Γιατί η Κίνα, πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο το 1820, δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με την Ευρώπη στον ενάμιση αιώνα που ακολούθησε;
Η κυρίαρχη ανάγνωση της οικονομικής ανόδου της Κίνας τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι ότι μια κομμουνιστική χώρα ασπάστηκε την οικονομία της αγοράς, όπως έγινε με την πρώην σοβιετική αυτοκρατορία. Ολόκληρος ο πλανήτης συντάχθηκε λοιπόν πίσω από τον δυτικό καπιταλισμό, γιατί το μοντέλο αυτό είναι το μόνο που εξασφαλίζει την ευημερία και την ανάπτυξη.
Η ανάγνωση αυτή απορρίπτεται από τον γάλλο καθηγητή Μισέλ Αλιετά και την ερευνήτρια Γκούο Μπάι σε ένα βιβλίο που προτείνει μια τελείως διαφορετική ερμηνεία των «μεταρρυθμίσεων» που ξεκίνησαν με την επιστροφή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην εξουσία, το 1978 («Ο κινεζικός δρόμος. Καπιταλισμός και αυτοκρατορία», εκδ. Odile Jacob).
Οι δύο συγγραφείς ανατρέχουν στην κινεζική ιστορία και θέτουν ένα ουσιαστικό ερώτημα: γιατί η Κίνα, πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο το 1820, δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με την Ευρώπη στον ενάμιση αιώνα που ακολούθησε; Οι οικονομικές μεταβολές, απαντούν, δεν εξηγούνται αν δεν ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους θεσμούς, κοινωνικούς και πολιτικούς, και τις οικονομικές δομές.
Oπως επισημαίνει ο Αλιετά, «η ευρωπαϊκή εκβιομηχάνιση είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης κεφαλαίου από την εμπορική, αποικιακή και οικονομική αστική τάξη και της συγκέντρωσης εργασίας μέσω της προλεταριοποίησης των εργατών που εκδιώχθηκαν από τη γη τους».
Αν αυτή η συσσώρευση δεν έγινε στην Κίνα πριν από το 1978, ο λόγος είναι ότι δεν το επέτρεψαν οι θεσμοί της χώρας. «Η αυτοκρατορική Κίνα είναι μια κοινωνία σε δύο επίπεδα», τονίζουν οι συγγραφείς. «Στο χαμηλό επίπεδο βρίσκονται οι αγροτικές οικογένειες, που η δημογραφική τους αύξηση απορροφά κάθε πλεόνασμα αγροτικής παραγωγής. Στο υψηλό επίπεδο βρίσκεται το αυτοκρατορικό κράτος και η γραφειοκρατία των Μανδαρίνων, που αντλούν τη νομιμότητά τους από την παροχή δημοσίων αγαθών, τα οποία εγγυώνται την ευημερία του πληθυσμού». Οι έμποροι δεν συνιστούν κοινωνική τάξη, αφού το κράτος εισπράττει τα εισοδήματά του από την αγροτική παραγωγή, και όχι από δάνεια. Δεν υπάρχει κανείς ιδεολογικός ανταγωνιστής, γιατί δεν υπάρχει ούτε θρησκεία, ούτε πολιτική, και γιατί η γραφειοκρατία είναι αξιοκρατική, όχι κληρονομική. Η κινητικότητα είναι είτε προς τα κάτω, είτε προς τα πάνω. Δεν μπορεί έτσι να συγκροτηθεί μια ευρωπαϊκού τύπου φεουδαρχική αριστοκρατία ή μια οικονομική αστική τάξη. Καθώς ο απώτατος στόχος εδώ είναι η αρμονία, όχι η ανάπτυξη, η αυτοκρατορία δεν διεξάγει ούτε κατακτητικούς, ούτε αποικιοκρατικούς πολέμους και παραμένει χωρίς εξωτερικό ανταγωνιστή.
Ενώ η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δημιούργησε στην Ευρώπη ανταγωνιστικά κράτη, η Κίνα δεν θα γνωρίσει διαίρεση από τότε που ενοποιήθηκε, στις αρχές του τρίτου αιώνα π.Χ.
Αν μια δυναστεία πέφτει υπό το βάρος μιας εξωτερικής επέμβασης ή μιας λαϊκής εξέγερσης, αντικαθίσταται αμέσως από μία άλλη. Οσο για το Κομμουνιστικό Κόμμα, ύστερα από τριάντα χρόνια εσωτερικών διαιρέσεων και εξωτερικών επεμβάσεων, θα τεθεί και πάλι επικεφαλής μιας κεντρικής και ενιαίας εξουσίας. Και θα οργανώσει τη συσσώρευση που οδήγησε την Κίνα να οικοδομήσει έναν ιδιαίτερο καπιταλισμό. Με την έννοια αυτή, η συμβολή του σοσιαλισμού στην ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι τόσο σημαντική.
Διατηρώντας ίσους (και πολύ χαμηλούς) μισθούς στην πόλη και την ύπαιθρο, το κομμουνιστικό καθεστώς εξασφάλισε ένα πλεόνασμα που του επέτρεψε να προχωρήσει στις πρώτες βιομηχανικές επενδύσεις. Παρά τις καθυστερήσεις που οφείλονται στην αποτυχία του «Μεγάλου Αλματος προς τα εμπρός» (1960) και της «Πολιτιστικής Επανάστασης» (1967), η πολιτική του στους τομείς της υγείας και της παιδείας θα του επιτρέψει να συγκροτήσει το «ανθρώπινο κεφάλαιο», που θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις. Μετά το 1971, η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Δύση θα του επιτρέψει να εισάγει λιπάσματα και μηχανήματα, απαραίτητα για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής.
Το 1978, λαμβάνεται η ιστορική απόφαση να επιτραπεί η πώληση των γεωργικών πλεονασμάτων στις τοπικές αγορές. Η αύξηση της παραγωγής απελευθερώνει μια εργατική δύναμη, που μεταναστεύει στις πόλεις. Εκεί, όμως η μεταρρύθμιση είναι πιο δύσκολη, γιατί τα στελέχη των επιχειρήσεων πρέπει να μετατραπούν σε αυτόνομους διαχειριστές. Για τον σκοπό αυτό χρειάζονται τραπεζικά δάνεια. Τα δάνεια παρέχονται, όμως, με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια. Αυτό οδηγεί στην αύξηση του πληθωρισμού, που είναι οδυνηρή, καθώς οι μισθοί παραμένουν κεντρικά σχεδιασμένοι. Το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση στην πλατεία Τιενανμέν.
Η επιστροφή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην εξουσία, το 1992, επιτρέπει το πέρασμα σε μια δεύτερη φάση. Το άνοιγμα στα ξένα κεφάλαια επιταχύνεται, οι βιομηχανικές τιμές απελευθερώνονται, δημιουργούνται χιλιάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται τις δημόσιες. Η οικονομία διεθνοποιείται, αλλά το κράτος διατηρεί τον έλεγχο της ροής κεφαλαίων και του νομίσματος. Η φάση αυτή δημιουργεί μόλυνση, κοινωνικές ανισότητες και χρέος, προκλήσεις που αντιμετωπίζει και ο δυτικός καπιταλισμός. Το συμπέρασμα, για τους συγγραφείς, είναι το εξής: η παγκόσμια ανάπτυξη δεν θα είναι βιώσιμη αν οι τιμές των παραγόντων της παραγωγής δεν φτάσουν τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων και των υπηρεσιών, που έχουν απελευθερωθεί από την παγκοσμιοποίηση και την υπερφιλελεύθερη απελευθέρωση των αγορών.
Πηγή: Le Monde, ΑΠΕ-ΜΠΕ