προστατεύει τις αδύναμες χώρες στο εσωτερικό και να πολλαπλασιάζει την επιρροή τους στο εξωτερικό. Τα κόμματα, τόσο τα εξτρεμιστικά όσο και τα μετριοπαθή, προτιμούν όμως τον λαϊκισμό και την ξενοφοβία από την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας.

Για τους ηγέτες των χωρών, η χρησιμοποίηση του άλλου, του ξένου, ως υπεύθυνου για όλα τα δεινά είναι ευκολότερη από την προσπάθεια εξεύρεσης μιας λύσης στα θεμελιώδη προβλήματα. Ακολουθώντας, όμως, αυτή τη στάση, αφυπνίζουν τα λανθάνοντα εθνικιστικά αισθήματα των πολιτών, που έχουν απωθηθεί στο όνομα της ειρήνης και της σταθερότητας. Δεν είναι έτσι περίεργο ότι η Σερβία θέλει να ενταχθεί στην Ε.Ε. και την ίδια στιγμή εκλέγει για πρόεδρο έναν πρώην εθνικιστή. Εν μέσω ενός ανταγωνιστικού φιλοευρωπαϊκού εθνικισμού, δεν διαφέρει εν τέλει σε τίποτα από τα άλλα κράτη-μέλη.

Η συλλογική αυτή εξέλιξη είναι φυσικά ανησυχητική. Η Σερβία, που τη δεκαετία του '90 έζησε τέσσερις βαλκανικούς πολέμους το ξέρει καλά: ο εθνικισμός στην Ευρώπη οδηγούσε ανέκαθεν σε πόλεμο.

Πηγή: Liberation, ΑΠΕ-ΜΠΕ