Οι επιστήμονες βρήκαν για πρώτη φορά μια μέθοδο να υπολογίσουν τη θερμοκρασία των μεγάλων δεινοσαύρων και να ρίξουν φως σε μια χρόνια διαμάχη, κατά πόσο ήταν θερμόαιμοι ή ψυχρόαιμοι.
Οι επιστήμονες βρήκαν για πρώτη φορά μια μέθοδο να υπολογίσουν τη θερμοκρασία των μεγάλων δεινοσαύρων και να ρίξουν φως σε μια χρόνια διαμάχη, κατά πόσο ήταν θερμόαιμοι ή ψυχρόαιμοι.
Οι νέες εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι δεινόσαυροι είχαν σχεδόν την ίδια θερμοκρασία με τους σημερινούς ανθρώπους και τα άλλα θηλαστικά και έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχαν ψυχρό αίμα όπως τα σημερινά ερπετά.
Οι Αμερικανοί και Γερμανοί ερευνητές, με επικεφαλής τον εξελικτικό βιολόγο Ρόμπερτ Ίγκλ του Τμήματος Γεωλογικών & Πλανητικών Επιστημών του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech), ανέλυσαν με νέες τεχνικές (που πρώτοι χρησιμοποίησαν οι παλαιοκλιματολόγοι και οι γεωχημικοί) 11 απολιθωμένα δόντια δεινοσαύρων, στα οποία κρύβονται πολύτιμες ενδείξεις για την θερμοκρασία του σώματός τους πριν από τόσο καιρό.
Συγκεκριμένα, ανάλογα με επίπεδο θερμοκρασίας ενός σώματος, συμβαίνουν διαφορετικές βιοχημικές αντιδράσεις μέσα στον οργανισμό και συνεπώς υπάρχει διαφορετική αναλογία στα χημικά ισότοπα του άνθρακα-13 και του οξυγόνου-18 στον βιοαπατίτη, το βιο-ορυκτό που υπάρχει στην αδαμαντίνη των δοντιών.
Έτσι, οι επιστήμονες συμπέραναν ότι ο γιγάντιος μακρύλαιμος Βραχιόσαυρος είχε θερμοκρασία περίπου 38,2 βαθμών Κελσίου και ο Καμαράσαυρος είχε θερμοκρασία 35,7 βαθμών, δηλαδή και οι δύο υψηλότερη από τους κροκόδειλους, αλλά χαμηλότερη από τα πουλιά. Οι μετρήσεις θεωρείται ότι έχουν ακρίβεια με βαθμό απόκλισης ενός ή δύο βαθμών.
Αρχικά, από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκαν τα πρώτα απολιθώματα δεινοσαύρων, επειδή έμοιαζαν με τρομερές («δεινές») σαύρες -εξ ου και το μάλλον παραπλανητικό όνομά τους- οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι ήταν, όπως τα ερπετά, ψυχρόαιμοι (εκτοθερμικά πλάσματα), συνεπώς είχαν ανάγκη από εξωτερικές πηγές θερμότητας όπως ο ήλιος, για να ζεσταθούν. Όμως, όσο περνάνε τα χρόνια, δημιουργείται πλέον μια νέα επιστημονική συναίνεση -αν και όχι ομοφωνία- ότι ήταν περισσότερο θερμόαιμοι (ενδοθερμικά πλάσματα), πράγμα που θα τους έκανε πιο αυτόνομους, γρήγορους και ενεργητικούς και όχι αργούς, παθητικούς και εξαρτώμενους από τις θερμοκρασιακές αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος.
Η εικόνα πάντως είναι ακόμα πολύπλοκη και ασαφής. Το ερώτημα παραμένει για το αν οι δεινόσαυροι είχαν υψηλό μεταβολισμό, δηλαδή αυξημένο ρυθμό που τα κύτταρά τους παρήγαγαν ενέργεια για τις ανάγκες του οργανισμού τους, όπως τα σημερινά θηλαστικά και τα πουλιά. Δεν αποκλείεται να ήταν απλώς «γιγαντόθερμα», δηλαδή να είχαν αυξημένη θερμοκρασία, ακριβώς επειδή είχαν τόσο μεγάλο μέγεθος (τουλάχιστον όσον αφορά τους πιο μεγάλους δεινόσαυρους, τα λεγόμενα σαυρόποδα), καθώς η μεγάλη σωματική μάζα διατηρεί πιο εύκολα μια σταθερή θερμοκρασία. Τέτοια ζώα μπορούν να κρατούν σχετικά ψηλά την εσωτερική θερμοκρασία τους ακόμα και με χαμηλό επίπεδο μεταβολισμού (αν και κινδυνεύουν συνεχώς με «υπερθέρμανση»), έτσι δεν θα ήταν ανάγκη να διαθέτουν πραγματικά θερμό αίμα.
Συνεπώς, ακόμα κι αν η θερμοκρασία των δεινοσαύρων ήταν υψηλή, παραμένει το ερώτημα για το επίπεδο του μεταβολισμού τους. Ορισμένοι επιστήμονες συνεχίζουν να αμφιβάλλουν αν, παρά τη σχετικά υψηλή θερμοκρασία τους, οι δεινόσαυροι ήσαν όντως θερμόαιμοι.
Μετά τους μεγάλους δεινόσαυρους, οι ερευνητές σκοπεύουν να εφαρμόσουν την ίδια τεχνική ανάλυσης των δοντιών σε μικρότερους δεινόσαυρους, ελπίζοντας να δώσουν τέρμα στην πιο χρόνια διαμάχη στον τομέα της παλαιοβιολογίας αναφορικά με το αίμα των δεινοσαύρων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ