Πολιτική
Τετάρτη, 25 Σεπτεμβρίου 2002 20:31

Η επιστημονική γνώμη του ΔΣΑ για την τρομοκρατία

Η επιστημονική επιτροπή που συγκροτήθηκε με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για να εξετάζει ζητήματα νομιμότητας που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ανάκρισης για την υπόθεση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17Ν», διατύπωσε ομόφωνα την ακόλουθη γνώμη:

«1. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις για τους κατηγορούμενους για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση – ρυθμίσεων οι οποίες θα μπορούσαν να τεθούν και με Προεδρικό Διάταγμα, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 του Σωφρονιστικού Κώδικα, είναι αυτονόητο ότι η προσωρινή κράτηση των ως άνω υποδίκων διέπεται από τις γενικής εφαρμογής διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα.

2. Ο Σωφρονιστικός Κώδικας θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της νομολογίας των δικαιοδοτικών οργάνων του Στρασβούργου και της σχετικής εν προκειμένω σύστασης R(87)3 της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

3. Κοινός παρονομαστής των αρχών που θέτουν οι ως άνω ρυθμίσεις είναι ότι, κατά την διάρκεια της κράτησής τους, οι υπόδικοι δεν παύουν να είναι φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων. Επιτρέπεται, ωστόσο, η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, αφ’ ενός μεν για την διασφάλιση της ευταξίας και της πειθαρχίας στο σωφρονιστικό κατάστημα, αφ’ ετέρου δε για τις ανάγκες της διεξαγόμενης ανάκρισης και την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Μέτρο της νομιμότητας των περιορισμών αυτών είναι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτρέπει την επιβολή μόνον όσων περιορισμών είναι αναγκαίοι, κατάλληλοι και ανάλογοι προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτούς.

4. Η προφορική, γραπτή, τηλεφωνική ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνία του κρατουμένου κατηγορουμένου με το συνήγορό του είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη και απρόσκοπτη και πρέπει να διεξάγεται με άνεση χώρου και χρόνου χωρίς παρακολούθηση και έλεγχο. Η ρύθμιση των όρων διεξαγωγής της επικοινωνίας και οι σχετικοί περιορισμοί δεν επιτρέπεται να την επηρεάζουν σε τέτοιο σημείο, ώστε να ματαιώνεται ή να δυσχεραίνεται ουσιαστικά η υπεράσπιση του κατηγορουμένου και η άσκηση των δικαιωμάτων του, καθώς και η εκπλήρωση των καθηκόντων του συνηγόρου για την επιμελή και ευσυνείδητη εκτέλεση της εντολής που του ανετέθη.

5. Ο δικηγόρος, από το πολίτευμα, αλλά και τον Κώδικα Δεοντολογίας έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του επί των γενικότερων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Οφείλει, όμως, να τηρεί τον κανόνα του μέτρου και να μην εκθέτει την αξιοπρέπεια του σώματος.

Ο ποινικός υπερασπιστής, ειδικότερα, έχει κάθε δικαίωμα να προβάλλει, τις απόψεις του εντολέα του. Οφείλει, όμως, πάντοτε να τηρεί τον πιο πάνω κανόνα καθώς και τους δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την μυστικότητα της ανάκρισης και την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Ασφαλώς, δε ο νομικός, παραστάτης δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε υποθέσεις του, ως μέσο προς επιδίωξη προσωπικής του προβολής. Συμπεριφορά αυτού του είδους ρητά αντίκειται στο νόμο και προσβάλλει τις υγιείς αντιλήψεις άσκησης δικηγορίας.

Είναι, τέλος, αυτονόητο ότι σε καμία περίπτωση δεν συγχωρείται ταύτιση του δικηγόρου με τον εντολέα του».

Η επιστημονική επιτροπή του ΔΣΑ αποτελείται από τους: Δ. Παξινό, πρόεδρο ΔΣΑ, Ν. Αλιβιζάτο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Χριστ. Αργυρόπουλο, πρόεδρο της Ενωσης Ποινικολόγων, Γ. Καμίνη, επίκουρο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Γ. Κ. Στεφανάκη, δικηγόρο, και Γ. Ε. Στεφανάκη, δικηγόρο.