Κόσμος
Πέμπτη, 28 Ιουνίου 2012 20:23

Μια διαφορετική Πρώτη Κυρία

Η Νάγκλα Αλι Μαχμούντ φορά μια ισλαμική μαντήλα που φτάνει μέχρι τα γόνατά της, δεν έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και δεν έχει πάρει το επίθετο του συζύγου της, γιατί αυτό είναι μια δυτική παράδοση που λίγοι Αιγύπτιοι την ακολουθούν.

Αρνείται επίσης τον τίτλο της Πρώτης Κυρίας και θέλει να την αποκαλούν Ουμ Αχμεντ, «μητέρα του Αχμεντ», όπως λέγεται ο μεγαλύτερος γιος της.

Η 50χρονη Μαχμούντ, σύζυγος του νέου προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από τις προκατόχους της, την Τζιχάν ελ-Σαντάτ και τη Σουζάν Μουμπάρακ.

Η παραδοσιακή της εικόνα συμβολίζει τη διαχωριστική γραμμή σ' έναν πολιτιστικό πόλεμο που δείχνει πόσο δύσκολη είναι η ενότητα των Αιγυπτίων στην εποχή μετά τον Μουμπάρακ. Για ορισμένους, αντιπροσωπεύει τη δημοκρατική αλλαγή που υποσχέθηκε η επανάσταση. Για άλλους, συμπυκνώνει την οπισθοδρόμηση και τον επαρχιωτισμό που απειλούν να φέρουν οι ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Η εφημερίδα El Fagr αναρωτιέται: πώς είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα να δεχθεί αύριο ξένους ηγέτες; «Μην την κοιτάτε. Μη σφίξετε το χέρι της. Πρόκειται για ένα κωμικό σενάριο», έγραψε.

Η Νόραν Νοαμάν, που είναι 21 ετών και σπουδάζει μηχανικός, λέει ότι ντρέπεται για τη Μαχμούντ. «Αν πας στη Νέα Υόρκη ή σε κάποια άλλη πόλη, ο κόσμος θα σε κοροϊδεύει και θα σου λέει ότι η πρώτη κυρία της Αιγύπτου φοράει αμπάγια», λέει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», αναφερόμενη στην παραδοσιακή ενδυμασία των μουσουλμάνων γυναικών. «Οι προηγούμενες πρώτες κυρίες ήταν κομψές».

Αλλοι έχουν διαφορετική άποψη. «Γυναίκες σαν τη Σουζάν Μουμπάρακ είναι σπάνιες στην Αίγυπτο, δεν τις βλέπεις να κυκλοφορούν στο δρόμο», τονίζει η 20χρονη Μάριαμ Μόραντ, που σπουδάζει ψυχολογία. «Αυτό είναι ακριβώς που χρειαζόμαστε: αλλαγή».

Η 36χρονη Ντάλια Σάμπερ, που διδάσκει μηχανική, συμφωνεί: «Η κ. Μαχμούντ μοιάζει με τη μητέρα μου, με την πεθερά μου. Αυτό ακριβώς ήθελε η αραβική άνοιξη: κανονικούς ανθρώπους στην εξουσία».

Η ίδια η Μαχμούντ αναγνώρισε σε δηλώσεις της στην εφημερίδα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ότι αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Αν προσπαθήσει να παίξει έναν ενεργό ρόλο, θα τη συγκρίνουν με τη Μουμπάρακ, που επηρέαζε τις εξελίξεις από τα παρασκήνια. Αν εξαφανιστεί, θα πουν ότι την κρύβει ο Μοχάμεντ Μόρσι, γιατί έτσι βλέπουν τα πράγματα οι ισλαμιστές.

Η Μαχμούντ μεγάλωσε σε μια φτωχική γειτονιά του Καϊρου και στα 17 της παντρεύτηκε τον εξάδελφό της, που ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερός της. Τρεις ημέρες μετά τον γάμο τους, εκείνος έφυγε για το Λος Αντζελες για να ολοκληρώσει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια. Εκείνη τελείωσε το σχολείο και σπούδασε αγγλικά στο Κάιρο. Ενάμιση χρόνο μετά τον γάμο τους, πήγε κι εκείνη στο Λος Αντζελες, όπου μετέφραζε κηρύγματα για τις γυναίκες που ενδιαφέρονταν να ασπαστούν το ισλάμ.

Εκεί, το ζευγάρι κλήθηκε να ενταχθεί στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. «Μας εξήγησαν από την αρχή την κατάσταση και μας είπαν ότι ο δρόμος είναι μακρύς και γεμάτος κινδύνους», είπε η Μαχμούντ στην εφημερίδα του κινήματος.

Τα πρώτα δύο από τα πέντε παιδιά τους γεννήθηκαν στο Λος Αντζελες και έχουν αμερικανική υπηκοότητα. Οταν ο Μόρσι ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, η Μάχμουντ δεν ήθελε να φύγει από την Αμερική. Εκείνος όμως επέμενε πως τα παιδιά τους έπρεπε να μεγαλώσουν στην Αίγυπτο. Επέστρεψαν το 1985 κι εκείνος ανέλαβε θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ζαγκαζίγκ. Ταυτόχρονα, ανέβαινε στην ιεραρχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, το 2000 εξελέγη βουλευτής, αλλά στις επόμενες εκλογές δεν επανεξελέγη, καθώς κατηγορήθηκε από το κόμμα του Μουμπάρακ για διαφθορά και το 2006 έμεινε κρατούμενος στις φυλακές Τόρα για επτά μήνες.

Η Μαχμούντ λέει ότι οι συζυγικοί καυγάδες σπανίως διαρκούν πάνω από μερικά λεπτά. Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, εμφανίστηκε επανειλημμένα δίπλα του. Οταν ένας φωτογράφος της ζήτησε άδεια να τη φωτογραφήσει, του είπε: «Μόνο αν με δείξεις νεότερη και λίγο πιο αδύνατη». Οσο για τη ζωή της στο προεδρικό μέγαρο, λέει ότι θα είναι δύσκολη, γιατί ένα τέτοιο μέρος σε απομονώνει από τον κόσμο.

Πηγή: New York Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ