Εξαιτίας του μεγάλου κλίματος οικονομικής αβεβαιότητας, οι εταιρείες προσφέρουν αποκλειστικά συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Τέτοιου είδους συμβόλαια συνεπάγονται λιγότερες επενδύσεις σε επαγγελματική επιμόρφωση.
Εξαιτίας του μεγάλου κλίματος οικονομικής αβεβαιότητας, οι εταιρείες προσφέρουν αποκλειστικά συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Τέτοιου είδους συμβόλαια συνεπάγονται λιγότερες επενδύσεις σε επαγγελματική επιμόρφωση.
Ολοένα και περισσότεροι νέοι της Ευρώπης αρχίζουν και σκέφτονται όπως ακριβώς ο κεντρικός ήρωας Αντουάν Μπλουαγιέ σε μυθιστόρημα του Γάλλου στοχαστή Πολ Νιζάν, ο οποίος είπε «δεν θα χαρακτήριζα την ηλικία των 20 χρόνων την καλύτερη εποχή της ζωής μου». Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση επέφερε έντονο πλήγμα στους νέους. Και η βραδεία ανάκαμψη από την οικονομική κρίση ίσως να είναι ακόμη χειρότερη.
Oι νέοι άνθρωποι που εισήλθαν στην αγορά εργασίας από την «πίσω πόρτα» των συμβολαίων προσωρινής απασχόλησης είναι τώρα οι πρώτοι που αναγκάζονται να βρεθούν εκτός, καθώς λήγουν τα συμβόλαιά τους.
Για διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, η προσωρινή απασχόληση αποτελούσε τη βασική κινητήριο δύναμη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ευρώπη. Τώρα -και δεν θα πρέπει να αποτελεί απορίας άξιον- αυτοί οι εργαζόμενοι με συμβόλαια μερικής απασχόλησης διαμορφώνουν τη μεγάλη «δεξαμενή», μέσα στην οποία «καταστρέφονται» χιλιάδες θέσεις εργασίας. Από την αρχή της οικονομικής ύφεσης, στο τρίτο τρίμηνο του 2008, έχουν χαθεί περίπου πέντε εκατ. θέσεις εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση μεταξύ εκείνων με ηλικία κάτω των σαράντα ετών. Περίπου το 90% των συνολικών απωλειών σε θέσεις εργασίας έχει συγκεντρωθεί στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Και αυτοί που αποφοιτούν τώρα από την εκπαίδευση και εισέρχονται στην αγορά εργασίας διατρέχουν τον κίνδυνο να καταστούν χαμένη γενεά, κατ' αναλογία με τους Ιάπωνες που άρχισαν τον εργασιακό τους βίο στις απαρχές της οικονομικής επιβράδυνσης στην Ιαπωνία, κατά τη δεκαετία του '90.
Εξαιτίας του μεγάλου κλίματος οικονομικής αβεβαιότητας, οι εταιρείες προσφέρουν αποκλειστικά συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Και αυτό ακριβώς συνέβη στη Σουηδία στη διάρκεια της τότε χρηματοοικονομικής κρίσης στη δεκαετία του '90, τότε που το μερίδιο των προσωρινά απασχολουμένων στο σύνολο της απασχόλησης είχε αυξηθεί στο 10% από 16%, παρά τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων με συμβόλαια ορισμένου χρόνου.
Τέτοιου είδους συμβόλαια συνεπάγονται λιγότερες επενδύσεις σε επαγγελματική επιμόρφωση, καθώς οι εργαζόμενοι προσωρινής απασχόλησης προσφέρουν ένα είδος ενδιάμεσης λύσης για τους εργοδότες. Οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια και ενυπόθηκα δάνεια σε ορισμένες χώρες. Κατά συνέπεια, η πιστωτική «ασφυξία» αναδεικνύεται σε «ασφυξία της νεολαίας», όπως αναφέρθηκε σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης το Βρετανικό Συμβούλιο. Και πέραν όλων αυτών, η ραγδαία αύξηση του δημοσίου χρέους υποδεικνύει ότι εκείνοι που εισέρχονται στην αγορά εργασίας, αργά ή γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα «βουνό» φόρων.
Σε χώρες όπως Γερμανία, Ιταλία και Ολλανδία, η αύξηση της ανεργίας έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπισθεί από την ευρεία χρήση προγραμμάτων μερικής απασχόλησης, τα οποία διασφαλίζουν τη θέση των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Αυτή η στρατηγική αποδίδει καρπούς μόνον εάν μια σταθερή οικονομική ανάκαμψη δεν προϋποθέτει σημαντική ανακατάταξη της αγοράς εργασίας. Οι οικονομικές υφέσεις αποτελούν, συνήθως, εποχές ανακατανομών, όπου έρχονται στην επιφάνεια τα πραγματικά, συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το μόνιμο προσωπικό που διατηρεί τη θέση του υπό τις σημερινές συνθήκες καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την είσοδο στην αγορά εργασίας για τις νεώτερες γενεές.
Οι χώρες με πληθυσμιακή γήρανση που επιδιώκουν να ανακτήσουν με ταχείς ρυθμούς το έδαφος που χάθηκε λόγω της οικονομικής ύφεσης δεν έχουν τα περιθώρια να χάσουν ολόκληρες γενεές. Χρειάζεται να καθορίζουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα μια στρατηγική εισαγωγής στην αγορά εργασίας που θα ενθαρρύνει τους εργοδότες να προσλαμβάνουν νεαρούς εργαζομένους, αλλά και να αναλαμβάνουν την εκπαίδευσή τους. Αυτό προϋποθέτει συμβόλαια που δεν συνοδεύονται από ημερομηνία λήξης.
Τα συμβόλαια ορισμένου χρόνου αναδεικνύονται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, στο βαθμό που η εκπαίδευση δεν παρέχεται στην εργασία, καθιστώντας τους εργαζομένους της συγκεκριμένης κατηγορίας λιγότερο παραγωγικούς και περισσότερο ευάλωτους σε διάφορα σοκ. Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο νεώτερων γενεών θα ωφελούσαν τους εργοδότες μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Μια στρατηγική εισόδου για τους νέους εργαζομένους, βασισμένη στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων για την προστασία της απασχόλησης που εφαρμόσθηκαν στις περισσότερες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα ξεκάθαρο «θητειακό μοντέλο». Προς το παρόν, δεν υπάρχουν μακροπρόθεσμες προοπτικές μετά τη λήξη μιας σύμβασης ορισμένου χρόνου. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να προωθήσουν την είσοδο στην αγορά μόνιμης εργασίας σε διάφορα στάδια, εισαγάγοντας βαθμίδες προστασίας της απασχόλησης και αποφεύγοντας τη δημιουργία μιας μακροπρόθεσμης δυαδικής αγοράς. Με βάση το συγκεκριμένο σχέδιο, το καθεστώς διασφάλισης της απασχόλησης -κυρίως υπό τη μορφή της καταβολής αποζημιώσεων- θα αυξάνεται σταδιακά, με την αύξηση των ετών απασχόλησης. Έτσι δεν δημιουργούνται αντικίνητρα νέων προσλήψεων με συμβόλαια αορίστου χρόνου, καθώς οι εργοδότες θα συνεχίσουν να επωφελούνται από την ουσιαστική ελαστικότητα στις αρχές της απασχόλησης ενός εργαζομένου, τότε που θα αξιολογούνται οι δεξιότητες και προσόντα των νεοπροσληφθέντων.
Οι γενεές που εισέρχονται στην αγορά εργασίας στη διάρκεια φάσεων ύφεσης συνήθως ζητούν μεγαλύτερη προστασία και κρατική παρέμβαση στη διάρκεια του συνόλου των ετών απασχόλησής τους, έναντι εκείνων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας σε ομαλότερους καιρούς. Η αμέλεια του προβλήματος δυσκολιών στην εισαγωγή της αγοράς εργασίας θα μπορούσε να αποδειχθεί «μπούμεραγκ», μέσω της ενίσχυσης των πιέσεων για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, ακριβώς την εποχή που οι κυβερνήσεις αρχίζουν να μειώνουν τα τεράστια δημόσια χρέη που είχαν συσσωρεύσει στη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης.
Μια μεταρρύθμιση που προσφέρει η εφαρμογή του «θητειακού μοντέλου» δεν συνεπάγεται επιπλέον κόστος για τα δημόσια οικονομικά, ενώ θα μπορούσε να αποφύγει περαιτέρω προβλήματα και δαπανηρά μέτρα στο μέλλον.
Έχουν γραφτεί πολλοί «επικήδειοι» της οικονομικής κρίσης. Είναι παραπλανητικοί και επικίνδυνοι, όχι μόνο εξαιτίας του ότι η κρίση στην αγορά εργασίας δεν έχει φθάσει στο τέλος της, αλλά και επειδή συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος εφησυχασμού, μειώνοντας τις πιέσεις για μεταρρυθμίσεις. Η οικονομική ύφεση θα έχει πράγματι φθάσει στο τέλος της μόνον όταν οι νέες γενεές θα είναι σε θέση να εισέλθουν στην αγορά εργασίας με συνοπτικές διαδικασίες και από την μπροστινή πόρτα.
Αρθρο του TITO BOERI,
καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Bocconi στο Μιλάνο και επιστημονικού διευθυντή του Ιδρύματος Rodolfo Debenedetti
Copyright: Project Syndicate, 2009