Ο τέως βασιλιάς της Καμπότζης Νοροντόμ Σιχανούκ, που σφράγισε την ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα για τη χώρα του, πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες (τοπική ώρα) σήμερα σε νοσοκομείο του Πεκίνου σε ηλικία 89 ετών.
Ο τέως βασιλιάς της Καμπότζης Νοροντόμ Σιχανούκ, που σφράγισε την ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα για τη χώρα του, πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες (τοπική ώρα) σήμερα σε νοσοκομείο του Πεκίνου σε ηλικία 89 ετών.
«Η βασιλική κυβέρνηση της Καμπότζης θα μεταφέρει τη σορό του από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην Πνομ Πενχ», ανακοίνωσε η καμποτζιανή κυβέρνηση.
«Πέθανε από καρδιακή προσβολή», διευκρίνισε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Σιχανούκ, ο πρίγκιπας Σισοουάτ Τιμόκο. «Διακομίστηκε στο νοσοκομείο και πέθανε λίγο αργότερα», είπε.
Η βασιλεία του ήταν από τις μακροβιότερες στην Ασία. Παραιτήθηκε από το θρόνο τον Οκτώβριο του 2004 υπέρ του γιου του, Νοροντόμ Σιχαμονί.
«Ο βασιλιάς Σιχανούκ δεν ανήκε στην οικογένειά του, ανήκε στον Καμπότζη και στην ιστορία», είπε ο Σισοουάτ Τιμόκο.
Πατέρας της ανεξαρτησίας της Καμπότζης, ο Νοροντόμ Σιχανούκ διετέλεσε πρωθυπουργός, αρχηγός κράτους, μονάρχης. Κατείχε ανώτερα αξιώματα κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, βασίλευσε επί μακρόν, παραιτήθηκε, καθαιρέθηκε, εξορίστηκε, τέθηκε σε κατ΄οίκον περιορισμό.
Ο πρώην μονάρχης ζούσε κυρίως στο Πεκίνο τα τελευταία χρόνια για να υποβάλλεται σε θεραπείες κατά του καρκίνου, του διαβήτη και της υπέρτασης, ασθένειες από τις οποίες υπέφερε.
Η Κίνα εξέφρασε τη θλίψη της για την απώλεια ενός «μεγάλου φίλου της χώρας», αναφέρεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο μονάρχης έζησε τον αιώνα που η Καμπότζη από αποικία της Γαλλίας απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1953, για να ακολουθήσουν δεκαετίες εμφυλίου πολέμου και το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ (1975-1979) που ευθύνεται για το θάνατο σχεδόν δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, με το οποίο είχε συμμαχήσει μέχρι την ειρήνευση στη χώρα το 1998.
Έξι φορές παντρεμένος -η τελευταία σύζυγος Μονίκ Ιζι, πρώην φωτομοντέλο ιταλικής και καμποτζιανής καταγωγής- ο εκλιπών είχε 14 παιδιά, από τα οποία τα πέντε έχασαν τη ζωή τους υπό το καθεστώς του Πολ Ποτ.