Διπλωμάτες από 194 χώρες βρίσκονται στην Ντόχα του Κατάρ, όπου αρχίζει σήμερα η διεθνής διάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Κεντρικό θέμα συζήτησης αποτελεί το πλαίσιο που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο εκπνέει μέσα στις επόμενες εβδομάδες, μετά από 15 χρόνια.
Διπλωμάτες από 194 χώρες βρίσκονται στην Ντόχα του Κατάρ, όπου αρχίζει σήμερα η διεθνής διάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Κεντρικό θέμα συζήτησης αποτελεί το πλαίσιο που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο εκπνέει μέσα στις επόμενες εβδομάδες, μετά από 15 χρόνια.
Λίγοι παρατηρητές πιστεύουν ότι θα επιτευχθεί αυτή τη φορά κάποια συμφωνία, πέρα από την παράταση της ισχύος του «Κιότο». Πιστεύεται ευρέως ότι οι συζητήσεις θα περιοριστούν σε περιφερειακά ζητήματα.
Ήδη από πέρυσι, οι διαπραγματευτές συμφώνησαν στην κατάρτιση μίας νέας συνθήκης, η οποία θα υπογραφεί το 2015 και θα τεθεί σε ισχύ πέντε χρόνια αργότερα. Εάν υπάρξει συμφωνία επί του κειμένου, θα πρόκειται για την πρώτη διεθνή συνθήκη για την κλιματική αλλαγή από το 1997 και το Πρωτόκολλο του Κιότο.
Υπενθυμίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ουδέποτε επικύρωσαν την αρχική συμφωνία, ενώ οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις -Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική ή Βραζιλία- απορρίπτουν μία νέα συμφωνία που, όπως φοβούνται, θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ανάπτυξή τους.
Επιπλέον εδώ και τρία χρόνια, το σώμα των 194 χωρών δέχεται πιέσεις για τη δημιουργία, έως το 2020, ενός πράσινου ταμείου για το κλίμα, το οποίο θα διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα χρήματα αυτά θα προέρχονται από τις πλούσιες χώρες και θα προορίζονται για τις αναπτυσσόμενες, προκειμένου οι τελευταίες να καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Οι προηγούμενες διασκέψεις ολοκληρώθηκαν με δεσμεύσεις, αλλά χωρίς... τα χρήματα.
Το Πρωτόκολλο του Κιότο θέτει στις βιομηχανοποιημένες χώρες δεσμευτικούς στόχους για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, κατά μέσο όρο 5% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Σύμφωνα με τον Ντίτερ Χελμ, καθηγητή ενεργειακής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η συμφωνία εκείνη απέτυχε, όπως κι αν το δει κανείς...
«Το Πρωτόκολλο του Κιότο δεν έκανε την παραμικρή διαφορά ως προς την αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών», δήλωσε ο Χελμ στη «Φωνή της Αμερικής». «Το 1990 [οι εκπομπές] αυξάνονταν κατά περίπου 2 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) και τώρα αυξάνονται κατά 3 ppm» το χρόνο.
Σε δυσμενή διαπραγματευτική θέση η Ε.Ε.
Η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ντόχα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα οξύμωρο: το γεγονός ότι οι «27» πέτυχαν οκτώ χρόνια νωρίτερα το στόχο της μείωσης των εκπομπών τους κατά 20% αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική τους θέση, καθώς δεν έχουν σχέδιο ή κίνητρα (σε επίπεδο χωρών και επιχειρήσεων) για περαιτέρω μειώσεις.
«Βρισκόμαστε δυνητικά αντιμέτωποι με οκτώ χρόνια αδράνειας που, δεδομένων των επιστημονικών προειδοποιήσεων για την κλιματική αλλαγή, δεν είναι αποδεκτά για τον τρίτο μεγαλύτερο ρυπαντή στον κόσμο», δήλωσε στον Guardian η Βαρόνη Μπράιονι Ουέρθιγκτον, η οποία ίδρυσε την περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης Sandbag. «Έχουμε ήδη αποσυνδέσει τις εκπομπές από την οικονομική ανάπτυξη – οι εκπομπές πέφτουν, ενώ η οικονομική ανάπτυξη ενισχύεται.»
Αλλαγή στάσης από τις ΗΠΑ;
Ορισμένοι παρατηρητές αναμένουν με ενδιαφέρον τη στάση που θα τηρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, στον απόηχο του κυκλώνα Σάντι και με έναν επανεκλεγέντα πρόεδρο, ο οποίος μιλά συχνά το τελευταίο διάστημα για την πρόκληση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
«Πιστεύω πως πολλές χώρες προσδοκούν να ακούσουν μία νέα φωνή από τις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει η Τζένιφερ Μόργκαν από το Ινστιτούτο Παγκόσμιων Φυσικών Πόρων. «Θέλουμε μεγαλύτερη εμπλοκή από τις ΗΠΑ», έλεγε πρόσφατα η επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδια για την κλιματική αλλαγή Κόνι Χέντεγκαρντ. «Γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να αλλάξει τη δυναμική των συνομιλιών.»
Παρότι το θέμα απουσίαζε από την προεκλογική εκστρατεία, μέχρι τη στιγμή που η Σάντι έπληξε την ανατολική ακτή της χώρας, ο Μπαράκ Ομπάμα άφησε να εννοηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν πιο ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Παρ' όλα αυτά, ο Αμερικανός πρόεδρος αντιμετωπίζει πολιτικούς περιορισμούς σε εσωτερικό επίπεδο και θεωρείται δύσκολο ότι η χώρα του θα δεσμευτεί - εθελοντικά- σε μεγαλύτερες μειώσεις των εκπομπών της.