Κόσμος
Τρίτη, 20 Δεκεμβρίου 2011 20:33

«Σέρπικο» κατά φοροφυγάδων

Από το νέο έτος, η φορολογική υπηρεσία του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών θα μπορέσει να βασισθεί στην συμβολή ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας που ονομάζει «Σέρπικο» για τον εντοπισμό των φοροφυγάδων.

Η μνήμη του ξεπερνά τα ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια μπάιτς και η επεξεργασία των διαφόρων στοιχείων θα είναι συνεχής, επτά ημέρες την εβδομάδα. Από την 1η Ιανουαρίου στην Ιταλία, πρόκειται να αρθεί οριστικά το τραπεζικό απόρρητο και το «Σέρπικο» (το αρκτικόλεξο προέρχεται από τη φράση Servizi per i Contribuenti, Υπηρεσίες για τους Φορολογούμενους, και παραπέμπει στην γνωστή αστυνομική κινηματογραφική ταινία του 1973 σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Λιούμετ, με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη) θα αναλάβει δράση.

Μέχρι τώρα είχε συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραοικονομίας, αλλά δεν επιτρεπόταν η χρήση του για έρευνες σε τραπεζικούς λογαριασμούς.

Από την αρχή του νέου έτους, θα διασταυρώνονται στοιχεία που αφορούν τις καταθέσεις, φορολογικές δηλώσεις, ακίνητη περιουσία, αλλά ακόμη και εκείνα που σχετίζονται με λογαριασμούς του φωτός και του υγραερίου, ή με τις εγγραφές σε γυμναστήρια και πισίνες.

Κάθε δευτερόλεπτο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής θα μπορεί να επεξεργάζεται είκοσι δυο χιλιάδες πληροφορίες, με στόχο τον εντοπισμό των ποσών που θα έπρεπε να καταλήγουν στα ταμεία, αλλά παραμένουν αδήλωτα.

Το σύνολο της ετήσιας φοροδιαφυγής, στην Ιταλίας, υπολογίζεται στα εκατόν είκοσι δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, μαζί με την νέα δέσμη οικονομικών μέτρων επέβαλε την κατάργηση του φορολογικού απορρήτου και την δυνατότητα να μπορούν να ελέγχονται χωρίς καμία ειδική άδεια όλα τα εμβάσματα και οι οικονομικές συναλλαγές άνω των χιλίων ευρώ.

Οπως υπογραμμίζουν παρατηρητές, πρώτος στόχος του «Σέρπικο» θα είναι τα δεκαπέντε εκατομμύρια ιταλών (το 25% των κατοίκων της χώρας) που δηλώνουν μηδενικό ετήσιο εισόδημα.

Ο φάκελος που πρέπει ακόμη να ανοίξει αφορά τις καταθέσεις ιταλών πολιτών στην Ελβετία, οι οποίες, σύμφωνα με τον Τύπο, ξεπερνούν τα εκατόν πενήντα δισεκατομμύρια ευρώ.

ΑΠΕ-ΜΠΕ