Ένα από τα φθηνότερα και πιο διαδεδομένα «όπλα» ενάντια στην ελονοσία, ιδιαίτερα στην Αφρική, ενδέχεται να μην είναι τελικά και τόσο αξιόπιστα, υποστηρίζουν ερευνητές από τη Σενεγάλη.
Ένα από τα φθηνότερα και πιο διαδεδομένα «όπλα» ενάντια στην ελονοσία, ιδιαίτερα στην Αφρική, ενδέχεται να μην είναι τελικά και τόσο αξιόπιστα, υποστηρίζουν ερευνητές από τη Σενεγάλη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης τους, τα κουνούπια μπορούν πολύ σύντομα να αναπτύξουν ανθεκτικότητα στις κουνουπιέρες που είναι διαποτισμένες με εντομοκτόνα.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, όταν τοποθετούνται σωστά, οι κουνουπιέρες μπορούν να μειώσουν ακόμη και κατά το ήμισυ τα ποσοστά μετάδοσης της ελονοσίας. Γράφοντας στην επιθεώρηση Lancet Infectious Diseases ωστόσο, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα δίχτυα αυτά μεταξύ άλλων αποδυναμώνουν τον οργανισμό των μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών και των ενηλίκων έναντι της μόλυνσης.
Στη Σενεγάλη, τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν διανεμηθεί περίπου 6 εκατομμύρια κουνουπιέρες. Στο επίκεντρο της μελέτης βρέθηκε ένα μικρό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου τις τοποθέτησαν το 2008. Μέσα σε τρεις εβδομάδες από την εισαγωγή τους, οι επιδρομές κουνουπιών, όπως και οι ρυθμοί μετάδοσης της ελονοσίας, μειώθηκαν σημαντικά.
Οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης κουνούπια του είδους Anopheles gambiae, το οποίο ευθύνεται για τη μετάδοση της νόσου στους ανθρώπους, στην Αφρική. Μεταξύ του 2007 και του 2010, διαπίστωσαν ότι το ποσοστό εντόμων που είναι ανθεκτικά σε χημική ουσία, με την οποία διαποτίζονται οι κουνουπιέρες, ανήλθε από το 8% στο 48%. Παράλληλα, τους τέσσερις τελευταίους μήνες της μελέτης, είδαν ότι οι ρυθμοί μετάδοσης αυξήθηκαν και πάλι, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες, τα ποσοστά ήταν υψηλότερα ακόμη και πριν από τη θωράκισή τους με κουνουπιέρες.
«Τα συμπεράσματα αυτά προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς ενισχύουν την άποψη ότι η ανθεκτικότητα των κουνουπιών στο εντομοκτόνο ενδέχεται να μην επιτρέψει ουσιαστική μείωση των θανάτων από ελονοσία, σε πολλές τοποθεσίες της Αφρικής», λέει ο Ζαν-Φρανσουά Τραπ από το Ινστιτούτο Ερευνών για την Ανάπτυξη, ο οποίος ηγήθηκε της ερευνητικής ομάδας.
Δυσπιστία
Παρότι οι αριθμοί συγκλονίζουν, το γεγονός ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε μόνο σε ένα χωριό, κάνει πολλούς ξένους επιστήμονες δύσπιστους απέναντι στα συμπεράσματά της. «Θα τους συμβούλευα οπωσδήποτε να παρατείνουν τη μελέτη τους κατά δύο χρόνια, κάτι που θα τους βοηθήσει να επιβεβαιώσουν ότι πρόκειται για μια πραγματική τάση ή για κάτι συγκυριακό που εντοπίζεται στη συγκεκριμένη περιοχή», λέει ο Δρ. Τζόζεφ Κίτινγκ από το Πανεπιστήμιο Τουλέιν της Νέας Ορλεάνης. Παραδέχεται όμως ότι, σε κάθε περίπτωση, τα συμπεράσματα εμπνέουν ανησυχία.