Απόπειρα παραπλάνησης της Εισαγγελίας με ψευδή στοιχεία που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο της έρευνας για διαγραφές προστίμων επιχειρήσεων και φορέων καταγγέλει μία εκ των κληθέντων οικονομικών επιθεωρητών σε ανωμοτί κατάθεση για τη σχετική υπόθεση.
Απόπειρα παραπλάνησης της Εισαγγελίας με ψευδή στοιχεία που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο της έρευνας για διαγραφές προστίμων επιχειρήσεων και φορέων καταγγέλει μία εκ των κληθέντων οικονομικών επιθεωρητών σε ανωμοτί κατάθεση για τη σχετική υπόθεση.
Σε υπόμνημα που κατέθεσε στο Οικονομικό Τμήμα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, η τέως οικονομική επιθεωρήτρια, που με άλλα 17 πρόσωπα έχουν κληθεί από την αρμόδια Εισαγγελέα ως ύποπτα για την διάπραξη του κακουργήματος της απιστίας σε συνδυασμό με το νόμο 1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου», όχι μόνο αρνείται κάθε ποινική της ευθύνη αλλά επιρρίπτει ευθύνες σε μάρτυρα -πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών- υποστηρίζοντας ότι κατέθεσε «πλήθος ψευδών στοιχείων».
Οι εξηγήσεις που καλείται να δώσει η συνταξιούχος επιθεωρήτρια αφορούν το διάστημα 2003 έως 2008 και στο εισαγγελικό στόχαστρο έχουν τεθεί δέκα έλεγχοι εκ των οποίων οι οκτώ σε Δήμους και οι δύο σε Νομικά Πρόσωπα του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Η συνταξιούχος επιθεωρήτρια φέρεται να υποστηρίζει ότι οι οικονομικοί έλεγχοι είναι «σύνθετη διοικητική διαδικασία» της οποίας τελικό όργανο αποφάσεων είναι ο εκάστοτε Γενικός Διευθυντής της Οικονομικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών και ο υπουργός ή ο υφυπουργός όταν πρόκειται για διαχειριστικούς ελέγχους σε Νομικά Πρόσωπα της Εκκλησίας. Φαίνεται επίσης να υποστηρίζει ότι με τα κατατεθέντα στοιχεία «γίνεται προσπάθεια παραπλάνησης της Εισαγγελίας γιατί τα αρχικώς καταλογισθέντα ποσά παραμένουν βεβαιωμένα και κανένας έλεχγος δεν μπορεί να τα ακυρώσει», ενώ καταγγέλει ότι συγκεκριμένος υπογεγραμμένος επανέλεγχος μετονομάστηκε σε «συμπληρωματικός έλεγχος» μετά την αποχώρηση Γενικού Διευθυντή της Οικονομικής Διεύθυνσης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ