Στον εισαγγελέα οδηγήθηκαν οι συνολικά 44 συλληφθέντες για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης που εμπλέκεται σε σωρεία υποθέσεων απάτης, μέσω παράνομου στοιχήματος και τυχερών παιγνίων. Όπως υπολογίζεται, τα παράνομα έσοδα της οργάνωσης, κατά την τελευταία πενταετία, ξεπερνούν τα 30 εκατ. ευρώ
Στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου οδηγήθηκαν οι συνολικά 44 συλληφθέντες για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης που εμπλέκεται σε σωρεία υποθέσεων απάτης, μέσω παράνομου στοιχήματος και τυχερών παιγνίων και «ξέπλυμα μαύρου χρήματος».
Μεταξύ των συλληφθέντων είναι 26 μέλη της οργάνωσης, εκ των οποίων όπως διαπιστώθηκε, τρία αρχηγικά της στελέχη, ενώ οι υπόλοιποι 18 συλληφθέντες είναι «παίκτες» που κατελήφθησαν επ' αυτοφώρω να συμμετέχουν σε διάφορα παράνομα τυχερά παίγνια.
Πιο συγκεκριμένα συνελήφθησαν ο 37χρονος «αρχηγός» της οργάνωσης, καθώς και οι δύο «υπαρχηγοί», μία 34χρονη και ένα 39χρονος, αμφότεροι Έλληνες. Παράλληλα αναζητούνται άλλα οκτώ μέλη της οργάνωσης, ενώ οι έρευνες συνεχίζονται για την πλήρη ταυτοποίηση και των υπολοίπων κατηγορουμένων.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε, αφορά συνολικά 87 άτομα, τα οποία κατηγορούνται για τα κατά περίπτωση αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της απάτης, της απάτης μέσω υπολογιστή, της διενέργειας και συμμετοχής σε παράνομα τυχερά παίγνια και της νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα.
Υπολογίζεται ότι τα παράνομα έσοδα της οργάνωσης, κατά την τελευταία πενταετία, ξεπερνούν συνολικά τα 30 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι διαφυγόντες προς το Δημόσιο φόροι εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα 10 εκατ. ευρώ. Aπό τα κέρδη που αποκόμιζαν, τα μέλη της οργάνωσης αγόραζαν ακριβά ακίνητα καθώς και πολυτελή αυτοκίνητα και σκάφη.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., η δράση της οργάνωσης αρχίζει το 2007 μέσω δικτύου έξι καταστημάτων (internet cafe - «φρουτάκια» και καφετέριες) στο Βόλο, τη Νέα Ιώνια και τον Αλμυρό Μαγνησίας, ενώ από το Δεκέμβριο του 2011 επεκτάθηκε και στο παράνομο στοίχημα, εξαπατώντας πολίτες και στοιχηματίζοντας παράνομα για λογαριασμό τους, μέσω ιστοσελίδας, σε αγώνες ποδοσφαίρου του ελληνικού και ξένου πρωταθλήματος.
Τα καταστήματα λειτουργούσαν συγκαλυμμένα, ως «μίνι καζίνο» όλο το 24ωρο και μεταξύ άλλων, παρείχαν στους πελάτες-παίκτες διευκολύνσεις, όπως μεταφορικό μέσο για τη μετάβαση και αποχώρηση τους, φαγητό κ.α. Επιπλέον σε τακτά χρονικά διαστήματα, για την προσέλκυση πελατών, διενεργούσαν κληρώσεις μεγάλων χρηματικών ποσών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη της οργάνωσης και ιδίως τα αρχηγικά, ελάμβαναν αυστηρά μέτρα «προστασίας». Ενδεικτικά, χρησιμοποιούσαν πολλές τηλεφωνικές συνδέσεις, τις οποίες άλλαζαν συνεχώς, ενώ πάντοτε ήταν δηλωμένες σε αλλά πρόσωπα. Ήταν ιδιαιτέρα προσεκτικοί στις μεταξύ τους τηλεφωνικές επικοινωνίες αλλά και στις προσωπικές τους επαφές και χρησιμοποιούσαν συνθηματικές φράσεις και ιδιαίτερο «κώδικα» συνεννόησης.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι σε μία περίπτωση ο «αρχηγός» της οργάνωσης μαζί με ένα ακόμη μέλος προέβη σε εκφοβισμό ατόμου, με βιαιοπραγίες σε βάρος του, για να μην καταγγείλει στις Αρχές την παράνομη δραστηριότητά του, ενώ μεθόδευσε τον αναγκαστικό εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό κατάστημα, ώστε να αποδυναμώσει την αξιοπιστία του σε περίπτωση καταγγελίας.
Σε ελέγχους και νομότυπες έρευνες στις οικίες των συλληφθέντων, στα καταστήματα και σε αποθήκη που χρησιμοποιούσε η εγκληματική οργάνωση, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ηλεκτρονικός εξοπλισμός παρακολούθησης και ειδοποίησης των καταστημάτων, εξοπλισμός για τη διενέργεια των τυχερών παιγνίων, μεγάλα χρηματικά ποσά, καθώς και άλλα είδη που απέκτησαν από τα κέρδη της οργάνωσης.
Η αστυνομική έρευνα συνεχίζεται από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βόλου, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες Κρατικές Οικονομικές Υπηρεσίες για να εξακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας και των συναλλαγών της εγκληματικής οργάνωσης καθώς και η περαιτέρω διαδικασία νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων τους.