Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ο 87χρονος συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης, έφυγε από την ζωή την Τρίτη 22 Νοεμβρίου, στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου και διέμενε.
Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ο 87χρονος συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης, έφυγε από την ζωή την Τρίτη 22 Νοεμβρίου, στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου και διέμενε.
Ο Κουνάδης, σημαίνουσα προσωπικότητα των σύγχρονων ελληνικών μελωδιών και δάσκαλος διαπρεπών μουσικών, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1924. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητές τους Δημ. Μακρή και Σπ. Φαραντάτο, λαμβάνοντας δίπλωμα πιάνου το 1952, ενώ το 1956 πήρε δίπλωμα σύνθεσης από το Ελληνικό Ωδείο, όπου σπούδασε με καθηγητή τον Γ. Παπαϊωάννου.
Από το 1950 συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Το 1951 ερμήνευσε με την Κρατική Ορχήστρα, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το κοντσέρτο για πιάνο του Χατσατουριάν και άρχισε να γράφει τις πρώτες του συνθέσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο μαζί με τη μουσική των Μπάρτοκ και Στραβίνσκι επηρέασαν βαθιά τα πρώτα έργα του, της περιόδου 1949 - 1957, τα περισσότερα από τα οποία, αργότερα, αποκήρυξε.
Το 1958 σπούδασε ως υπότροφος - των κυβερνήσεων Ελλάδας και Γερμανίας- στη Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ και εντρύφησε στη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, με καθηγητές τον συνθέτη Βόλφγκανγκ Φόρτνερ και τον μαέστρο Καρλ Φέτερ.
Μετά την αποκήρυξη του πρώιμου έργου, έως το 1957, στρέφοντας το μουσικό του βλέμμα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, επέλεξε μια «υπερμοντέρνα» μουσική τεχνοτροπία «βυζαντινής» αυστηρότητας, η οποία δίνει έμφαση στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο, που μεταφέρονται ακόμη και σε καθαρώς συμφωνικά του έργα. Το «Χορικόν» (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (IGNM - SIMC) στην Κολωνία το 1959, και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον Φόρτνερ (1961).
Το 1963 διορίστηκε βοηθός του Φόρτνερ και το 1972 καθηγητής στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση του συνόλου «Μούζικα Βίβα».
Μονόπρακτά του παίζονται σε σημαντικά θέατρα της Γερμανίας όπως το Μπαϊρόιτ. Έγραψε όπερες με ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση - όπως οι δημιουργίες «Το λαστιχένιο φέρετρο», «Τα μαγεμένα αναλόγια», «Τειρεσίας»- οι οποίες έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά γερμανικά θέατρα (Βόννη, Μπαϊρόιτ, Χαϊδελβέργη, Φράιμπουργκ, Λίμπεκ, κ.α.), στη Λυρική Σκηνή και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έργα του μουσικής δωματίου για μικρά σύνολα παίχτηκαν στη Δ. Ευρώπη, τον Καναδά, τις Η.Π.Α., τη Λατινική Αμερική, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία.
Έγραψε, επίσης, και πολλά ελληνικά τραγούδια, που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το τραγούδι «Στη πλατεία Αβησσυνίας», το «Do you like the Greece» που απέδωσε σε πρώτη εκτέλεση ο Α. Καλογιάννης, και το ωραίο θαλασσινό τραγούδι με τους αλληγορικούς στίχους των ψυχικών δυνάμεων της ελευθερίας, που - επίκαιρο όσο ποτέ- μας θυμίζει μέχρι σήμερα πως «είναι τα' αμπάρια γεμάτα, π' ανάθεμά τα, άγρια θεριά»... προτρέποντας... «Όρτσα τα πανιά».
Η κηδεία του Αργύρη Κουνάδη θα γίνει στο Φράιμπουργκ.