Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012 16:28

Είναι η ανισότητα τροχοπέδη για την ανάπτυξη;

Στην Ευρώπη, στις ανησυχίες για άνιση κατανομή του εγχώριου προϊόντος προστίθεται και η οργή για την ανισότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη γερμανική οικονομία να καλπάζει και τις νότιες χώρες να έχουν βαλτώσει.

Του Ραγκουράμ Ράτζεν*

Για να καταλάβουμε πώς μπορούμε να επιτύχουμε μια βιώσιμη ανάκαμψη από τη Μεγάλη Ύφεση, θα πρέπει να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια. Και για να κατανοήσει κάποιος τα αίτια θα πρέπει να ξεκινήσει από τα στοιχεία.

Υπάρχουν δύο βασικά γεγονότα. Πρώτον, η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες έχει εξασθενίσει σημαντικά, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με τα χρόνια της ραγδαίας ανάπτυξης που προηγήθηκαν της ύφεσης. Δεύτερον, τα περισσότερα από τα κέρδη των τελευταίων χρόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες τα έχουν καρπωθεί οι πλούσιοι, ενώ η μεσαία τάξη έχει μείνει σχετικά πίσω. Στην Ευρώπη, στις ανησυχίες για άνιση κατανομή του εγχώριου προϊόντος προστίθεται και η οργή για την ανισότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη γερμανική οικονομία να καλπάζει και τις νότιες χώρες να έχουν βαλτώσει.

Κάποια από τα πιο πειστικά επιχειρήματα για την κρίση εστιάζουν στον συσχετισμό ανάμεσα στην ασθενική ζήτηση και την αυξανόμενη ανισότητα των εισοδημάτων. Οι προοδευτικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η εξασθένιση των συνδικάτων στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις φορολογικές πολιτικές που ευνοούν τους πλούσιους, είχαν ως αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η αύξηση των εισοδημάτων στη μεσαία τάξη, παράλληλα με την περικοπή των κλασικών συστημάτων αναδιανομής του πλούτου. Με το εισόδημά τους να μένει στάσιμο, τα νοικοκυριά ωθούνται στον δανεισμό, και μάλιστα στη λήψη ενυπόθηκων δανείων, προκειμένου να διατηρήσουν αμείωτη την κατανάλωσή τους.

Η άνοδος στις τιμές των κατοικιών δημιούργησε στους πολίτες την ψευδαίσθηση ότι ο δανεισμός τους στηριζόταν στον αυξανόμενο πλούτο τους. Τώρα, όμως, που οι τιμές των κατοικιών έχουν κατρακυλήσει και η πίστωση έχει διακοπεί προς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, η ζήτηση καταγράφει ελεύθερη πτώση. Το κλειδί για την ανάκαμψη, σε αυτή τη φάση, είναι η φορολογία των πλουσίων, ο επιμερισμός του πλούτου και η αποκατάσταση των εισοδημάτων των εργαζομένων με ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των συνδικάτων και αύξηση των κατώτερων μισθών.

Στην περίπτωση της Ευρώπης, δεν φαίνεται να είναι πρωταρχική αιτία της ύφεσης οι πολιτικές που πλήττουν τους εργαζόμενους και ευνοούν τους πλούσιους. Χώρες όπως η Γερμανία, οι οποίες έχουν κάνει μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά επιτυγχάνοντας μεγαλύτερη ευελιξία των εργαζομένων, χωρίς ταχεία αύξηση των μισθών, φαίνεται να βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι καλύτερα προστατευμένα.

Ας σκεφτούμε μια εναλλακτική εξήγηση: από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι προηγμένες οικονομίες δυσκολεύονταν πολύ να αναπτυχθούν. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία προχώρησαν σε απελευθέρωση των οικονομιών τους.

Η εντατικοποίηση του ανταγωνισμού και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση -και οι αμοιβές για τους ταλαντούχους και μορφωμένους εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση, οι οποίοι κάνουν πιο ελεύθερα επαγγέλματα, όπως η παροχή συμβουλών (consulting). Πιο συμβατικά επαγγέλματα, τα οποία κάποτε αμείβονταν καλύτερα και ασκούνταν από όσους είχαν μικρότερη ή μέτρια κατάρτιση, αυτοματοποιήθηκαν ή ανατέθηκαν σε τρίτους (outsourcing). Κατά συνέπεια, άνοιξε ακόμη περισσότερο η ψαλίδα των εισοδημάτων, όχι τόσο λόγω των πολιτικών που ευνοούσαν τους πλούσιους, αλλά επειδή από την απελευθέρωση των οικονομιών επωφελήθηκαν όσοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι.

Η κοντόφθαλμη απάντηση των πολιτικών στις αγωνίες όσων έμεναν πίσω ήταν να διευκολύνουν την πρόσβαση στις πιστώσεις. Εκμεταλλευόμενες τους ελάχιστους περιορισμούς στην εποπτεία του τραπεζικού τομέα, οι τράπεζες στράφηκαν μαζικά προς τα δάνεια υψηλού κινδύνου. Έτσι, παρότι υπάρχει διαφωνία για τα αίτια της ανισότητας (τουλάχιστον στις ΗΠΑ), για τις επιπτώσεις αυτής υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους εναλλακτικούς.

Τα επιχειρήματα της εναλλακτικής προσέγγισης δεν τελειώνουν εδώ. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεν υπήρξε εξίσου ριζική απελευθέρωση της οικονομίας και η ανάπτυξη επιδιώχθηκε κυρίως μέσω της οικονομικής ενοποίησης. Το τίμημα της προστασίας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων ήταν οι βραδύτεροι ρυθμοί ανάπτυξης και η υψηλότερη ανεργία. Έτσι, ενώ η ανισότητα δεν ήταν τόσο έντονη όσο στις ΗΠΑ, οι προοπτικές της απασχόλησης για τους νέους και τους ανέργους -που έμειναν εκτός του προστατευμένου συστήματος- ήταν τρομαχτικές.

Η σύσταση της ευρωζώνης θεωρήθηκε ευλογία, καθώς οδήγησε σε μείωση του κόστους δανεισμού και επέτρεψε στα κράτη μέλη τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω δαπανών χρηματοδοτούμενων από το χρέος. Η κρίση έθεσε τέλος στις δαπάνες αυτές, που πραγματοποιούνταν είτε μέσω του δημοσίου (Ελλάδα), είτε μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης (Ισπανία), είτε μέσω του κατασκευαστικού κλάδου (Ιρλανδία και Ισπανία) είτε μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα (Ιρλανδία). Δυστυχώς, οι δαπάνες που έγιναν στο παρελθόν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των μισθών χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα οι χώρες με υψηλές δαπάνες να καταλήξουν υπερχρεωμένες και μη ανταγωνιστικές.

Λαμπρή εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο είναι η Γερμανία, η οποία ήταν συνηθισμένη στο χαμηλό κόστος δανεισμού προτού ακόμα ενταχθεί στην ευρωζώνη. Το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας ήταν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα στα οποία είχε ανέλθει η ανεργία, και τα οποία οφείλονταν στην επανένωση με την πάσχουσα Ανατολική Γερμανία. Τα πρώτα χρόνια της ευρωζώνης, προκειμένου να αυξήσει τις θέσεις εργασίας, η Γερμανίδα δεν είχε άλλη επιλογή από το να περιορίσει τα μέτρα προστασίας της εργασίας και να μειώσει τις αυξήσεις μισθών και τις συντάξεις. Το εργατικό κόστος στη Γερμανία μειώθηκε σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, ενώ οι εξαγωγές και οι ρυθμοί ανάπτυξης κάλπαζαν.

Η εναλλακτική προσέγγιση, όμως, προτείνει διαφορετικές συνταγές. Αυτό στο οποίο πρέπει να επικεντρωθεί η αμερικανική κυβέρνηση είναι πώς μπορεί να βοηθήσει όσους υπολείπονται σε επίπεδο κατάρτισης, ώστε να εκπαιδευτούν κατάλληλα για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα αλλά ενδείκνυται στις περιπτώσεις που υπάρχουν υψηλά επίπεδα ανισότητας ευκαιριών, καθώς και όταν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού εξαρτάται από τις πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος. Για να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες δαπάνες, αντί να αυξηθεί υπερβολικά η φορολογία στους πλούσιους -με αποτέλεσμα να πληγεί η επιχειρηματικότητα- είναι προτιμότερο να γίνουν πιο μελετημένες μεταρρυθμίσεις σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες.

Στις χώρες της ευρωζώνης με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, δεν χωράει άλλη αναβολή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεδομένης όμως της υψηλής ανάγκης για προσαρμογή, δεν είναι πολιτικά εφικτό να γίνουν όλα μαζί, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής. Ο περιορισμός της λιτότητας, αν και δεν αποτελεί βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης, μπορεί να μετριάσει τις οδυνηρές επιπτώσεις της προσαρμογής. Αυτό είναι, εν κατακλείδι, το θεμελιώδες δίλημμα της ευρωζώνης: η περιφέρεια, στη διάρκεια της προσαρμογής, χρειάζεται χρηματοδότηση αλλά η Γερμανία -βάσει της προηγούμενης εμπειρίας της- δηλώνει ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί ότι θα γίνουν οι μεταρρυθμίσεις μετά τη χορήγηση των χρηματων.

Οι Γερμανοί επιμένουν στην αναθεώρηση των Συνταγμάτων, στοχεύοντας σε έναν πιο κεντροποιημένο έλεγχο των περιφερειακών τραπεζών και των δημόσιων προϋπολογισμών από την ευρωζώνη, με αντάλλαγμα τη διευρυμένη πρόσβαση της περιφέρειας στη χρηματοδότηση. Ωστόσο, παρά την ευφορία που επικράτησε στην τελευταία σύνοδο της ΕΕ, οι συνταγματικές αλλαγές χρειάζονται χρόνο, καθώς προϋποθέτουν προσεκτική διάρθρωση και ευρύτερη λαϊκή στήριξη.

Ίσως να ήταν καλύτερο για την Ευρώπη να ληφθούν προσωρινά μέτρα. Εάν η εμπιστοσύνη προς την Ιταλία ή την Ισπανία παρουσιάσει νέα επιδείνωση, η ευρωζώνη θα πρέπει να στραφεί στην παραδοσιακή σχέση που συνδέει την εξασθενημένη αξιοπιστία με τη χρηματοδότηση χαμηλού κόστους: ένα προσωρινό πρόγραμμα επιτηρούμενων μεταρρυθμίσεων όπως αυτό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Τα προγράμματα αυτά δεν απαλλάσσουν την κυβέρνηση από την ανάγκη να δώσει λύση, όπως αποδεικνύουν τα δεινά της Ελλάδας. Το χειρότερο για τις κυβερνήσεις είναι η -παράπλευρη- απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και της αξιοπιστίας. Οι αποφασισμένες κυβερνήσεις, όμως, όπως στη Βραζιλία και την Ινδία, έχουν διαπραγματευτεί στο παρελθόν προγράμματα με τα οποία επανήλθαν στον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.

Καθώς οι χώρες της Ευρώπης όπου έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αναπτύσσονται, μπορεί να παρατηρηθεί ανισότητα εφάμιλλη με αυτή των ΗΠΑ. Η ανάπτυξη, όμως, μπορεί να παρέχει τους πόρους για την αντιμετώπισή της. Θα ήταν πολύ χειρότερο για την Ευρώπη εάν απέφευγε να κάνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις και παρασυρόταν σε μια «ευγενή» πτώση στο όνομα της υπεράσπισης της ισότητας. Το παράδειγμα προς αποφυγή είναι η Ιαπωνία, όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες.

*Ο Ραγκουράμ Ράτζεν είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Booth School of Business του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Υπήρξε ο νεώτερος επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Μεταρρυθμίσεων του Χρηματοοικονομικού Κλάδου στην Ινδία. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Fault Lines: How Hidden Fractures Still Threaten the World Economy»

Copyright: Project Syndicate, 2012