Μπορεί οι νέες θέσεις εργασίας να μην δημιουργήθηκαν ομοιόμορφα σε όλη την Ευρώπη, αλλά δημιουργήθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ διαθέτει επιτυχημένα μοντέλα απασχόλησης που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση.
Του Χάουαρντ Ντέιβις*
Πολλοί είναι οι οικονομολόγοι οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτό το καλοκαίρι θα σηματοδοτήσει την έναρξη των πιέσεων προς κάποια κράτη της περιφέρειας προκειμένου να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη. Αλλοι θεωρούν αδιανόητο ένα τέτοιο σενάριο. Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι ότι, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τουλάχιστον, η διάσπαση της ευρωζώνης θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση και την ανάπτυξη.
Επειδή, όμως, το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο και εξαρτάται τόσο από την οικονομική όσο και από την πολιτική διαχείριση, ας αφήσουμε στην άκρη την τρομακτική αυτή προοπτική και ας εξετάσουμε όσα ξέρουμε για τις επιδόσεις της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ας δούμε, εν ολίγοις, πόσο ανταγωνιστική ήταν η Ευρώπη το καλοκαίρι του 2012.
Εάν συγκρίνουμε την ΕΕ15 (πριν τις διευρύνσεις του 2004 και 2007) με τις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρώπη είναι κατά 25% χαμηλότερο, το οποίο μεταφράζεται σε 11.000 δολάρια/ετησίως. Την 20ετία 1975-1995, η κατά κεφαλήν παραγωγικότητα στην ΕΕ παρουσίαζε σταδιακή σύγκλιση προς αυτή των ΗΠΑ, με την ψαλίδα να κλείνει στο 5% υπέρ των ΗΠΑ το 1995. Ωστόσο, τη δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης στην ευρωζώνη, η παραγωγικότητα στην ΕΕ υποχώρησε κατά 10 μονάδες σε σχετικούς όρους. Αυτό οφείλεται στο ότι η Ευρώπη δεν κατάφερε να ακολουθήσει την έκρηξη παραγωγικότητας που σημειώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την επανάσταση στον κλάδο της πληροφορικής.
Παρ’ όλα αυτά, η Ευρώπη κατόρθωσε το διάστημα αυτό να κρατήσει το μερίδιό της στις διεθνείς εξαγωγές με πιο αποτελεσματικό τρόπο από τις ΗΠΑ. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες κατόρθωσαν με μεγαλύτερη επιτυχία από τις αμερικανικές να διατηρήσουν το μερίδιό τους στη ζήτηση για ενέργεια από τις αναδυόμενες αγορές.
Επιπλέον, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη δεν ήταν τόσο απογοητευτική όσο νομίζουν ίσως μερικοί. Σύμφωνα με την ανάλυση της McKinsey & Company για τη δημιουργία θέσεων εργασίας τα έτη 1995-2008, στις ΗΠΑ δημιουργήθηκαν 20 εκατ. νέες θέσεις, από τις οποίες όμως τα 19 εκατ. αποδίδονται στην αύξηση του πληθυσμού. Το ίδιο διάστημα στην ΕΕ15 δημιουργήθηκαν 24 εκατ. νέες θέσεις, εκ των οποίων μόνο τα 9 εκατ. οφείλονται στην πληθυσμιακή αύξηση.
Μπορεί οι νέες θέσεις εργασίας να μην δημιουργήθηκαν ομοιόμορφα σε όλη την Ευρώπη, αλλά δημιουργήθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ διαθέτει επιτυχημένα μοντέλα απασχόλησης που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση.
Επίσης, υπάρχουν ακλόνητα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι μεγάλες εταιρείες της Ευρώπης είναι αρκετά ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Η λίστα του Fortune 500 με τις μεγαλύτερες εταιρείες που εδρεύουν στην ΕΕ έχει μεγαλώσει την τελευταία δεκαετία, ενώ η αντίστοιχη λίστα για τις ΗΠΑ έχει συρρικνωθεί. Επιπλέον, τα κέρδη των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών έχουν αυξηθεί κατά 50% ταχύτερα από τους ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ.
Ελάχιστοι θα διαφωνήσουν στο ότι πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στον Νότο (συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας), χρειάζονται δημοσιονομική εξυγίανση. Η δημοσιονομική εξυγίανση, όμως, θα πρέπει να συνοδεύεται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε η Γερμανία στα εργασιακά πριν από μία δεκαετία, όσο επώδυνες και αν ήταν, έχουν δώσει στη Γερμανία ένα ισχυρό προβάδισμα στον διεθνή ανταγωνισμό. Ανάλογες μεταρρυθμίσεις πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Ζωτικής σημασίας είναι, επίσης, και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα των υπηρεσιών. Η ωριαία παραγωγικότητα του μεταποιητικού κλάδου στην Ευρώπη είναι εφάμιλλη με αυτή στις ΗΠΑ, αλλά οι Ευρωπαίοι εργάζονται αρκετά λιγότερες ώρες τον χρόνο, γεγονός που εξηγεί και τη διαφορά στο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα. Στην παροχή υπηρεσιών, όμως, οι ευρωπαϊκές χώρες υπολείπονται σημαντικά των ΗΠΑ, εξαιτίας των περιοριστικών πρακτικών και του προστατευτισμού που τις κρατούν πολύ πίσω.
Ο Ισπανός πρωθυπουργός, Μαριάνο Ραχόι, και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι, δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτά τα ζητήματα, ωστόσο, τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα που έχουν εξαγγείλει δεν δίνουν ικανοποιητική λύση. Παρότι οι Ιταλοί εργαζόμενοι απέρριψαν την προτεινόμενη μεταρρύθμιση στα εργασιακά ως εξαιρετικά μετριοπαθή, η κυβέρνηση Μόντι υπαναχώρησε μετά την αντίσταση των συνδικάτων και των διαδηλώσεων διαφόρων ομάδων ενδιαφέροντος (όπως οδηγοί ταξί) που ήταν αποφασισμένες να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους.
Ανασταλτικός παράγοντας για τις κυβερνήσεις είναι το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του εργασιακού τομέα μπορεί να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε αύξηση της ανεργίας (και περαιτέρω δημοσιονομική επιδείνωση), καθώς οι εργοδότες θα μπορούν πιο εύκολα να απολύουν το προσωπικό. Στόχος είναι η μεγαλύτερη ευελιξία να μεταφραστεί και σε μεγαλύτερη διάθεση για προσλήψεις όταν ανακάμψει η οικονομία.
Για να μπορέσουν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να χαράξουν μακροπρόθεσμη στρατηγική, θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να δρομολογήσουν αντιδημοφιλή μέτρα, γεγονός που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις που υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις ενδέχεται να μην επιβιώσουν για να καρπωθούν τα οφέλη. Όπως παρατήρησε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, οι κυβερνήσεις στην ΕΕ ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πώς θα καταφέρουν να επανεκλεγούν εάν τα κάνουν.
Υπάρχει διέξοδος σε αυτό το δίλημμα;
Χώρες όπως η Γερμανία αντιτίθενται σθεναρά στη δημοσιονομική ενοποίηση, η οποία συνεπάγεται έναν κεντρικό προϋπολογισμό στην ΕΕ που θα δίνει λύση στα ασύμμετρα σοκ (asymmetric shocks), χάρη στη συμμετοχή των πλούσιων κρατών. Μια παραλλαγή που θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη αποδοχή θα ήταν να συνδεθεί η παροχή δημοσιονομικής βοήθειας με τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Εάν η Ιταλία ή η Ισπανία προχωρούσαν σε μεταρρυθμίσεις που θα επέφεραν βραχυπρόθεσμα άνοδο της ανεργίας, το δημοσιονομικό κόστος θα καλυπτόταν από τον κεντρικό προϋπολογισμό της ΕΕ προκειμένου να μετριαστεί ο αντίκτυπος. Αυτή η «επένδυση» εκ μέρους των πλουσιότερων κρατών θα απέδιδε εάν είχε ως αποτέλεσμα πιο ευέλικτες αγορές εργασίας και μεγαλύτερη παραγωγικότητα στα κράτη που θα δέχονταν τη βοήθεια.
Μια άλλη πρόταση είναι να επιδοτηθεί από τον κεντρικό προϋπολογισμό η μείωση του φόρου απασχόλησης στις χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Η λογική είναι ότι χώρες όπως η Ελλάδα έπρεπε να υποτιμήσουν το νόμισμά τους για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Μια αποχώρηση από την ευρωζώνη, όμως, θα προκαλούσε τεράστια προβλήματα. Μια εναλλακτική λύση είναι να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί («εσωτερική» υποτίμηση), κάτι που είναι δύσκολο να γίνει (αν και έχει πραγματοποιηθεί με επιτυχία στη Λεττονία και την Ιρλανδία).
Η μείωση της φορολογίας στην απασχόληση -για μια προκαθορισμένη ίσως περίοδο- θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Η λύση αυτή είναι δαπανηρή για τις κυβερνήσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ωστόσο, η αύξηση στην παραγωγή και την απασχόληση θα δικαιολογούσε τις «φορολογικές δαπάνες». Σε αυτό το σημείο θα ήταν εύλογη η επιδότηση από την ΕΕ. Εάν η Ευρώπη θέλει να τονώσει τη βιώσιμη ανάπτυξη και να ενισχύσει την απασχόληση, θα πρέπει να αντιγράψει τις χώρες που εφάρμοσαν επιτυχημένες πολιτικές σε αυτούς τους τομείς. Για αυτό, βέβαια, χρειάζονται χρήματα. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι σε θέση να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι τα χρήματα αυτά θα πιάσουν τόπο.
* Ο Χάουαρντ Ντέιβις έχει διατελέσει διευθυντής του London School of Economics (2003-11) και υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (1997-2003). Παλαιότερα, είχε διατελέσει αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας και γενικός διευθυντής του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Βρετανίας.
Copyright: Project Syndicate, 2012.