Κόσμος
Πέμπτη, 20 Δεκεμβρίου 2012 20:22

Τρία ενδεχόμενα κι ένα ερωτηματικό

Αν οι ηγέτες της Ευρώπης ζητούσαν από τον Aγιο Βασίλη ένα σετ χριστουγεννιάτικων δώρων για την Ιταλία, τα δώρα αυτά θα ήταν τέσσερα.

Πρώτον, μια κυβέρνηση μετά τις εκλογές του ερχόμενου Φεβρουαρίου που θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις του απερχόμενου Μάριο Μόντι.

Δεύτερον, τη συνέχιση της ανάμιξης του Μόντι στην πολιτική, είτε ως πρωθυπουργού, είτε ως υπουργού Οικονομικών, προέδρου της χώρας ή σε κάποιο άλλο σημαντικό αξίωμα.

Τρίτον, την απουσία κοινωνικής αναταραχής σε αντίδραση για τα μέτρα λιτότητας που ακολουθούνται και την ύφεση που συνεπάγoνται.

Τέταρτον, την απαλλαγή της χώρας από αυτό το περίεργο ελατήριο που προκαλεί συνεχώς την είσοδο και την έξοδο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από την πολιτική.

Σε μεγάλο βαθμό, γράφει ο Τόνι Μπάρμπερ στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», τα τρία τελευταία δώρα είναι πιθανό να παραδοθούν στην Ιταλία. Το πραγματικό ερωτηματικό αφορά το πρώτο. Και έχει τεράστια σημασία, γιατί από την πρόοδο των ιταλικών μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθεί η επιτυχία των προσπαθειών της ευρωζώνης να βγει από την κρίση του χρέους και του τραπεζικού τομέα. Οι προοπτικές των μεταρρυθμίσεων στην Ιταλία, πάλι, συνδέονται κατά ένα μέρος με το αποτέλεσμα των εκλογών και κατά ένα άλλο μέρος με τις γενικότερες εξελίξεις στην Ευρώπη και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ιταλική πολιτική σκηνή δύσκολα θα τροφοδοτήσει με μια νέα πνοή τις μεταρρυθμίσεις.

Στο στρατόπεδο της παραδοσιακής και της λαϊκιστικής Δεξιάς, οι δυνάμεις του Μπερλουσκόνι, της Λέγκας του Βορρά και του Μπέπε Γκρίλο υπολογίζονται γύρω στο 40% των ψήφων. Κανείς από αυτούς δεν συμφωνεί με την πολιτική της τεχνοκρατικής κυβέρνησης του Μόντι.

Στο στρατόπεδο της Αριστεράς, το Δημοκρατικό Κόμμα με 33-37% και το κόμμα Αριστερά-Οικολογία-Ελευθερία με 5% αθροίζουν κι αυτοί 40%. Γύρω στο 10% των ψηφοφόρων είναι αναποφάσιστοι.

Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς, μένει ένα 10% για τα κόμματα του φιλομεταρρυθμιστικού κέντρου που είναι οι φυσικοί σύμμαχοι του Μόντι. Είναι αλήθεια ότι αν ο τελευταίος ενώσει τις δυνάμεις του με αυτά τα κόμματα, το ποσοστό τους θα μπορούσε να φτάσει και το 20%. Γεγονός παραμένει, όμως, ότι οι κεντρώοι ούτε θα πλησιάσουν την πρώτη θέση, ούτε θα εξασφαλίσουν αρκετές ψήφους, ώστε να καταστούν ο βασικός εταίρος μιας κυβέρνησης της κεντροαριστεράς.

Το κέντρο είναι αδύναμο για πολλούς ιστορικούς λόγους. Μετά τις εμπειρίες του φασισμού, ενός χαμένου πολέμου και της ξένης κατοχής, οι πολιτικές γραμμές μετά το 1945 χαράχθηκαν σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στον κομμουνισμό και την καθολική, συντηρητική χριστιανοδημοκρατία.

Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά απέκτησαν έτσι βαθιές κοινωνικές και πολιτιστικές ρίζες στην ιταλική ζωή, αφήνοντας λίγο χώρο για το κέντρο. Σήμερα, κανένα κόμμα που δηλώνει κεντρώο και προσκείμενο στον Μόντι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη μετακομμουνιστική Αριστερά και τη συντηρητική Δεξιά.

Ολα αυτά δεν αποτελούν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την οικονομική μεταρρύθμιση. Ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του κέντρου, οι εκλογές αναμένεται να οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση με επικεφαλής το Δημοκρατικό Κόμμα, που με τη σειρά του αποτελεί συνασπισμό διαφόρων ομάδων συμφερόντων, μερικές από τις οποίες δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις με τις μεταρρυθμίσεις.

Εξω από το κοινοβούλιο, τα λόμπι κατά των μεταρρυθμίσεων θα παραμείνουν ισχυρά. Η νέα κυβέρνηση θα δυσκολευτεί πολύ, λοιπόν, να συνδυάσει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με την αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης. Οπως έχει πει ο Βιργίλιος, βέβαια, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.

Πηγή: Financial Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ