Η σύνθετη, πολύπλευρη ταραγμένη πραγματικότητα εν μέσω επαναπροσδιορισμών και ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο θα αποτελέσει το θέμα της νέας μεγάλης έκθεσης «Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό: Η Τέχνη στην Ύστερη Αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ.» που θα παρουσιαστεί στο Ωνάσειο Μορφωτικό Κέντρο, στο Μανχάταν, από τις 7 Δεκεμβρίου μέχρι τις 14 Μαΐου 2012.
Η σύνθετη, πολύπλευρη ταραγμένη πραγματικότητα εν μέσω επαναπροσδιορισμών και ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο θα αποτελέσει το θέμα της νέας μεγάλης έκθεσης «Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό: Η Τέχνη στην Ύστερη Αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ.» που θα παρουσιαστεί στο Ωνάσειο Μορφωτικό Κέντρο, στο Μανχάταν, από τις 7 Δεκεμβρίου μέχρι τις 14 Μαΐου 2012.
Στην έκθεση - που αποκαλύπτει μια περίοδο αξιοσημείωτης και μάλλον απρόσμενης δημιουργικότητας στον ελληνικό κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας- θα συγκεντρωθούν 170 περίπου εξαιρετικά αντικείμενα προερχόμενα από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται σημαντικά έργα τέχνης που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ πέρα από τα ελληνικά σύνορα, καθώς και πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα που εκτίθενται για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Σχεδιασμός της έκθεσης
Η «Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό» εξιστορείται σε επτά θεματικές ενότητες:
Η πρώτη, «Το Τέλος της Αρχαιότητας; Πολιτισμικές και Θρησκευτικές Αλληλεπιδράσεις», μαρτυρεί την επιβίωση αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών μορφών λατρείας κατά τον 3ο και 4ο αιώνα και παράλληλα την εξάπλωση του Χριστιανισμού στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πολιτισμικού περιβάλλοντος. Αγάλματα προερχόμενα από χώρους λατρείας επιβεβαιώνουν την επιβίωση του παγανισμού ακόμη και στα μέσα του 6ου αιώνα στους κύκλους των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, την ίδια ώρα που ο Χριστιανισμός προσάρμοζε και αφομοίωνε παλαιότερα θεματικά και μορφολογικά πρότυπα όπως παραδείγματος χάριν, οι απόστολοι που αποδόθηκαν στον τύπο των φιλοσόφων.
Η δεύτερη ενότητα, «Η Ανάδυση του Χριστιανισμού: Από την Αναγνώριση στην Εξουσία», εξετάζει τον αντίκτυπο που είχε, αφενός, η ένταξη του Χριστιανισμού ανάμεσα στις αναγνωρισμένες θρησκείες του κράτους από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο και, αφετέρου, η ανέγερση μεγαλοπρεπών ναών στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Οι παραστάσεις και τα πρόσωπα που εικονίζονται στα νομίσματα της εποχής μαρτυρούν πως η χριστιανική εικονογραφία εντάχθηκε στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
Η ενότητα «Αστική Πραγματικότητα» επικεντρώνεται στις σταδιακές αλλαγές που συντελέσθηκαν στη ζωή των πόλεων καθώς προχωρούσε η διαδικασία του εκχριστιανισμού στα μεγάλα κέντρα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Αρχιτεκτονικές επιγραφές μαρτυρούν την συμμετοχή στο δημόσιο βίο των επισκόπων, οι οποίοι μετείχαν της κλασικής παιδείας και συχνά προέρχονταν από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη, ψηφιδωτά και πορτρέτα αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη μιας νέας κοινωνικής τάξης αξιωματούχων και πολιτών. Τα αναρίθμητα νομίσματα και ο περίφημος «θησαυρός» από την Κράτηγο της Μυτιλήνης μαρτυρούν όχι μόνο τον πλούτο των πόλεων αλλά και την συνεχή απειλή εισβολών και λεηλασιών κατά την διάρκεια της όψιμης μετάβασης (τέλη 6ου-7ος αι.).
Η τέταρτη ενότητα, «Καθημερινή Ζωή», παρουσιάζει αντικείμενα που σχετίζονται με τα αγωνίσματα του Ιπποδρόμου, που αντικατέστησαν τους αθλητικούς αγώνες της Αρχαιότητας, γαμήλια δακτυλίδια, στα οποία διαφαίνεται ο σταδιακός εκχριστιανισμός του θεσμού του γάμου, και στολίδια που μαρτυρούν ότι η επιθυμία για το ωραίο εξακολούθησε να υπάρχει και σε αυτή την εποχή. Μία σειρά από φυλαχτά και αποτροπαϊκά αντικείμενα με μαγικά σύμβολα που αποβλέπουν στην απομάκρυνση των πονηρών πνευμάτων και την προστασία από το κακό μάτι και τους δαίμονες μαρτυρεί την επιβίωση παλαιότερων, παγανιστικών κατά κανόνα, λαϊκών δοξασιών και τη συνύπαρξή τους με τα νέα χριστιανικά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σύμβολο του σταυρού ή η εικόνα του προστάτη αγίου επικρατούσε όλο και περισσότερο ως αντικείμενο προσωπικής προστασίας.
Στην πέμπτη ενότητα, «Πρώιμη Χριστιανική Λατρεία», αρχιτεκτονικά μέλη και εκκλησιαστικά αντικείμενα φανερώνουν την προσαρμογή των παλαιών μορφών λατρείας στις νέες θρησκευτικές ανάγκες. Μαζί με τους παλαιότερους αρχιτεκτονικούς τύπους που τέθηκαν στην υπηρεσία της νέας θρησκείας, όπως η βασιλική (εξέλιξη του ομώνυμου ρωμαϊκού κοσμικού κτηρίου) και η βασιλική μετά τρούλου (μετεξέλιξη των υστερο-ρωμαϊκών μαυσωλείων), τα αντικείμενα που εκτίθενται φανερώνουν στο σύνολό τους τη διαδικασία της μεταλλαγής, την πραγματοποίηση της μετάβασης.
Η έκτη ενότητα, «Θάνατος-Νέα Ζωή», παρουσιάζει τη βαθιά εσωτερική αλλαγή που επέφερε ο Χριστιανισμός όταν οι άνθρωποι άρχισαν να θεωρούν τον επί της γης θάνατο ως αρχή της αιώνιας ζωής στον ουρανό. Τα εκθέματα της συγκεκριμένης ενότητας σχετίζονται, αφενός, με τις ταφικές συνήθειες της εποχής, κι αφετέρου, με τους μάρτυρες, τους αγίους και τις θαυματουργικές ικανότητες που τους αποδίδονταν μετά τον θάνατό τους. Φιαλίδια, λειψανοθήκες και ψηφιδωτά απεικονίζουν τη διάδοση της λατρείας των αγίων, ενώ «ευλογίες» και παντός είδους (κοσμήματα και μικρά σκεύη) που προέρχονται από τους διάφορους τόπους προσκυνήματος των χριστιανών προβάλλουν το φαινόμενο της επίσκεψης προσκυνητών στα ιερά των μαρτύρων. Τέλος, η ενότητα με τίτλο «Η Γένεση της Χριστιανικής Τέχνης» θα εξετάσει την τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας, η οποία ανιχνεύεται κατά κύριο λόγο στα ταφικά συγκροτήματα των πρώιμων χριστιανικών χρόνων. Μαζί με τα σύμβολα, τα οποία είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη νέα θρησκεία, το Χριστόγραμμα, τον ιχθύ, τον σταυρό, χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς και άλλα θέματα από την ελληνορωμαϊκή τέχνη με νέο όμως περιεχόμενο.
Την έκθεση επιμελήθηκαν η Δρ. Ευγενία Χαλκιά, διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου και η Δρ. Αναστασία Λαζαρίδου, αναπληρώτρια διευθύντρια, με τη συνεργασία μιας ομάδας ειδικών επιστημόνων του Μουσείου.
Το Θυγατρικό Ίδρυμα Ωνάση στη Νέα Υόρκη είναι ανοιχτό στο κοινό από τη Δευτέρα έως το Σάββατο, από τις 10 π.μ. έως τις 6 μ.μ. Την ημέρα των Χριστουγέννων και την Πρωτοχρονιά το Θυγατρικό Ίδρυμα Ωνάση παραμένει κλειστό. Η είσοδος στην έκθεση είναι δωρεάν.