Κόσμος
Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2011 11:03

Ντέρμπαν: Eν μέσω εντάσεων η διάσκεψη για το κλίμα

Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα για την εκπνοή του Πρωτοκόλλου του Κιότο αρχίζει στη Νότιο Αφρική η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, με τη συμμετοχή 10.000 αξιωματούχων από 194 χώρες.

Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα για την εκπνοή του Πρωτοκόλλου του Κιότο αρχίζει στη Νότιο Αφρική η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, με τη συμμετοχή 10.000 αξιωματούχων από 194 χώρες. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο εδώ και μήνες ότι οι συνομιλίες θα καταλήξουν - στην καλύτερη περίπτωση- σε αδιέξοδο, κυρίως εξαιτίας των διαφωνιών μεταξύ αναπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομικών με αιχμή την παράταση της ισχύος του Πρωτοκόλλου.

Κίνα και Ινδία επιθυμούσαν την ανανέωση της συμφωνίας, αφού δεν προϋποθέτει την ανάληψη από την πλευρά τους ουσιωδών πρωτοβουλιών για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Καθώς το Πρωτόκολλο του Κιότο δεσμεύει τις βιομηχανοποιημένες χώρες να λάβουν δραστικά μέτρα, πολλές χώρες θεωρούν άδικο το «ντηλ»: οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από το Κιότο πριν από δέκα χρόνια, ενώ τώρα Καναδάς, Ρωσία και Ιαπωνία ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται να υπογράψουν μια τέτοια συμφωνία.

Τώρα ωστόσο, και κάποιοι από τους μεγαλύτερους ρυπαντές του αναπτυσσόμενου κόσμου φέρονται να πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα, επιδιώκοντας να καθυστερήσουν μια νέα συμφωνία. Ενώνοντας τη φωνή τους με Ηνωμένες Πολιτείες και Ιαπωνία, η Ινδία και η Βραζιλία ζητούν οι διαπραγματεύσεις να αρχίσουν μετά από το 2015, γεγονός που έχει προκαλέσει την οργή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χωρών, οι οποίες βιώνουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.

«Βρίσκονται στο χείλος του χάους», δήλωνε έμπειρος διαπραγματευτής προσθέτοντας ότι «πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να επιλύσουν τα προβλήματα». Τα ευάλωτα κράτη απευθύνουν έκκληση οι αντιπαραθέσεις μεταξύ πλουσίων και αναπτυσσόμενων να μην καθυστερήσουν την επίτευξη νέας συμφωνίας, καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «πολιτική της αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής», όπως έλεγε ένας άλλος διαπραγματευτής.

«Νταήδες» του κλίματος

Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με έκθεση του World Development Movement, που δημοσιοποιείται με αφορμή τη διάσκεψη, πλούσιες χώρες όπως η Βρετανία χρησιμοποιούν την οικονομική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ως μοχλό πίεσης για να επιτύχουν τους στόχους τους σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.

Γίνεται για παράδειγμα λόγος για μυστικές συνομιλίες με στόχο την επίτευξη συμφωνιών της τελευταίας στιγμής, όπου ξαφνικά οι φτωχές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια ειλημμένη απόφαση, όπως συνέβη στην Κοπεγχάγη πριν από δύο χρόνια, όταν οι σύνεδροι είχαν στη διάθεσή τους μόλις μια ώρα για να διαβάσουν το τελικό κείμενο που είχαν συντάξει 26 χώρες.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιούν τις ίδιες βάναυσες τακτικές δωροδοκίας των αναπτυσσόμενων χωρών, τις οποίες είδαμε στην Κοπεγχάγη», καταγγέλλει ο Μάρεϊ Ουέρθι του WDM. «Εγκαταλείπουν τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους για παροχή οικονομικής βοήθειας προκειμένου οι αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, λέγοντάς τους ότι οι πόροι θα είναι διαθέσιμοι μόνο σε χώρες που συμφωνούν σε μια νέα συμφωνία, αντίθετη με το Πρωτόκολλο του Κιότο».

Κρίσιμη διάσκεψη

Πέρυσι στο Κανκούν, οι σύνεδροι κατέληξαν μεταξύ άλλων σε συμφωνία για τη δημιουργία ταμείου, το οποίο θα βοηθήσει τις φτωχές χώρες να προσαρμοστούν στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ανέβαλαν ωστόσο για το Ντέρμπαν την πολιτικά φορτισμένη συζήτηση για παράταση του Πρωτοκόλλου του Κιότο.

Οι φετινές συνομιλίες αποτελούν την τελευταία ευκαιρία για τη θέσπιση δεσμευτικών στόχων για περιορισμό των εκπομπών πριν από την εκπνοή της συνθήκης του Κιότο. Η διάσκεψη θεωρείται ακόμη πιο κρίσιμη στη σκιά της δημοσιοποίησης των τελευταίων στοιχείων που δείχνουν αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα περίμενε κανείς πριν από τέσσερα χρόνια, όταν δόθηκε στη δημοσιότητα η προηγούμενη έκθεση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή.

Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, το 2010, έφθασαν τα 33,51 δισεκατομμύρια τόνους, μια αύξηση της τάξης του 6% σε σχέση με το 2009.