Κόσμος
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου 2002 17:50

Η θεωρία της γενικής αστάθειας

Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Μέσης Ανατολής, το κράτος είναι αδύναμο, δεν διαθέτει νομιμότητα και στηρίζεται σε μια μικρή μόνο μειοψηφία. Αυτή η αδυναμία είναι μια πραγματικότητα πιο απειλητική από τον πολιτικό ισλαμισμό, που εδώ και καιρό δεν σημειώνει πλέον νίκες, σε πολλές χώρες μάλιστα χάνει έδαφος, επισημαίνει στην «El Pais» ο γάλλος κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν.

Εδώ τίθεται το ζήτημα περί θετικού και αναγκαίου. Στην περίπτωση του Ιράκ, έχουμε μπροστά μας τις απρόβλεπτες συνέπειες μιας αμερικανικής επέμβασης, ενώ αισθανόμαστε αδυναμία μπροστά στην έλλειψη ενός σχεδίου για την επίλυση της κρίσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Παντού βλέπουμε κινδύνους. Κι αυτό μας δίνει την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο περιθώριο των αποφάσεων, και ότι οι συζητήσεις στις οποίες συμμετέχουμε είναι δευτερεύουσες.

Τα ερωτήματα που τίθενται αυτή τη στιγμή είναι δύο.

Πρώτον, κατά πόσον οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι μπορούν να απαλλαγούν από τον Σαντάμ χωρίς να προκαλέσουν αντιδράσεις, που θα οδηγήσουν στην ανατροπή της σαουδαραβικής μοναρχίας και στην ενίσχυση των ισλαμικών κινημάτων.

Δεύτερον, τι θα γίνει με το Παλαιστινιακό. Αυτό είναι το μοναδικό σημαντικό σημείο διαφωνίας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στις ΗΠΑ: οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Αγγλοι υποστηρίζουν τους Παλαιστίνιους και τον Αραφάτ, ενώ οι Αμερικανοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον Σαρόν.

Η διαφωνία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μια διαφορετική στρατηγική, που θα επιζητούσε τη γενική αστάθεια της περιοχής (εξαιρουμένης της Τουρκίας), ώστε να εξουδετερωθούν ταυτοχρόνως η ισραηλινή άκρα δεξιά και η ισλαμική άκρα αριστερά.

Αυτό που καθιστά πιθανότερη την αμερικανική επέμβαση είναι το γεγονός ότι η μη επέμβαση θα οφειλόταν στον κίνδυνο μιας έκρηξης στον αραβικό κόσμο, ενώ η επέμβαση θα επέτρεπε –σύμφωνα με τους υπερασπιστές της– να επιβληθεί μια pax americana, που θα οδηγούσε σε λύση της παλαιστινιακής κρίσης και δεν θα εμπεριείχε σοβαρούς κινδύνους, δεδομένης της αδυναμίας των καθεστώτων και της απουσίας ενός ισχυρού επαναστατικού κινήματος.

Η Αλ Κάιντα, που έχει την ικανότητα να πραγματοποιήσει σημαντικές επιχειρήσεις εναντίον διαφόρων καθεστώτων και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν μπορεί να ηγηθεί ενός νέου πολιτικού ισλαμισμού. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι η Αλ Κάιντα και η αμερικανική κυβέρνηση έχουν κοινά συμφέροντα: την εξουδετέρωση των «πλαστών» κρατών της περιοχής.

Η στρατηγική αυτή στηρίζεται βέβαια στην υπόθεση ότι η σύγκρουση δεν θα επεκταθεί πέραν ορισμένων ορίων, και ότι θα επιταχυνθούν τα ανοίγματα ενός Ιράν, το οποίο έχει εξαντληθεί οικονομικά και πολιτιστικά από το αυταρχικό, αλλά αδύναμο καθεστώς των μουλάδων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αμφιταλαντεύονται μεταξύ των δύο αυτών στρατηγικών, ενώ η αντίδραση στο σχέδιο εισβολής στο Ιράκ μεγαλώνει, ακόμη και στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Παρά ταύτα, αν το σχέδιο εισβολής εξακολουθεί να χαίρει σοβαρής υποστήριξης, ο λόγος δεν είναι η ανάγκη εκδίωξης του Σαντάμ από την εξουσία, αλλά η επιβολή στην περιοχή μιας συνολικής λύσης που θα λύσει τα προβλήματα του Ισραήλ και θα δώσει τέλος στον «άξονα του κακού».

Αν και είναι αδύνατο να αξιολογήσει κανείς τις πιθανότητες που έχει η καθεμιά από τις δύο παραπάνω στρατηγικές, έχουν πάντως ένα κοινό σημείο: τη διαπίστωση ότι το κεντρικό πρόβλημα προέρχεται από την αδυναμία των κρατών της περιοχής, περισσότερο κι από τη βιαιότητα μιας πολιτικο-θρησκευτικής εκστρατείας.

Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει ο Τουρέν, δεν μπορεί να υπάρξει διευθέτηση για ένα εκρηκτικό πρόβλημα χωρίς να προταθούν περιφερειακές λύσεις.