Αρνητικό αντίκτυπο στη ρευστότητα της αγοράς θα έχουν τα μέτρα που προτείνονται με το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων, εκτιμά η ΕΚΤ. ΝΔ: Ναι στη ρευστότητα, όχι στην προχειρότητα.
Αρνητικό αντίκτυπο στη ρευστότητα της αγοράς θα έχουν τα μέτρα που προτείνονται με το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων, εκτιμά η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα στη γνωμοδότηση που απέστειλε πριν από λίγο στο υπουργείο Οικονομίας.
Μάλιστα, επισημαίνει ότι εάν επιδεινωθούν οι ήδη δυσμενείς οικονομικές συνθήκες υπάρχει ο κίνδυνος συστημικών επιπτώσεων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διασυνοριακά, με αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και άλλων κρατών μελών της ΕΕ καθώς επηρεάζει τη λειτουργία ευρωπαικών τραπεζών με θυγατρικές στη χώρα μας.
«Η ΕΚΤ τονίζει τη σημασία της εκ των προτέρων ενδελεχούς αξιολόγησης των επιπτώσεων του σχεδίου νόμου στην κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των
συνεπειών του για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενόψει της ανάγκης
διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, προαγωγής της αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς και ενίσχυσης της ρευστότητας και της επαρκούς ροής πιστώσεων στην οικονομία», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Προκειμένου δε, να αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος και η δημιουργία κινήτρων στους δανειολήπτες για να μην εξυπηρετούν τα χρέη τους, απαιτείται σαφέστερη διατύπωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που εισάγει το σχέδιο νόμου, καθώς και προσεκτική εξέταση των επιπτώσεών του στις υφιστάμενες νομικές σχέσεις μεταξύ πιστωτών και οφειλετών. Ο δυνητικός ηθικός κίνδυνος θα μπορούσε να έχει σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τη ρευστότητα των τραπεζών, καθώς και για το συνολικό κόστος της χρηματοδότησης, σημειώνεται.
Οσο αφορά επιμέρους σημεία του νομοσχεδίου, η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα πρέπει να ορίζεται ρητά ότι οι οφειλέτες που νομιμοποιούνται να ζητήσουν ρύθμιση των οφειλών τους θα πρέπει να αποδεικνύουν την ικανότητα αποπληρωμής. Στην αντίθετη περίπτωση, θα μετατίθετο απλώς χρονικά η επέλευση της αθέτησης των υποχρεώσεων με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο πιστωτικός κίνδυνος και να πλήττεται η ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Ειδική αναφορά γίνεται από την ΕΚΤ στον πιθανό κίνδυνο νομικής αβεβαιότητας που θα μπορούσε να δημιουργήσει η
περίληψη των τιτλοποιημένων δανείων στο ρυθμιστικό πεδίο της ρύθμισης οφειλών, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβαίνουν σε τιτλοποιήσεις για σκοπούς άντλησης ρευστότητας και, συνεπώς, τη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία.
Οσο αφορά την δυνατότητα να μην καταγράφονται στοιχεία της οικονομικής συμπεριφοράς των υπαχθέντων στη ρύθμιση, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνη με τη βέλτιστη πρακτική και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου των οφειλετών, δυσχεραίνοντας την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να διακρίνουν μεταξύ οφειλετών που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά επίπεδα κινδύνου. «Η προτεινόμενη διαγραφή δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να καταστήσει τα πιστωτικά ιδρύματα επιφυλακτικότερα ως προς τη χορήγηση πιστώσεων και να αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας, ιδίως για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που εξυπηρετούν τα χρέη τους», υπογραμμίζεται στη γνωμοδότηση, προσθέτοντας ότι ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις θα έχει η μείωση του χρόνου καταχώρησης των στοιχείων
Επιφυλάξεις διατυπώνει η ΕΚΤ και για τη δυνατότητα που δίνεται στις τράπεζες να χορηγούν νέα βιβλιάρια επιταγών κατά τη διάρκεια ισχύος μέτρου στέρησης χορήγησής τους που έχει επιβληθεί σε οφειλέτες εφόσον παρέχεται τριτεγγύηση. Σημειώνεται ότι το υπουργείο Οικονομίας προχώρησε σε τροποποίηση αναφορικά με το ποσό της επιταγής, το οποίο θα μπορεί να φθάνει μόνο ως το ύψος της εγγύησης αλλά οι επιφυλάξεις της ΕΚΤ αναφέρονται και στην ανάγκη να ληφθεί υπόψη η φερεγγυότητα του εγγυητή και η συγκέντρωση κινδύνου. Η ΕΚΤ σημειώνει
ότι, η συγκεκριμένη ρύθμιση θα μπορούσε να επηρεάσει τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος και
την ικανότητά της να ασκεί προσηκόντως τα συναφή καθήκοντά της, στο βαθμό που αίρει τυχόν περιορισμούς που έχει επιβάλει η απόφαση της κεντρικής τράπεζας.
ΝΔ: Nαι στη ρευστότητα, όχι στην προχειρότητα
Εντονες επικρίσεις κατά της κυβέρνησης για τους χειρισμούς στη συγκεκριμένο θέμα διατύπωσε ο τομεάρχης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης, κατηγορώντας τη για προχειρότητα.
Μεταξύ άλλων σημειώνει: «Η κυβέρνηση ζήτησε καθυστερημένα τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το νομοσχέδιό της και αυτή της έστειλε ένα ηχηρό αρνητικό μήνυμα. Ούτε λίγο ούτε πολύ επισημαίνει ότι ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου μπορεί να οδηγήσουν σε αποτελέσματα ακριβώς αντίθετα από αυτά που επιδιώκονται. Σε επιβράβευση των κακοπληρωτών, σε μεγαλύτερες επιφυλάξεις των τραπεζών για χορήγηση δανείων και σε αύξηση του κόστους του χρήματος».
Προσθέτει πως «η θέση αυτή της ΕΚΤ υπογραμμίζει την προχειρότητα της κυβερνητικής παρέμβασης, αλλά είναι ταυτόχρονα μια ακόμα αρνητική τοποθέτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης».
Ο κ. Χατζηδάκης σημειώνει ακόμη πως «η Νέα Δημοκρατία λέει ναι στη ρευστότητα, όχι στην προχειρότητα», επισημαίνοντας πως είναι απέναντι «σε κάθε ρύθμιση που ερασιτεχνικά και λαϊκίστικα μπορεί να οδηγήσει τελικά σε επιδείνωση των προβλημάτων που ήδη υφίστανται για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά».
Καταλήγοντας καλεί την κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις και κυρίως να τροποποιήσει την πολιτική της «υπακούοντας στους κανόνες της υπευθυνότητας και του ρεαλισμού».