Στη θεωρία αποφάσεων αποδεικνύεται μαθηματικά ότι μόνο όταν ο προβληματισμός επηρεάζεται από ένα και μόνο κριτήριο, για παράδειγμα οικονομικό, περιβαλλοντικό, τεχνικό ή κοινωνικό υπάρχει μία και μόνο «βέλτιστη» απόφαση, δηλαδή η «καλύτερη δυνατή λύση», η «άριστη απόφαση».
Από τον Ιάκωβο Γκανούλη*
Στη θεωρία αποφάσεων αποδεικνύεται μαθηματικά ότι μόνο όταν ο προβληματισμός επηρεάζεται από ένα και μόνο κριτήριο, για παράδειγμα οικονομικό, περιβαλλοντικό, τεχνικό ή κοινωνικό υπάρχει μία και μόνο «βέλτιστη» απόφαση, δηλαδή η «καλύτερη δυνατή λύση», η «άριστη απόφαση». Μπορούμε έτσι να μιλάμε για τη βέλτιστη οικονομική απόφαση ή τη βέλτιστη περιβαλλοντική ή τεχνική εναλλακτική λύση. Στην πραγματικότητα, σε σύνθετους προβληματισμούς όπως είναι τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, υπεισέρχονται πάντοτε πολλαπλά κριτήρια και μάλιστα με συνθήκες αβεβαιότητας, που συνεπάγονται κινδύνους αρνητικών συνεπειών. Μιλάμε τότε για προβλήματα λήψης αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια υπό συνθήκες επικινδυνότητας. Στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται μαθηματικά ότι το πρόβλημα δεν έχει μία και μοναδική βέλτιστη λύση αλλά επιδέχεται πολλαπλές δυνατές εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες πληρούν όλα τα κριτήρια ως προς ένα μόνο βαθμό. Η τελική απόφαση είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των πολλαπλών κριτηρίων.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι η σύνταξη και η τελική ψήφιση του νέου νόμου για την οργάνωση της Ανώτατης Παιδείας στη χώρα μας έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πολυκριτηριακού προβληματισμού. Στην περίπτωση αυτή δύο βασικές και αντιθετικές μεταξύ τους ομάδες κριτηρίων κυριαρχούν: (1) από τη μια μεριά τα κριτήρια οργάνωσης του δημόσιου αυτοδιοικούμενου ακαδημαϊκού Παν/μίου, όπως λειτουργεί τις τελευταίες δεκαετίες με βάση το νόμο 1268/78, που δίνει έμφαση στο δημόσιο χαρακτήρα του, το αυτοδιοίκητο, την ακαδημαϊκή προσέγγιση με την ανάπτυξη «μη άμεσα ανταποδοτικών» γνώσεων, την ακαδημαϊκή ελευθερία σε συνδυασμό με το Παν/κό άσυλο και την παροχή φοίτησης και σίτισης για όλους, και (2) από την άλλη μεριά η οργάνωση του Παν/μίου σε ένα διεθνές περιβάλλον στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, όπως διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης και κυρίως στις ΗΠΑ, δίνοντας έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, την «ανταποδοτικότητα» με οικονομικά κυρίως κριτήρια και τη διοίκηση με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους νόμους της αγοράς. Ο προβληματισμός τίθεται όταν θελήσουμε να συμβιβάσουμε τις δύο παραπάνω ομάδες αντιθετικών κριτηρίων με ζητούμενο ο νέος νόμος 4009/11 να πληροί τις προϋποθέσεις μιας συμβιβαστικά αποδεκτής λύσης.
Στη θεωρία των αποφάσεων το σύνολο των αποδεκτών λύσεων ορίζεται σε χώρο με όρια τις περιοριστικές συνθήκες. Για παράδειγμα αν έχουμε δύο κριτήρια το περιβαλλοντικό και το οικονομικό, περιοριστικές συνθήκες είναι η μέγιστη αποδεκτή περιβαλλοντική βλάβη η το μέγιστο διαθέσιμο ποσό. Μη αποδεκτές λύσεις είναι αυτές που ξεπερνούν τον προϋπολογισμό η επιφέρουν μη αποδεκτές περιβαλλοντικές συνέπειες.
Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αναλυτικά τις διατάξεις του νέου νόμου που ικανοποιούν ή που αντιτάσσονται στα διάφορα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού ή του προτεινόμενου μοντέλου Παν/μίου. Πιο συνοπτικά, δύο είναι οι βασικές ομάδες κριτηρίων: (1) αυτά που σχετίζονται με την οργάνωση των σπουδών και της έρευνας και (2) όσα χαρακτηρίζουν τον τρόπο διοίκησης. Μή αποδεκτές η κόκκινες γραμμές στο νέο νόμο αναφορικά με το (1):ακαδημαϊκή οργάνωση θα ήταν η κατάργηση των τομέων και των τμημάτων με την ανάδειξη των σχολών σαν βασικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ερευνητικών μονάδων. Βασικό επιχείρημα της αλλαγής αυτής στο νόμο είναι η προώθηση της διεπιστημονικότητας. Το επιχείρημα αυτό κατά τη γνώμη μου δεν ευσταθεί σε προπτυχιακό επίπεδο: διεπιστημονικότητα δεν είναι να μάθουν από την αρχή των σπουδών όλοι λίγο απόλα αλλά να δοθούν οι δυνατότητες συνεργασίας καλά καταρτισμένων επιστημόνων για την αντιμετώπιση σύνθετων προβλημάτων στην πράξη. Αυτό σημαίνει να εκπαιδεύει το Παν/μιο καλούς επιστήμονες στον κλάδο τους σε προπτυχιακό επίπεδο και να παρέχει διεπιστημονική εκπαίδευση και οργάνωση στην κλίμακα των μεταπτυχιακών σπουδών. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι στο νέο νόμο παρόλο ότι τα τμήματα χάνουν το διοικητικό τους ρόλο, παραμένουν σαν ακαδημαϊκές μονάδες. Ετσι τα τμήματα μέσα από τους εσωτερικούς κανονισμούς των Παν/κών ιδρυμάτων θα μπορούσαν να βελτιώσουν το νόμο σ’ αυτή τη θεμελιώδους σημασίας ρύθμιση, που αφορά τον τρόπο λειτουργίας των Σχολών, τα πτυχία και τη διεπιστημονικότητα.
Ως προς το σημείο (2): διοίκηση, το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Πρύτανης είναι πρόσωπα που προέρχονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα και εκλέγονται από αυτή αποτελεί κατά τη γνώμη μου έναν αποδεκτό συμβιβασμό ανάμεσα στα κριτήρια του παραδοσιακού και του προτεινόμενου μοντέλου διοίκησης του Παν/μίου.
Ένας νόμος πλαίσιο προδιαγράφει τις γενικές κατευθύνσεις του τρόπου λειτουργίας των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Εξ ορισμού δεν μπορεί να προδιαγράψει την ποιότητα των σπουδών και της έρευνας. Αυτό εναπόκειται στην προσωπικότητα και την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού που καλείται να τον εφαρμόσει. Θα ήταν ευχής έργο όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, δηλ. καθηγητές, φοιτητές, πολιτικοί, γονείς και όλοι οι πολίτες να συμφωνούσαν σε ένα αμοιβαία αποδεκτό νόμο μέσα απο καλά προετοιμασμένες διαδικασίες άμεσης και ηλεκτρονικής διαβούλευσης. Ο νόμος 4009/11 σίγουρα δεν είναι η καλύτερη απάντηση στα προβλήματα του Παν/μίου. Σίγουρα δεν είναι ο βέλτιστος η ο τέλειος νόμος. Για να επανέλθουμε στη θεωρία των αποφάσεων, αν από την ανάλυση των διαφόρων κριτηρίων τον θεωρούσαμε οριακά αποδεκτό, το τελικό συμπέρασμα θα ήταν αυτό που συμφωνεί με την κοινή λογική και τη λαϊκή ρύση, οτι δηλαδή στην παρούσα συγκυρία με τις πολλαπλές προκλήσεις και τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, αναζητώντας το τέλειο μέσα απο απεργίες και καταλήψεις, «το τέλειο θα ήταν εχθρός του καλού».
* Διευθυντής της Έδρας UNESCO για τη Διαχείριση των Υδάτων στο ΑΠΘ
Καθηγητής στον Τομέα Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος
Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ
e-mail:[email protected]