Ενα από τα δευτερεύοντα, αλλά βασικά από πολιτικής άποψης, ερωτήματα είναι το αν η οικολογική και οικονομική καταστροφή που έπληξε τη Γερμανία με την υπερχείλιση των νερών του Ελβα και των παραποτάμων του, θα επηρεάσει την έκβαση των γενικών βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου.
Πολιτικοί αναλυτές αποπειρώνται να σταθμίσουν την καταστροφή ως σημείο ανατροπής του πολιτικού κλίματος. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα σαφές προβάδισμα 5 έως 6 μονάδων στην Κεντροδεξιά (στο CDU/CSU) με 40-41% έναντι των Σοσιαλδημοκρατών του SPD με 34-36%, ενώ το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), αναμένεται να αναδειχθεί με 9-12% τρίτο κόμμα, και οι Πράσινοι, έτερος τωρινός κυβερνητικός εταίρος, συγκεντρώνουν 6-7%.
Το ενδεχόμενο δεν είναι απίθανο, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των πληγέντων και ότι θα καταστεί εφικτή μία γρήγορη εκταμίευση πόρων για την παροχή οικονομικής βοήθειας και την απαρχή της αποκατάστασης των ζημιών.
Οι πλημμύρες, όσο κι αν ηχεί κυνικό, θα μπορούσαν να αποβούν «ευεργητικές» για την ανανέωση της θητείας του Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ωστόσο, ακόμη κι αν επηρεαστεί υπέρ των συγκυβερνούντων ένα ποσοστό των αναποφάσιστων που εκτιμώνται συνολικά σε 25% έως 32%, αυτό δεν αναιρεί ότι το κύριο πεδίο των διεργασιών αφορά τους πληγέντες, που βρίσκονται προς το παρόν στα ανατολικογερμανικά κρατίδια της Σαξωνίας και στις παρυφές του Βραδεμβούργου.
Σημειώνεται ότι το εκλογικό σώμα στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας είναι μικρότερο από το ένα πέμπτο του συνόλου, οπότε οι μετακινήσεις ψηφοφόρων στο χώρο αυτό έχουν μικρή επίπτωση στο τελικό αποτέλεσμα.
Ας συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι στα κυρίως πληγέντα κρατίδια επικρατεί πολιτικά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU).
Αναμένονται με ξεχωριστό ενδιαφέρον οι εξελίξεις στο μέτωπο των δημοσκοπήσεων μετά την παρέλευση τουλάχιστον μίας εβδομάδας προκειμένου να διαπιστωθεί αν καταγράφεται μία μεταβολή της δυναμικής.