Eλλάδα και Ιταλία, απεγνωσμένες αφότου τα παλαιά πολιτικά συστήματα τις οδήγησαν στο χρέος και στην κρίση, επέλεξαν αντί για πολιτικούς τεχνοκράτες οικονομολόγους -το Λουκά Παπαδήμο και το Μάριο Μόντι- να ηγηθούν των νέων κυβερνήσεων.
Eλλάδα και Ιταλία, απεγνωσμένες αφότου τα παλαιά πολιτικά συστήματα τις οδήγησαν στο χρέος και στην κρίση, επέλεξαν αντί για πολιτικούς τεχνοκράτες οικονομολόγους -το Λουκά Παπαδήμο και το Μάριο Μόντι- να ηγηθούν των νέων κυβερνήσεων.
Και οι δύο μπορούν να περιγραφούν ως καθηγητές: ο Μόντι ήταν πρόεδρος του Πανεπιστημίου Bocconi, καθώς και Ευρωπαίος επίτροπος, ενώ ο Παπαδήμος ήταν συνάδελφός μου στη Σχολή Διοίκησης Kennedy του Χάρβαρντ από τότε που ολοκλήρωσε τη θητεία του ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Μέσα σε λίγο καιρό και οι δύο άνδρες πιθανότατα θα προκαλέσουν πρωτοσέλιδα με τίτλους όπως οι ακόλουθοι: «Ως καθηγητές παίρνουν "Α" στα οικονομικά, αλλά αποτυγχάνουν στην πολιτική». Αυτό θα είναι άδικο. Δεν θα είναι η έλλειψη της πολιτικής ικανότητας που θα τους εμποδίσει, αλλά μάλλον η έλλειψη πολιτικής εξουσίας.
Ο Μόντι, παρά την ισχυρή λαϊκή υποστήριξη για την κυβέρνηση τεχνοκρατών, δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί. Εν τω μεταξύ, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να παραμερίσει τα προσωπικά του πολιτικά συμφέροντα για το καλό της χώρας. Για τον Παπαδήμο τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Παρά τις καλύτερες προσπάθειες να επιμείνει σε μεγαλύτερη των τριών μηνών θητεία της νέας κυβέρνησης και τη δυνατότητα να διορίσει ο ίδιος κάποια μέλη του υπουργικού συμβουλίου ως βασικούς όρους για την αποδοχή της πρωθυπουργίας, στο τέλος δεν πέτυχε κανένα από τα δύο.
Η ανάδειξη αυτών των δύο εξαιρετικών δημοσίων υπαλλήλων πραγματοποιείται έπειτα από μια περίοδο που άλλοι καθηγητές παραγκωνίστηκαν εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων. Τον Ιούνιο ορισμένοι υψηλών προσόντων οικονομολόγοι από αναδυόμενες χώρες... προσπεράσθηκαν στη διαδικασία εκλογής του διαδόχου του Ντομινίκ Στρος-Καν στη θέση του γενικού διευθυντή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στη Γερμανία ο Αξελ Βέμπερ παραιτήθηκε τον προηγούμενο Ιανουάριο από τη θέση του προέδρου της Bundesbank και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, διότι φέρεται πως οι δηλώσεις του ότι διαφωνεί με τις αγορές κρατικών ομολόγων υπερχρεωμένων χωρών από την ΕΚΤ αντικατοπτρίζουν την πολιτική του αφέλεια. Ο Τύπος δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένας τεχνοκράτης θα μπορούσε να απαρνηθεί μια σίγουρη ευκαιρία για θέση μεγαλύτερης εξουσίας -διάδοχος του Ζαν-Κλοντ Τρισέ στη θέση του προέδρου της ΕΚΤ- για λόγους αρχής.
Αλλά αυτό ακριβώς έκανε ο κ. Βέμπερ. Η προθυμία παράδοσης της εξουσίας, εάν κριθεί αναγκαίο, αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματα που οι καθηγητές φέρουν σε τέτοιες θέσεις (η προεδρία της ΕΚΤ πήγε σε έναν άλλο οικονομολόγο και τεχνοκράτη, τον Μάριο Ντράγκι, που στην πραγματικότητα αποτελεί τον κατάλληλο άνθρωπο για τη θέση).
Είναι λάθος να συγχέει κανείς την τεχνοκρατική ελίτ (εκείνους με διδακτορικούς τίτλους ή άλλα μεταπτυχιακά διπλώματα οικονομικών σπουδών) με άλλες κατηγορίες ελίτ (εκείνους με χρήματα ή εξουσία, ειδικά εάν έχουν κληρονομήσει το ένα ή το άλλο). Οι περισσότεροι οικονομολόγοι είχαν καταλάβει τους κινδύνους που απειλούσαν την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Οι πολιτικοί ήταν εκείνοι που είχαν υποτιμήσει τις τεχνικές δυσκολίες όταν επέλεξαν τη νομισματική ολοκλήρωση.
Είναι αυτονόητο ότι η ακαδημαϊκή και τεχνική τεχνογνωσία δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε επαρκεί για τη διασφάλιση της επιτυχίας των κυβερνητικών στελεχών. Πράγματι, πολλοί από τους συναδέλφους μου στο Χάρβαρντ θα ήταν τραγικοί σε πολιτικές θέσεις, εξαιτίας της έλλειψης ηγετικών, διοικητικών και άλλων διαπροσωπικών δεξιοτήτων. Και πολλοί λαμπροί πολιτικοί ηγέτες -για παράδειγμα ο Τζορτζ Ουάσιγκτον και ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, μεταξύ των Αμερικανών πολιτικών- δεν ήταν διανοούμενοι.
Οι τεχνοκράτες μπορούν να διαδραματίσουν χρήσιμο ρόλο ως έντιμοι διαμεσολαβητές όταν οι παραδοσιακοί πολιτικοί έχουν χάσει την αξιοπιστία τους ή επικρατεί αδιέξοδο μεταξύ των κομμάτων. Επιπλέον, έχουν την αξιοπιστία που συνοδεύεται από την έλλειψη επιθυμίας για επανεκλογή, είτε επειδή η θητεία τους είναι εξαρχής περιορισμένη είτε διότι είναι γνωστό ότι προτιμούν μια ήσυχη ακαδημαϊκή ζωή.
Το πιο εμφανές πλεονέκτημα είναι φανερό όταν μια χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα -για παράδειγμα, η πρόταση για οικονομικές μεταρρυθμίσεις ή η διαπραγμάτευση δανειακών όρων- που είναι κυρίως τεχνικά ζητήματα. Ενα καλό προηγούμενο στην Ιταλία είναι ο Κάρλο Τσιάμπι, που ανέλαβε στο «τιμόνι» της κυβέρνησης το 1993, αφότου η Ιταλία αναγκάστηκε να βρεθεί εκτός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και κατάφερε να ακυρώσει το scala mobile (το σύστημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών), να πατάξει τον πληθωρισμό και να επαναφέρει τη χώρα στο «όχημα» της ευρωπαϊκής νομισματικής ολοκλήρωσης.
Μεταξύ των εμφανών μειονεκτημάτων ορισμένων τεχνοκρατών είναι η έλλειψη διοικητικής πείρας, η έλλειψη διακριτής νομιμότητας και η απουσία εσωτερικής επιρροής σε μια πολιτική βάση. Μόντι και Παπαδήμος διαθέτουν και οι δύο διοικητική πείρα και, προς το παρόν, νομιμότητα. Θα περιοριστούν όμως από την αδυναμία τους να διεκδικήσουν τη σταθερή υποστήριξη μιας πολιτικής ομάδας.
Ορισμένοι ηγέτες κρατών μπορούν να θεωρηθούν τεχνοκράτες: ο πρόεδρος Φελίπε Καλντερόν του Μεξικού, ο πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινέιρα της Χιλής και η πρόεδρος Ελεν Τζόνσον Σίρλιφ της Λιβερίας, μεταξύ άλλων. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει ότι έχουν προστατευμένες ζωές ή ότι δεν είναι συνηθισμένοι στη λήψη δύσκολων αποφάσεων. Την ίδια στιγμή και οι τρεις έχουν ακαδημαϊκές σπουδές στο Χάρβαρντ. (Ο Καλντερόν παρακολούθησε τρία μαθήματά μου. Δυστυχώς, η αντιμετώπιση βίαιων «βαρόνων» των ναρκωτικών δεν ήταν στο πρόγραμμα μαθημάτων μου).
Το να διαθέτει κανείς καλούς διεθνείς τίτλους δεν αποτελεί πάντοτε πλεονέκτημα. Οταν η Σίρλιφ τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 2011, υπήρξαν φήμες ότι η καλή της εικόνα στο εξωτερικό ενδεχομένως να απέβαινε επιζήμια στην καμπάνια της για επανεκλογή στην πατρίδα. Κατ' αναλογία, τόσο ο Παπαδήμος όσο και ο Μόντι ανήκουν στην ελίτ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, κάτι το οποίο θα τους βοηθήσει να εξασφαλίσουν στήριξη για τις χώρες τους στο εξωτερικό, αλλά θα τους αφήσει ευάλωτους στις εσωτερικές κατηγορίες ότι είναι «λακέδες» των ξένων δυνάμεων.
Είναι λογικό που Αθήνα και Ρώμη, οι δύο εστίες του κλασικού Δυτικού πολιτισμού, στράφηκαν στους δύο αυτούς αστούς, πολυμαθείς άνδρες για ηγεσία. Αλλά ούτε ο Παπαδήμος ούτε ο Μόντι μπορούν να εξασκήσουν τεχνοκρατική μαγεία εάν δεν τους δοθούν τα πολιτικά εργαλεία για την ενεργοποίηση της σωστής πολιτικής.
Του Jeffrey Frankel*
Ο Jeffrey Frankel είναι καθηγητής σχηματισμών κεφαλαίου και ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Copyright: Project Syndicate, 2011.
www.project-syndicate.org