Σε όλες τις συζητήσεις που γίνονται αυτές τις ημέρες για τη φτώχεια, για το κλίμα, για τη γεωργία, για το μέλλον του πλανήτη, δεσπόζει ένας όρος: αειφόρος ανάπτυξη. Γι' αυτήν μιλούν πολιτικοί, εταιρείες, μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ελάχιστοι όμως ξέρουν την ιστορία της και το ακριβές νόημά της.
Η λέξη «αειφορία» πρωτοεμφανίστηκε το 1915, όταν η καναδική επιτροπή προστασίας του περιβάλλοντος μίλησε για την αναγκαιότητα μεταβίβασης του κεφαλαίου της φύσης στις μελλοντικές γενιές. Το 1951, η UNESCO εκφράζει την εκτίμηση ότι «η προστασία της φύσης και η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι έννοιες ασυμβίβαστες». Το 1970, ο Ομιλος της Ρώμης δίνει στη δημοσιότητα μια έκθεση με τίτλο «Αλτ στην ανάπτυξη», όπου επισημαίνεται ότι η υπέρμετρη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη οδηγεί σε εξάντληση των πόρων, σε μόλυνση του περιβάλλοντος και σε υπέρμετρη εκμετάλλευση των φυσικών συστημάτων.
Η συζήτηση ανάμεσα στον Ομιλο της Ρώμης και στους οπαδούς της ανάπτυξης φουντώνει. Το 1972, στη Στοκχόλμη, η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη επιχειρεί μια σύνθεση των δύο θέσεων. Την εποχή εκείνη εμφανίζεται η έννοια της «οικο-ανάπτυξης», που διατυπώνει, μεταξύ άλλων, ο οικονομολόγος Ιγκνάσι Σακς. Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης που σέβεται το περιβάλλον και καθιστά την οικονομική ανάπτυξη πιο συμβατή με την κοινωνική ισότητα.
Οι Αγγλοσάξωνες θα μιλήσουν τότε για sustainable development, που στα ελληνικά θα μεταφραστεί «αειφόρος ανάπτυξη». Ο όρος θα περιληφθεί σε έκθεση της τότε πρωθυπουργού της Νορβηγίας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ και θα συζητηθεί πολύ στη διάσκεψη του Ρίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, το 1992. Εκείνη η διάσκεψη θα ορίσει την αειφόρο ανάπτυξη ως «την ανάπτυξη που εκπληρώνει τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να εκπληρώσουν τις δικές τους ανάγκες».
Από τότε, πολλοί θα διαφωνήσουν για το ακριβές μοντέλο της ανάπτυξης, όλοι θα συμφωνήσουν όμως ότι το πρόβλημα έχει επείγοντα χαρακτήρα: τα είκοσι τελευταία χρόνια εξαφανίστηκε το 30% των φυσικών πόρων του πλανήτη. Κάθε μέρα, τα αυτοκίνητά μας, τα εργοστάσια και τα σπίτια μας «καταβροχθίζουν» μια ποσότητα ενέργειας που ο πλανήτης χρειάστηκε 27 χρόνια για να δημιουργήσει. Και από τα έξι δισεκατομμύρια ψυχές που ζουν σε αυτόν τον πλανήτη, ένα δισεκατομμύριο δεν έχει δουλειά και άλλο ένα δισεκατομμύριο ζει με λιγότερο από ένα ευρώ την ημέρα.
Διευθυντής στη Σχολή ανωτάτων σπουδών και κοινωνικών επιστημών του Παρισιού (EHESS), ο Ιγκνάσι Σακς αποδίδει την έλλειψη προόδου τα δέκα τελευταία χρόνια στο γεγονός ότι η Ατζέντα 21 (η διακήρυξη δηλαδή που υιοθετήθηκε στο Ρίο) δεν απέκτησε ποτέ θεσμικό χαρακτήρα.
Η αειφόρος ανάπτυξη, λέει σε συνέντευξή του στη «Liberation» πρέπει να διασχίζει το σύνολο των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας. Οταν ανατίθεται σε έναν ανθυπογραμματέα του υπουργείου Περιβάλλοντος, τότε δεν μπορείς να περιμένεις αποτελέσματα. Η αειφόρος ανάπτυξη απαιτεί έναν άλλο τρόπο σκέψης, μια στρατηγική διαφορετική από τη σημερινή αναρχική και εγωιστική στρατηγική που υπαγορεύουν οι αγορές. Η περιβαλλοντική διάσταση πρέπει να μας κάνει να τροποποιήσουμε ριζικά τις κλίμακες του χρόνου και του χώρου στις οποίες εργαζόμαστε και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα με τοπικούς, εθνικούς και παγκόσμιους όρους.
Χρειάζεται, για παράδειγμα, μια διαφορετική φορολογική πολιτική. Ενας σημαντικός φόρος στις εκπομπές άνθρακα θα είχε πολύ μεγαλύτερα οφέλη από όλες αυτές τις φραστικές διακηρύξεις. Αν μάλιστα συνοδευόταν και από μια μείωση του φόρου επί της εργασίας, οι επιχειρήσεις θα στρέφονταν σε λύσεις πιο εντατικές ως προς την εργασία και πιο οικονομικές ως προς την ενέργεια. Λείπει όμως η πολιτική βούληση.
Εχουμε λησμονήσει ότι η αγορά δεν είναι ο μοναδικός θεσμός που διαθέτουμε, αλλά ένας από τους υπάρχοντες, όπως το κράτος ή η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών. Για να επιτευχθεί η αειφόρος ανάπτυξη, πρέπει ο Βορράς να αναθεωρήσει ριζικά τα μοντέλα κατανάλωσης και παραγωγής, και ο Νότος να εγκαταλείψει την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσει μια μέρα να φτάσει στα μοντέλα του Βορρά. Αν ο Νότος συνεχίσει να μιμείται τον Βορρά, θα εξακολουθήσει να κατασκευάζει μια κοινωνία του απαρτχάιντ.
Εκτός όμως από την αλλαγή στρατηγικής του Βορρά και του Νότου, συνεχίζει ο Σακς, πρέπει να υπάρξει και μεταρρύθμιση του διεθνούς οικονομικού συστήματος και των θεσμών που το αποτελούν (Ηνωμένα Εθνη, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Το διεθνές σύστημα πρέπει να βασιστεί στην αρχή της άνισης μεταχείρισης των ανίσων, στο ότι δηλαδή οι κανόνες του παιχνιδιού πρέπει να ευνοούν τους πιο αδύναμους. Οι διακηρύξεις προθέσεων είναι άχρηστες. Απαιτούνται συγκεκριμένες δεσμεύσεις και αυστηρά χρονοδιαγράμματα, απαιτείται ένα σύμφωνο Βορρά-Νότου ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, ένα σύμφωνο Ευρώπης-Νότου.
Η μοναδική ελπίδα από τη διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ, καταλήγει ο γάλλος οικονομολόγος, είναι να συνειδητοποιήσουν οι ηγέτες του κόσμου ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τη στιγμή που ο κόσμος απειλείται από την άνοδο όλων των εξτρεμισμών, συμπεριλαμβανομένου του εξτρεμισμού της αγοράς, είναι καιρός να αλλάξουν στρατηγική. Το μέλλον ανήκει σε μια μικτή οικονομία, όπου το κράτος θα έχει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση των αγορών.