Στη Δύση κυρίως παρατηρούνται αλλαγές στις καταναλωτικές συμπεριφορές. Ο φόβος και η αβεβαιότητα, που προκλήθηκαν από την κρίση, κάνουν πολύ πιο προσεκτικούς τους καταναλωτές, τόσο στις αγορές άμεσων αγαθών όσο και σε δαπάνες σχετικές με ακίνητα και διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
Παρά τη δειλή ανάκαμψη, η κρίση ανατρέπει το δυτικό τρόπο ζωής, ο οποίος θεμελιώθηκε στις εύκολες πιστώσεις και στην υπερβολική κατανάλωση.
Ο Βρετανός καθηγητής Ντέιβιντ Χέντερσον, επικεφαλής παλαιότερα του Τμήματος Στατιστικής στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) και συνεργάτης σήμερα του γνωστού βρετανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων (ΙΕΑ), είναι κατηγορηματικός:
«Οι Βρετανοί», μας λέει, «τελούν υπό καθεστώς εντυπωσιακής λιτότητας. Η παγκόσμια κρίση τούς υπαγορεύει συμπεριφορά, την οποία δεν είχαν γνωρίσει από το 1944, όταν καταργήθηκαν τα δελτία τροφίμων. Το τελευταίο τρίμηνο του 2009, οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν περίπου 3%, ποσοστό ασύλληπτο, αν λάβουμε υπόψη μας τις γιορτές των Χριστουγέννων. Την ίδια περίοδο, οι πωλήσεις αυτοκινήτων έπεσαν 21%, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2008, και οι καταναλωτές αγόρασαν για τις γιορτές 30% λιγότερη σαμπάνια και 16% λιγότερα ρούχα. Ακόμα, τα περισσότερα νοικοκυριά καλλιεργούν στους κήπους τους τρεις φορές περισσότερα φρουτολαχανικά για αυτοκατανάλωση και, αν δεν διαθέτουν κήπο, τον νοικιάζουν…».
Επίσης, χαρακτηριστικό της εποχής είναι και το γεγονός ότι, τον περασμένο Δεκέμβριο, το βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις του on-line βιβλιοπωλείου Amazon ήταν το Thrift Book (Το Βιβλίο της Λιτότητας). Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται επίσης στην Ιρλανδία και την Ισπανία, δύο χώρες οι οποίες επίσης υποφέρουν από την κρίση. Το φαινόμενο, όμως, έχει γενικότερο χαρακτήρα, σε όλες τις χώρες των οποίων η ανάπτυξη ήταν συνδεδεμένη με την κατανάλωση και την ανοδική πορεία της.
Συνεπώς, οι σημερινές τάσεις είναι ενδεικτικές βαθύτερων αλλαγών στις δυτικές κοινωνίες, όπου η κατανάλωση και οι πιστώσεις στηρίζονταν σε υποθετικές υπεραξίες στοιχείων του ενεργητικού και, κυρίως, ακινήτων. Στις σημερινές συνθήκες, ακόμα και οι απλοχέρηδες Αμερικανοί, αντί να ξοδεύουν, ενισχύουν την αποταμίευσή τους. Ετσι, από μηδενική που ήταν η αποταμίευση των αμερικανικών νοικοκυριών στις αρχές του 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία του Νοεμβρίου 2009 αντιπροσώπευε 6% του αμερικανικού ΑΕΠ -ποσοστό που είχε εμφανιστεί για τελευταία φορά στις ΗΠΑ το 1986!
Οπως τονίζει ο κ. Ντέιβιντ Ρόζμενμπεργκ, επικεφαλής του τμήματος οικονομολόγων στη γνωστή τράπεζα Μέριλ Λιντς, μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2010 το ποσοστό αυτό θα πλησιάσει το 10%, ποσοστό πρωτόγνωρο τα 35 τελευταία χρόνια. Κατά την άποψη του Αμερικανού οικονομολόγου, όπως τη διατύπωσε στο περιοδικό Νιουζγουικ, τα αμερικανικά νοικοκυριά ακολουθούν το παράδειγμα των τραπεζών. Εξυγιαίνουν έτσι την οικονομική τους κατάσταση, αποταμιεύουν περισσότερο και εξοφλούν τα χρέη τους. «Η τάση αυτή κάθε άλλο παρά πρόσκαιρη είναι. Αντιπροσωπεύει μία βαθύτερη αλλαγή στις καταναλωτικές συμπεριφορές και θα έχει διάρκεια», τονίζει.
Με την εκτίμηση αυτή συμφωνούν και άλλοι Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι η λιτότητα θα γίνει κανόνας, ο οποίος θα οδηγήσει σε τρεις θεμελιακές ανατροπές:
Πρώτον, στη Δύση κυρίως, παρατηρούνται και είναι αισθητές οι αλλαγές στις καταναλωτικές συμπεριφορές. Ο φόβος και η αβεβαιότητα, που προκλήθηκαν από την κρίση, κάνουν πολύ πιο προσεκτικούς τους καταναλωτές, τόσο στις αγορές άμεσων αγαθών όσο και σε δαπάνες σχετικές με ακίνητα και διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
Δεύτερον, τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός αυτής, η κατανάλωση παραμένει στάσιμη στην καλύτερη περίπτωση και οι τράπεζες είναι πολύ φειδωλές στις χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων ή σε πιστώσεις για αγορές ακινήτων. Ετσι, το δανεικό χρήμα που κυκλοφορούσε περιορίζεται και τα στεγαστικά δάνεια δεν «φουσκώνουν» πλέον τις αξίες των ακινήτων.
Τρίτον, οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές δεν ανέχονται επιστροφή στις κερδοσκοπικές πρακτικές του παρελθόντος, όπου κυριαρχούσαν οι κερδοσκοπικές «φούσκες». Οι τράπεζες όλο και περισσότερο θα χορηγούν πιστώσεις σε συνάρτηση με τις καταθέσεις που διαθέτουν και θα ενισχύουν περισσότερο παραγωγικούς προσανατολισμούς, παρά αβέβαιες χρηματοοικονομικές πράξεις.
Οπως υπογραμμίζει ο κ. Μπομπ ΜακΚέι, αναλυτής στην εταιρεία επενδυτικών συμβούλων Ιντιπέντεντ Στράτετζι, οι νέοι αυτοί τραπεζικοί προσανατολισμοί θα ευνοήσουν την απο-επιτάχυνση και τη σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, υποστηρίζει, τα ενεργητικά δεν θα επανεύρουν αύριο την παρελθούσα αξία τους και ο πλούτος που καταστράφηκε δεν είναι έτοιμος να επανέλθει. Τούτο σημαίνει ότι η διεθνής οικονομία χάνει ένα λιπαντή της, ο οποίος, ωστόσο, της προκάλεσε σοβαρές βλάβες.
Από την άποψη αυτή, τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το τελευταίο τρίμηνο του 2008 και το πρώτο εννεάμηνο του 2009, η κάμψη των πωλήσεων αυτοκινήτων πλησίασε το 30% και σε ετήσια βάση για τον περασμένο χρόνο είναι 29%. Στη Γερμανία, οι πωλήσεις άμεσων και διαρκών καταναλωτικών αγαθών για το 2009 παρουσιάζουν κάμψη 3% και 11% αντιστοίχως. Αντιθέτως, όμως, το ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ακολουθεί ανοδική πορεία. Το ίδιο συμβαίνει και στη Γαλλία, αν και εκεί τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 2% και 8%. Επίσης, στη Γερμανία, παρά την κάμψη των εξαγωγών, για το 2010 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προβλέπει ότι το ποσοστό αποταμίευσης, από 10,8% το 2009, θα ξεπεράσει φέτος το 12,5%.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω τάσεις ανόδου της αποκαλούμενης «αποταμίευσης ασφαλείας» επηρεάζουν και τον καταμερισμό των δαπανών. Σε Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, τα ακριβά εστιατόρια γνωρίζουν πολύ μεγάλη κρίση, ενώ βρίσκονται σε πτώση και οι δαπάνες για ψυχαγωγία εκτός κατοικίας. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η κρίση θα γίνει πολύ πιο αισθητή το 2010, για τον απλό λόγο ότι θα επιδράσει αρνητικά και στην παραοικονομία. Ως γνωστόν δε, η τελευταία απέτρεψε πέρυσι τα χειρότερα στις κοινωνικές αρθρώσεις της χώρας μας.
Στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις θα περιορίσουν κατά πολύ το δανεισμό τους και θα ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στη βελτίωση της ρευστότητάς τους. Επιπλέον, οι εταιρείες, που ήδη διαθέτουν καλή ρευστότητα, θα κερδίσουν πόντους συμμετοχής στις αγορές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ας μην ξεχνάμε ότι, το 1998, με αφορμή την κρίση του ρουβλιού στη Ρωσία, οι γερμανικές επιχειρήσεις, που διέθεταν υψηλή ρευστότητα, εκτόπισαν από τη ρωσική αγορά Γάλλους και Ιταλούς ανταγωνιστές τους και σήμερα παραμένουν κυρίαρχες.
Υπάρχουν, βεβαίως, οικονομολόγοι που θα πουν ότι η κατανάλωση θα επανακάμψει και θα παρασύρει έτσι και την οικονομία στην πορεία της. Ομως, άλλοι αναλυτές λένε ότι ναι μεν αυτό το σενάριο είναι δυνατό, ωστόσο η ανάκαμψη θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα απ' ό,τι στο παρελθόν. Από την μια πλευρά, η μείωση της αξίας των ακινήτων και, από την άλλη, η αποδυνάμωση των λογαριασμών αποταμίευση/συντάξεις, θα προκαλέσουν την ανάδυση μιας «νοοτροπίας φτώχειας», που θα έχει διάρκεια και θα τροφοδοτείται από τους πιστωτικούς περιορισμούς.
Οπως εκτιμά η Μέριλ Λιντς, η «νοοτροπία» αυτή θα οδηγήσει, στις αναπτυγμένες χώρες-μελη του ΟΟΣΑ σε 8.600 δισ. δολάρια λιγότερα έσοδα για εστιατόρια, ξενοδοχεία, αεροπορικές εταιρείες, κατασκευαστές αυτοκινήτων και μεσίτες ακινήτων -ποσό που αντιπροσωπεύει περίπου 3,5% του ΑΕΠ τους. Η πτώση αυτή, ιδιαιτέρως στην Αμερική, θα επιδράσει πτωτικά στις εισαγωγές της, με άμεση συνέπεια τη μείωση των εξαγωγών χωρών με ισχυρή μεταποίηση, όπως η Κίνα, η Αυστραλία και η Γερμανία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, παρά την προβλεπόμενη ανάκαμψη το 2010, η παγκόσμια ανάπτυξη θα αργήσει αρκετά να φθάσει στα επίπεδα του 5% που γνωρίσαμε την περίοδο 2003 - 2008. Επίσης, θα πρέπει να αναμένεται ότι οι παραπάνω εξελίξεις θα ευνοήσουν ιδιαιτέρως τις κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναπόφευκτα θα επιβαρύνουν τη φορολογία και θα περιορίσουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
«Θα ζήσουμε σε έναν κόσμο χαμηλότερης κατανάλωσης, αυξημένης αποταμίευσης και περισσότερου κρατισμού, ο οποίος θα είναι και λιγότερο παραγωγικός. Ευχή μου είναι τα χορηγούμενα από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις κεφάλαια να χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικά, για να μην υπάρξει στη Δύση πτώση της παραγωγικότητας», λέει ο Μπομπ ΜακΚέι, για να προσθέσει ότι η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει άρδην, αν κάποιοι εφεύρουν μία νέα μεγάλη «φούσκα».
Οπως γίνεται αντιληπτό, η διεθνής λιτότητα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία -από την οποία ήδη παρατηρούνται σημαντικές διαρροές εγχώριας αποταμίευσης προς ξένες τράπεζες και φορολογικούς παραδείσους, ενώ παράλληλα υποχωρούν η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη και η τουριστική κίνηση. Είναι έτσι σαφές ότι, αν οι δυτικές χώρες μπαίνουν σε μια νέα εποχή λιτότητας, στην υπερδανεισμένη Ελλάδα η κατάσταση μπορεί να πάρει πολύ πιο δυσάρεστη τροπή. Και, βεβαίως, τα κακώς κείμενα δεν διορθώνονται πλέον με ευχολόγια, αλλά με συγκεκριμένα και επείγοντος χαρακτήρα μέτρα.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ