Του Σπύρου Οικονομίδη*
Τις τελευταίες ημέρες τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας ξετυλίχθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο, καθώς η οικονομική χρεοκοπία υποσκελίστηκε από την πολιτική χρεοκοπία.
Του Σπύρου Οικονομίδη*
Τις τελευταίες ημέρες τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας ξετυλίχθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο, καθώς η οικονομική χρεοκοπία υποσκελίστηκε από την πολιτική χρεοκοπία.
Οι παραινέσεις του προέδρου Κάρολου Παπούλια προς την πολιτική ηγεσία να μην μετατρέψει την οικονομική κρίση σε πολιτική δεν εισακούσθηκε.
Η απάντηση που βρήκε η ανεπαρκής προσπάθεια του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να σχηματίσει κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» ή «εθνικής σωτηρίας» ήταν οι παράλογες απαιτήσεις του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαράς και η επιχείρηση υπονόμευσης λόγω έλλειψης στήριξης μέσα στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Παπανδρέου προχώρησε σε έναν κατά κύριο λόγο διακοσμητικό ανασχηματισμό, ενισχύοντας τη θέση των εσωτερικών του αντιπάλων μέσω της ανάθεσης σημαντικών υπουργικών χαρτοφυλακίων, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών.
Ο κοντόφθαλμος χαρακτήρας αυτών των πολιτικών ελιγμών ξεγύμνωσε το πολιτικό σύστημα, αποκαλύπτοντας τον επιφανειακό του χαρακτήρα.
Αυτό που έχει καταστεί η μεγαλύτερη πολιτική κρίση των τελευταίων 30 ετών στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται σαν ένας ακόμα γύρος του φυσιολογικού εκλογικού κύκλου – με τους πολιτικούς αντιπάλους εντός του κυβερνόντος κόμματος αλλά και ολόκληρου του πολιτικού φάσματος να κάνουν ουρά για μια ευκαιρία στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Ο πρωθυπουργός αποτελεί αντικείμενο αποδοκιμασίας από μεγάλη μερίδα του Τύπου η οποία μέχρι πρότινος παρείχε την αναγκαία δημόσια στήριξη, ενώ ο κόσμος έχει χάσει όποια πίστη είχε στο πολιτικό σύστημα και το κατεστημένο συνολικά.
Όλο και πιο εχθρικός ο κόσμος
Πίσω από όλα αυτά, βεβαίως, βρίσκεται το ζήτημα των αυξανόμενων οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας, ο λόγος για τον οποίο φτάσαμε ως εδώ.
Mία γενιά δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης και πελατειακής «χουβαρντοσύνης», σε συνδυασμό με τα φθηνά δάνεια και την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική κρίση που κατέστησε αναγκαία τη διάσωση από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Η διάσωση αυτή έχει κοινωνικό κόστος. Το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας είχε ως αποτέλεσμα την περικοπή των μισθών του δημόσιου τομέα, επιδομάτων και συντάξεων, καθώς και την άνοδο της ανεργίας στο 16%.
Παρόλο που οι δαπάνες έχουν μειωθεί, πολιτικές ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας για την πάταξη της φοροδιαφυγής, έχουν θεσπιστεί αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί στην πραγματικότητα.
Και ενώ τα προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών και ιδιωτικοποιήσεων αντιμετωπίζονται με μεγάλη εχθρικότητα από τον κόσμο, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να μεγαλώνει.
Η δημόσια αντίθεση στα μέτρα λιτότητας αυξάνεται μέρα με τη μέρα.
Το παιχνίδι επίρριψης των ευθυνών οργιάζει, καθώς οι Έλληνες ψάχνουν για ενόχους για τα βαθιά οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Η λίστα είναι μακριά και ανέλπιστα οικεία. Στο εσωτερικό, το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση ως ανίκανο και ιδιοτελές και στη χειρότερη ως διεφθαρμένο. Ο ιδιωτικός τομέας θεωρείται ότι κοιτάει μόνο το στενά προσωπικό του συμφέρον και ότι στερείται κοινωνικής συνείδησης ή κοινωνικής συμβολής.
Στο εξωτερικό, ευθύνες επιρρίπτονται στους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους για την πρόκληση της κρίσης και στο ΔΝΤ και την ΕΕ – ειδικά τη Γερμανία – για τη φύση και τη σκληρότητα του προγράμματος λιτότητας.
Αν θέλει η Ελλάδα να βγει από την κρίση με μια πιο υγιή και ανταγωνιστική οικονομία, αυτό που χρειάζεται πάνω απ’όλα είναι η δημόσια συναίνεση και στήριξη.
Οι πρωθυπουργοί μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται, το ΔΝΤ και η ΕΕ μπορεί να συμφωνήσουν σε νέα πακέτα διάσωσης, νέοι νόμοι μπορεί να περάσουν. Αλλά το κλειδί είναι η κατανόηση και η συναίνεση ενός ελληνικού κοινού που έχει αναπτύξει μια αίσθηση κεκτημένων δικαιωμάτων και εξάρτησης από το κράτος που είναι δύσκολο να αλλάξει.
Οι συνθήκες για τη συναίνεση
Η ελληνική κρίση ουσιαστικά δημιουργήθηκε στην Ελλάδα - και οξύνθηκε λόγω του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος των τελευταίων ετών.
Για μία ολόκληρη γενιά, οι Έλληνες εξέλεγαν και υποστήριζαν ένα πολιτικό κατεστημένο που τους αντάμειβε με ένα πολυδάπανο σύστημα κρατικής στήριξης και επιχορήγησης.
Η ένταξη στην ΕΕ αντιμετωπίζεται εδώ και καιρό ως μία μορφή νομιμοποίησης αυτού του συστήματος καθώς και ως πηγή μιας σταθερής ροής χρημάτων και επιχορηγήσεων από τα διάφορα ταμεία της.
Οι Έλληνες ψηφοφόροι είχαν κεντρικό ρόλο σε αυτό το πολιτικό και οικονομικό συμβόλαιο, που είναι η άμεση αιτία των τεράστιων οικονομικών εμποδίων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή.
Ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο είναι απαραίτητο αν η Ελλάδα θέλει να επιβιώσει της τρέχουσας κρίσης.
Για να προκύψει αυτό το συμβόλαιο, πρέπει να υπάρξει ένας βαθμός συνειδητοποίησης μεταξύ των Ελλήνων στο σύνολό τους ότι η ευθύνη για τα τελευταία 30 χρόνια δεν ανήκει μόνο στο ένα ή το άλλο κόμμα, ή στη μία ή την άλλη πολιτική τάξη.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποποιηθεί των ευθυνών της για την κρίση και να αποκοπεί από τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις, κηρύσσοντας χρεοκοπία και αποχωρώντας από την ευρωζώνη. Αυτή είναι μία μη ρεαλιστική, αν και όχι απίθανη επιλογή, την οποία απεύχονται στους ευρωπαϊκούς κύκλους.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να καλλιεργηθεί μία σταδιακή συνειδητοποίηση ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ξεπεραστεί μόνο μέσω της ευρείας δημόσιας συναίνεσης και συνεργασίας, εν μέσω μιας κάποιας αποδοχής των ευθυνών για τα αίτια της κρίσης.
Οι όροι για τη διάσωση είναι αυστηροί, τα μέτρα λιτότητας σκληρά, η πίστη στο πολιτικό σύστημα μειώνεται, αλλά ένα καλύτερο μέλλον μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω σε μία ευρεία κοινωνική συναίνεση και συνεργασία ώστε να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Μπορούν οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί να δουν τόσο μακριά και να δημιουργήσουν τις συνθήκες για συναίνεση; Οι έως τώρα ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως όχι.
Το άρθρο εμφανίστηκε στο διαδικτυακό τόπο του BBC News
*Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο London School of Economics και μέλος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του πανεπιστημίου