Κόσμος
Τρίτη, 19 Ιανουαρίου 2010 16:27

Προάγγελος θυελλωδών σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα

Η σύγκρουση της Google με την Κίνα αφορά κάτι πολύ μεγαλύτερο από το μέλλον μιας ισχυρής εταιρείας. Η απόφαση της Google να αποσυρθεί από την Κίνα, αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει την πολιτική της στο θέμα της λογοκρισίας αποτελεί προάγγελο των όλο και πιο θυελλωδών σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Ο λόγος για τον οποίο η υπόθεση της Google είναι τόσο σοβαρή, γράφει ο Γκίντεον Ράχμαν στους «Financial Times», είναι πως ενδεχομένως να αποδείξει ότι τα επιχειρήματα στα οποία βασίστηκε η αμερικανική πολιτική μετά τη σφαγή της πλατείας Τιαν Ανμέν ήταν λανθασμένα.

Οι Αμερικανοί δέχθηκαν την ανάδυση της Κίνας ως μιας γιγαντιαίας οικονομικής δύναμης, επειδή θεώρησαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε πολιτική φιλελευθεροποίηση στη χώρα αυτή. Αν αυτή η υπόθεση διαψευστεί, μπορεί να αλλάξει και ολόκληρη η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κίνα. Διότι άλλο είναι να ενθαρρύνεις μια γιγάντια ασιατική οικονομία προκειμένου να μετατραπεί σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία και άλλο να ενθαρρύνεις ένα λενινιστικό μονοκομματικό κράτος που είναι και ο μοναδικός σοβαρός γεωπολιτικός αντίπαλός σου.

Αν αυτή η διαπίστωση συνδυαστεί και με τη διψήφια ανεργία στις ΗΠΑ, που αποδίδεται εν πολλοίς στους νομισματικούς χειρισμούς της Κίνας, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγεί κανείς με μια αντικινεζική έκρηξη.

Τόσο ο Κλίντον όσο και ο Τζορτζ Μπους ήταν πεισμένοι ότι το ελεύθερο εμπόριο και η κοινωνία της πληροφορίας θα καθιστούσαν αναπόφευκτη την πολιτική αλλαγή στην Κίνα. Αλλά και ο Τόμας Φρίντμαν, ο γνωστός αρθρογράφος των Νιου Γιορκ Τάιμς και συγγραφέας δημοφιλών βιβλίων για την παγκοσμιοποίηση, έκανε κάποτε την εξής τολμηρή πρόβλεψη: «Χάρις στην παγκοσμιοποίηση, η Κίνα θα αποκτήσει ελεύθερα μέσα ενημέρωσης». Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Ράιτ, έναν από τους γνωστότερους συμβούλους του Κλίντον, αν η Κίνα εμπόδιζε την ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, δεν θα μπορούσε να αποφύγει την οικονομική καταστροφή.

Μέχρι τώρα, τα γεγονότα αρνούνται να επιβεβαιώσουν τη θεωρία. Η Κίνα εξακολουθεί να λογοκρίνει τα παλιά και τα νέα μέσα, χωρίς να έχει καταδικαστεί σε «οικονομική καταστροφή». Αντίθετα, η χώρα αυτή είναι σήμερα η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη και η πρώτη εξαγωγική χώρα. Κι αυτό συνοδεύεται από μεγαλύτερη καταστολή. Ο Λιου Σιαομπό, ένας εξέχων διαφωνών, καταδικάστηκε πρόσφατα σε κάθειρξη 11 ετών για συμμετοχή στη σύνταξη της Χάρτας 08 που ζητά δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.

Η απόφαση της Google να συγκρουστεί με τους Κινέζους δείχνει ότι οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί να ασχολούνται με τον κινεζικό αυταρχισμό. Οι μεγαλύτερες πιέσεις, όμως, αναμένεται να ασκηθούν από πολιτικούς, όχι από επιχειρηματίες. Η τυχόν αποχώρηση της Google δεν θα συνοδευτεί ασφαλώς από κύμα και άλλων αποχωρήσεων: για τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες, η κινεζική αγορά παρουσιάζει τόσο μεγάλα πλεονεκτήματα ώστε δεν μπορούν να την αγνοήσουν. Η πίεση για μια βαθμιαία απεμπλοκή θα προέλθει από ακτιβιστές, γεράκια της ασφάλειας και πολιτικούς. Ο ίδιος ο Ομπάμα, μετά τη λογοκρισία της ομιλίας του από την κινεζική τηλεόραση και την περιπέτεια της Κοπεγχάγης, ίσως να μην αισθάνεται πια το ίδιο θερμά απέναντι στο Πεκίνο.

Ακόμη κι αν η αμερικανική κυβέρνηση δεν αλλάξει γραμμή, επισημαίνει ο βρετανός αρθρογράφος, είναι βέβαιο ότι οι φωνές για μια σκληρότερη πολιτική απέναντι στην Κίνα θα δυναμώσουν στο Κογκρέσο. Εκτός από τα προβλήματα ασφαλείας που επισήμανε η Google, ανησυχία προκαλεί και η ανάπτυξη κινεζικών πυραυλικών συστημάτων που απειλούν την αμερικανική ναυτική κυριαρχία στον Ειρηνικό. Ενταση δημιουργεί και η επικείμενη πώληση αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν.

Την ίδια ώρα, ο προστατευτισμός κερδίζει έδαφος στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλώντας εκνευρισμό στην Κίνα. Ενας εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, βέβαια, δεν είναι και το καλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Αν γίνει κάτι τέτοιο, ευθύνη θα έχουν και οι δύο πλευρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή έκαναν αφελείς συνδέσεις ανάμεσα στο ελεύθερο εμπόριο και τη δημοκρατία. Η Κίνα, επειδή ακολουθεί προκλητική στάση στα θέματα του νομίσματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πηγή: Financial Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ