Κόσμος
Τετάρτη, 02 Νοεμβρίου 2011 20:20

Ακραία ανισότητα

Το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουολ Στριτ!» είναι ένα παράδειγμα της ξαφνικής εκδήλωσης της έντασης ανάμεσα στους πλούσιους της Αμερικής και στο «υπόλοιπο 99%».

Οπως γράφει ο Τόμας Σουλτς στο Spiegel, τα μέλη του κινήματος στη Νέα Υόρκη αντιμετωπίστηκαν στην αρχή με χλεύη.

«Είμαστε το 99%», απαντούσαν εκείνοι. Και παραδόξως, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πλησίαζαν στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή την ανισότητα, που στην Αμερική είναι η μεγαλύτερη του τελευταίου αιώνα. Ακόμη και για μια χώρα που δεχόταν ανέκαθεν τα αντίθετα άκρα ως μέρος της ταυτότητάς της, το χάσμα έχει γίνει πια πολύ μεγάλο. Οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί κατέχουν σήμερα περισσότερα από τα 150 εκατομμύρια των Αμερικανών μαζί.

Τα δύο τρίτα των ιδιωτικών κεφαλαίων είναι συγκεντρωμένα στα χέρια του 5% των Αμερικανών. Στη Γερμανία, αντίθετα, το ανώτερο 5% του πληθυσμού κατέχει λιγότερο από το μισό των κεφαλαίων. Μόνο το 2009, την ίδια ώρα που γίνονταν στην Αμερική μαζικές απολύσεις, ο αριθμός των εκατομμυριούχων εκτοξευόταν στα ύψη.

Σε ένα βιβλίο τους που εκδόθηκε το 2010, οι αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες Τζέικομπ Χάκερ και Πολ Πίρσον επισημαίνουν ότι αυτή «η υπέρμετρη συγκέντρωση κεφαλαίων στην κορυφή» υπήρχε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν μεγιστάνες όπως ο Τζον Ροκφέλερ, ο Αντριου Κάρνεγκι και ο Τζ. Π. Μόργκαν κυριαρχούσαν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και είχαν για χρόνια τη χώρα υπό τον έλεγχό τους.

Ο Μαρκ Τουέιν χρησιμοποίησε τον όρο «Gilded Age» για να περιγράψει εκείνη την περίοδο της ταχείας ανάπτυξης, όταν η εκτυφλωτική βιτρίνα της αμερικανικής ζωής συγκάλυπτε τη μαζική ανεργία, τη φτώχεια και τη διαίρεση της κοινωνίας στα δύο.

Οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εισέλθει σε μια νέα Gilded Age, μια περίοδο συστηματικής ανισότητας που κυριαρχείται από μια νέα τάξη υπερπλουσίων, και φοβούνται ότι η αλλαγή αυτή θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο οικονομικό μέλλον της χώρας. Η ακραία ανισότητα, λένε, απειλεί να επιβραδύνει δραματικά την ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Η εξέλιξη αυτή διαρκεί εδώ και χρόνια, αλλά ήταν συγκαλυμμένη στα χρόνια των φτηνών δανείων, της αύξησης των τιμών των ακινήτων και της υπέρμετρης κατανάλωσης. Η χρηματοπιστωτική κρίση έφερε αυτά τα προβλήματα στην επιφάνεια.

Κατά τη δεκαετία του '70, τα εισοδήματα των Αμερικανών όλων των κοινωνικών τάξεων αυξήθηκαν κατά 3% τον χρόνο. Την επόμενη δεκαετία, όμως, η τάση αυτή άλλαξε. Η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, προς όφελος όμως μόνο των πιο πλουσίων. Από την αρχή της νέας χιλιετίας, το χάσμα άρχισε να βαθαίνει με ταχείς ρυθμούς. Την περίοδο 2002-2007, το 65% των κερδών αντιστοιχούσε στο 1% των φορολογούμενων. Παρόλο που η παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας αυξήθηκε σημαντικά από την αρχή της χιλιετίας, οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν επωφελήθηκαν απ' αυτό. Και το μέσο ετήσιο εισόδημα μειώθηκε κατά 10%.

Οπως γράφουν οι Χάκερ και Πίρσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει μια οικονομία όπου «νικητής τα παίρνει όλα», πριν από μια γενιά, οι ΗΠΑ ήταν ένα αναγνωρίσιμο, με μεγάλες ανισότητες ασφαλώς, μέλος της οικογένειας των ανθηρών δημοκρατιών που λέγονται μικτές οικονομίες, όπου η ταχεία ανάπτυξη ωφελεί όλο τον πληθυσμό. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Από το 1980 και μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει από την οικογένεια των μικτών οικονομιών σ' εκείνη των καπιταλιστικών ολιγαρχιών, όπως είναι η Βραζιλία, το Μεξικό και η Ρωσία.

Το 1980, οι αμερικανοί πρόεδροι και διευθυντές επιχειρήσεων κέρδιζαν 42 φορές περισσότερα από τον μέσο εργαζόμενο. Σήμερα, η αναλογία αυτή είναι 1 προς 300! Στη Γερμανία, τα ανώτερα στελέχη των 30 εταιρειών που απαρτίζουν τον χρηματιστηριακό δείκτη DAX σπανίως κερδίζουν 100 φορές περισσότερα απ' όσα οι κατώτεροι υπάλληλοί τους και η αναλογία αυτή είναι συνήθως 1 προς 30 ή 40.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, που έχει τις ρίζες της στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές, ενδεχομένως να προκλήθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την αύξηση της ανισότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πηγή: Der Spiegel, ΑΠΕ-ΜΠΕ