Κόσμος
Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου 2002 17:00

ΗΠΑ και Ρωσία ορέγονται μια νέα πετρελαϊκή τάξη

Αποφασισμένος να διώξει τον Σαντάμ Χουσεϊν από τη Βαγδάτη, με ή χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών, ο Τζορτζ Μπους φαίνεται να βρήκε στο πρόσωπο του γενικού διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έναν απροσδόκητο σύμμαχο.

Σε συνέντευξή του στη «Herald Tribune», ο διευθυντής του ΔΝΤ Χόρστ Κέλερ δήλωσε ότι «αν η επιχείρηση περιοριστεί στο Ιράκ και είναι σχετικά βραχυχρόνια, πιστεύω ότι οι επιπτώσεις της στις οικονομίες θα είναι μικρές, ενώ θα μπορούσε να αποβεί και θετική στο βαθμό που θα βοηθούσε να αποσαφηνιστεί η κατάσταση» http://www.naftemporiki.gr/news/static/02/09/20/246195.htm .

Λίγο αργότερα, ένας βοηθός του Κέλερ διευκρίνισε ότι ο διευθυντής του ΔΝΤ εύχεται να υπάρξει ειρηνική επίλυση της διένεξης με τον Σαντάμ.

Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, ο διευθυντής του ΔΝΤ θεωρεί ότι η πραγματική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, δεν είναι τόσο η ύφεση, όσο ο κίνδυνος διαφοροποίησης της αναμενόμενης ανάκαμψης, με τις παγκόσμιες τιμές, και ιδιαίτερα την τιμή του πετρελαίου, να αποτελούν έναν επιπλέον παράγοντα αστάθειας.

Διχασμένες ανάμεσα στον πειρασμό να συνεχίσουν να ευνοούν την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, ώστε να αυξήσουν τα έσοδά τους, και στον κίνδυνο η αύξηση αυτή να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης του «μαύρου χρυσού», οι χώρες του ΟΠΕΚ αποφάσισαν στην τελευταία σύνοδό τους να διατηρήσουν αναλλοίωτη την «οροφή» της παραγωγής τους στα 21,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Οι εξαγωγοί πετρελαίου έχουν ακόμη στη μνήμη τους το πικρό μάθημα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου του 1991, στις πρώτες ώρες του πολέμου κατά του Ιράκ, όταν η τιμή του πετρελαίου έπεσε απότομα κατά 10 δολάρια το βαρέλι.

Τι θα συνέβαινε αν η Ουάσιγκτον αποφάσιζε να ανοίξει πυρ, με ή χωρίς τη συγκατάθεση του ΟΗΕ;

«Σε πρώτη φάση, υπάρχει κίνδυνος η τιμή του πετρελαίου να εκτιναχθεί στα ύψη, αλλά αυτή η αύξηση δεν θα κρατήσει. Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική από εκείνη που ίσχυε το 1990, και πολύ περισσότερο τη δεκαετία του '70, πριν από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις», σημειώνει ο Αντερ Τέρνερ, αντιπρόεδρος της Μέριλ Λιντς για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Στην πετρελαϊκή αγορά, το «βάρος» του Ιράκ είναι σήμερα πολύ λιγότερο σε σχέση με το 1990.

Η Βαγδάτη εξακολουθεί να έχει όμως τεράστια αποθέματα και ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα λόγω του εμπάργκο. Εφόσον τεθεί υπό αμερικανική κηδεμονία, το Ιράκ θα μπορέσει να αυξήσει γρήγορα την ημερήσια παραγωγή του στα 6 με 7 εκατομμύρια βαρέλια, έναντι 2 εκατομμυρίων το 2001. Εξ ου και το ενδιαφέρον των αμερικανικών, ρωσικών και ευρωπαϊκών εταιρειών.

Η πιο αξιόλογη μεταβολή αφορά τη Ρωσία η οποία, αφού για αρκετά χρόνια βρισκόταν στην πρώτη θέση μαζί με τη Σαουδική Αραβία, τον περασμένο Φεβρουάριο ανέκτησε και πάλι την πρώτη θέση που είχε πριν από 20 χρόνια, με ημερήσια παραγωγή 7,3 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου.

Παίζοντας ένα παιχνίδι πόκερ με την Ουάσιγκτον, στην οποία προσφέρει τη στήριξη στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας με αντάλλαγμα τη σιωπή της για τις επιχειρήσεις στο έδαφος της Γεωργίας, η Μόσχα επιδιώκει να μειώσει την αμερικανική παρουσία στην «αυλή» της.

Και ιδιαίτερα εκεί όπου είχε μέχρι πρόσφατα σχεδόν το μονοπώλιο: τη μεταφορά πετρελαίου από την Κασπία.

Στις 19 Σεπτεμβρίου εγκαινιάστηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν ο γιγάντιος πετρελαιαγωγός που περνά από την Τιφλίδα και καταλήγει στο Τζεϊχάν της Τουρκίας, παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Ο αγωγός αυτός, που θα έχει μήκος 1.750 χιλιόμετρα και θα κοστίσει 3 δισεκατομμύρια ευρώ, εγκαινιάστηκε παρουσία των προέδρων του Αζερμπαϊτζάν, της Γεωργίας και της Τουρκίας, αλλά και του υπουργού Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών, λόγω της συμμετοχής αμερικανικών εταιρειών στο έργο. Το κακό είναι ότι το κόστος εξόρυξης ενός βαρελιού στην περιοχή παραμένει μεγαλύτερο από το αντίστοιχο κόστος στο Ιράκ.